Προσκλητήριο
Ενίοτε αρέσκομαι. Να φαντάζομαι ότι. Είναι κάτι βράδια. Που.
Που σέρνω τα γέρικα βήματά μου ώρες ολόκληρες στην πόλη. Και ξεροσταλιάζω στο αγιάζι του Δεκέμβρη. Γιατί κάνει κρύο το Δεκέμβρη. Ακόμη και στην Πάτρα. Τόσο που περπατάω σκυφτός. Χουχουλιάζοντας τα κοκκαλωμένα χέρια μου. Στο τριμμένο πανωφόρι. Κατευθυνόμενος στο μισογκρεμισμένο κτίριο. Που έχω παρανόμως καταλάβει. Για να αφήσω την τελευταία μου πνοή. Ανάμεσα σε χαρτοκιβώτια, φελιζόλ και πλαστικές σακούλες.
Που ανάβω το μαγκάλι μου. Να ζεστάνω το δεκατριάχρονο παιδί μου. Δευτέρας τάξης μαθήτρια του Γυμνασίου Ξηροκρήνης. Το πουλάκι μου. Για να απαγγείλει στον ύπνο της τη Νέκυια του Ομήρου. Ενώ θα εισπνέει τις αναθυμιάσεις. Σε αυτό το σκοτεινό διαμέρισμα, που ούτε καν θυμάμαι. Αν είναι από κομμένο ρεύμα της ΔΕΗ ή από συσκότιση λόγω των νατοϊκών βομβαρδισμών. Στην πατρίδα μου, τη Σερβία. Γιατί τώρα που το σκέφτομαι. Το σκοτάδι και ο πόνος είναι παντού τα ίδια.
Που περιλούζομαι με μπιτόνι. Χειμώνα καιρό. Κι ούτε καν με ενδιαφέρει. Ότι μπορεί να πουντιάσω. Αφού στο κάτω κάτω κρατάω αναπτήρα. Για να γίνω από στιγμή σε στιγμή. Παρανάλωμα του πυρός. Στις έξι και πέντε το απόγευμα κάποιου Σαββάτου, στη διασταύρωση Αχαρνών και Αγίου Μελετίου. Όπου ζητιάνευα όλη μέρα την τροφή μου. Αλλά για κακή μου τύχη ήμουν είκοσι οχτώ χρονών και ιρανός λαθρομετανάστης. Και ως γνωστόν, χειρότερος συνδυασμός δεν γίνεται.
Που σχεδιάζω να του τη φέρω. Του μπαγάσα. Ο οποίος μου κοινοποίησε την έξωση. Για χρέη προς τις τράπεζες. Από το δάνειο που έλαβα για την αγορά του διαμερίσματός μου. Στο Ηράκλειο. Οπότε συμφωνώ να του παραδώσω τα κλειδιά. Στην είσοδο της πολυκατοικίας. Αλλά μια στιγμή τού λέω. Να πεταχτώ να πάρω κάτι. Κι ανοίγω την πόρτα, βγαίνω στο μπαλκόνι, σκαρφαλώνω στα κάγκελα. Και ετοιμάζομαι. Παρά την υψοφοβία μου. Να σαλτάρω από τον τέταρτο όροφο.
Που πέφτω από μια ανοιχτή πόρτα. Του τρόλεϊ. Για να ξεφύγω από τον ελεγκτή. Ο οποίος με έβριζε και με τραβολογούσε. Για τζαμπατζή. Οπότε πιέζω το μπουτόν. Να δώσω έναν πήδο. Προς την ελευθερία. Ενώ ακούω το κεφάλι μου να προσκρούει στο κράσπεδο. Και ξαπλώνω στο πεζοδρόμιο φαρδύς πλατύς. Με την ιδέα πως. Δεκαεννιά χρονών παλικαράκι. Δεν μπορεί. Θα το ξεχάσω, όταν μεγαλώσω.6
Ενίοτε λοιπόν αρέσκομαι. Να φαντάζομαι ότι. Είναι κάτι βράδια. Που.
Που αναζητώ το καινούριο θέμα για τη γραφή μου. Και μαζί συμβαίνει να βρίσκω τα πιο βολικά. Άλλοθί μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου