Η κατάργηση των Μνημονίων και η επαναφορά του γενικού κατώτατου μισθού στα προ του 2012 επίπεδα, παράλληλα με την αποκατάσταση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων, αποτελούν συμβολή με μετρήσιμα αποτελέσματα για τη μείωση της ανεργίας και για τα έσοδα του κράτους, όπως έχει αναδείξει πρόσφατη μελέτη του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ.

Οι «ενεργητικές» πολιτικές απασχόλησης έχουν πάντα θέση στις πολιτικές απασχόλησης της Αριστεράς υπό τον όρο ότι δεν χρησιμοποιούνται για την έμμεση επιδότηση των επιχειρήσεων και μερίδας ανέργων, αλλά για στοχευόμενα παραγωγικά αποτελέσματα. H επιδότηση των επιχειρήσεων θα πρέπει να συνδυάζεται με ρήτρα απασχόλησης, η οποία επιπλέον θα παραπέμπει σε σταθερές και όχι επισφαλείς θέσεις εργασίας, ενώ θα πρέπει να ελέγχεται το ενδεχόμενο απολύσεων όταν αυτές προηγούνται της επιδότησης. Οι πολιτικές για την επαγγελματική κατάρτιση απαιτούν ολικό επανασχεδιασμό με διακριτή την αρμοδιότητα του υπουργείου Παιδείας στο παιδαγωγικό μέρος του σχετικού συστήματος από την αρμοδιότητα των παραγωγικών υπουργείων που σχεδιάζουν την οικονομική ανάπτυξη στον σχεδιασμό και καθορισμό των ειδικοτήτων. Επίσης, μέτρα για τη ριζική αναδιοργάνωση του ΟΑΕΔ απαιτούν συνέργειες με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της αγοράς εργασίας όπως ο ΣΕΠΕ, το ΙΚΑ αλλά και οι ΔΟΥ.
Τέλος, η απασχόληση στο Δημόσιο θα πρέπει να αποτελεί βασική παράμετρο στην πολιτική απασχόλησης, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια περίοδο έντονης κρίσης, με δύο, ωστόσο, απαραίτητες επισημάνσεις. Πρώτον, η αυτούσια υιοθέτηση της θεωρίας του Δημοσίου ως εργοδότη έσχατης προσφυγής δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα τόσο ως προς το περιεχόμενο των εργασιακών σχέσεων όσο και ως προς τον ρόλο του Δημοσίου ως παραγωγικής οντότητας. Το περιεχόμενο της απασχόλησης στο Δημόσιο θα πρέπει να στηρίζεται στη σταθερή σχέση εργασίας για λόγους παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας της αποστολής του, προσθέτοντας ορθολογικούς και αξιοκρατικούς κανόνες αξιολόγησης της λειτουργίας των επιμέρους δομών και του προσωπικού του. Με αυτή την έννοια το Δημόσιο μπορεί να συνιστά τον υψηλό δείκτη της προστασίας της απασχόλησης, αλλά η αναφορά σε έσχατη προσφυγή σε αυτό το αδικεί και το υποβαθμίζει. Και αυτό γιατί δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παράγοντας φιλανθρωπίας στον οποίο καταφεύγει κανείς ως έσχατη λύση, αλλά ως το κύριο εργαλείο σχεδιασμού της κοινωνικής πολιτικής με υψηλή την παραγωγικότητα του κοινωνικού αποτελέσματος. Υπό αυτή την έννοια απαιτείται σταθερότητα απασχόλησης για όσους κρίνεται ότι θα πρέπει να καλύπτουν πάγιες ανάγκες. Συνεπώς η κάλυψη πάγιων αναγκών δεν μπορεί να γίνεται με την ανακύκλωση της απασχόλησης και των ανέργων που θα καταλαμβάνουν θέσεις προσωρινής διάρκειας οι οποίες υποκρύπτουν σταθερές ανάγκες. Μια τέτοια θέση, υιοθετούμενη και από την Αριστερά ακολουθώντας πρακτικές προηγούμενων κυβερνήσεων όπου το Δημόσιο πρωτοστατούσε στην παραβίαση της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας, επαναλαμβάνει την παραβίαση της αρχής σύμφωνα με την οποία η θέση προσωρινής εργασίας θα πρέπει να δικαιολογείται από τη φύση της και να μην παραπέμπει στην κάλυψη πάγιων αναγκών.
Με τις επισημάνσεις αυτές κρίνεται πως είναι παραγωγικότερο το σενάριο της σταθερής απασχόλησης μικρότερου αριθμού ανέργων στο Δημόσιο από εκείνο της ανακύκλωσης της απασχόλησης μεγαλύτερου αριθμού ανέργων εν είδει rotation με διατηρούμενη και ανακυκλούμενη την εργασιακή ανασφάλεια και επισφάλεια στους κόλπους του. Παράλληλα, η αύξηση του επιδόματος ανεργίας και η επέκταση της επιδότησης των μακροχρόνια ανέργων και πέραν της διετίας με κλιμακούμενο ύψος επιδότησης δημιουργεί όρους κοινωνικής προστασίας αντλώντας πόρους από την ψευδεπίγραφη προσωρινή απασχόληση ανέργων στο Δημόσιο. Πρόκειται για μια επιλογή που δεν θα σκοπεύει να επαναφέρει με καλύτερους όρους τα αρνητικά στιγματισμένα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, αλλά θα παραπέμπει σε πράγματι κοινωφελή εργασία, όπου ο απασχολούμενος δεν θα είναι ουσιαστικά προσωρινά επιδοτούμενος με απασχόληση «ικανοποιητικής διάρκειας» ενός έτους χωρίς συνέχεια, αλλά θα βρίσκεται υπό την εγγύηση των απαραίτητων προϋποθέσεων ώστε να παρέχει παραγωγικό έργο που θα συνδέεται στο σύνολό του με το δημόσιο συμφέρον.
* Ο Γ. Κουζής διδάσκει εργασιακές σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο