Η μεγαλύτερη μάλλον αδυναμία του Σύριζα τα τελευταία χρόνια είναι να
αναδείξει την πραγματική πολιτική και τα διακυβεύματά της στον δημόσιο
λόγο και χώρο. Ενώ για παράδειγμα ήταν φανερό εξ αρχής ότι ο κύριος
στόχος των μνημονίων ήταν η ριζική αναδιάρθρωση των παραγωγικών σχέσεων
και –δευτερευόντως- η ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων και αγαθών, εδώ και
3-4 χρόνια αυτό που θα αποκαλούσαμε «σύστημα» στην Ελλάδα έχει
καταφέρει, με διάφορους τρόπους, να μετατοπίζει τη συζήτηση σε
δευτερεύοντα ζητήματα, ανώδυνα ως επί το πλείστον, που άπτονται της
παραπολιτικής, της επικοινωνίας κλπ.
Ένα από αυτά είναι η ανάδειξη των αυτοδιοικητικών εκλογών σε πεδίο
φετιχιστικά αυτόνομο, στα όρια της απομόνωσης, άρα και αμόλυντο από το
αποκρουστικό μικρόβιο της κεντρικής πολιτικής σκηνής και της
ανθρωπιστικής τραγωδίας που αυτό συνεπάγεται. «Τι σχέση έχει ο Δήμαρχος
με τα μνημόνια και την ανεργία;» σε ρωτούν αθώα. Στο παιχνίδι αυτό, όλα
και όλοι παίζουν. Από ποδηλάτες και πρόσκοποι πριν 4 χρόνια μέχρι γκέι
σελέμπριτυς και πρόεδροι ποδοσφαιρικών ομάδων σήμερα. Ο,τιδήποτε ικανό
να μετατοπίσει τη διαμάχη από την κοινωνία που υποφέρει και την
οικονομία που καταρρέει σε ένα θολό πολιτισμικό πεδίο κατά της
«οπισθοδρόμησης» και του σκοταδισμού, θα υποστηριχτεί και θα ενισχυθεί
από τις δυνάμεις που αναζητούν τη νομιμοποίηση των μνημονιακών
«μεταρρυθμίσεων».
Δεν είναι καθόλου τυχαίο βέβαια ότι σε αυτό το ομιχλώδες πεδίο
ευδοκιμεί το συνοθύλευμα της Κεντροαριστεράς. Αν τα παραπάνω είναι σωστά
τότε αυτό το πεδίο της μετωνυμίας είναι ο προνομιακός χώρος για τις
δυνάμεις του νεοφιλελευθερισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο». Πάντα ήταν
πρώτοι στο κρυφτό. Κάτι που φαίνεται να το κεφαλαιοποιούν μέσω της
κίνησης των 5 «αδέσμευτων» δημάρχων, σε αντίθεση με την πορεία τους στην
κεντρική πολιτική σκηνή. Έτσι λοιπόν, μορφώματα τύπου Μπουτάρη στην
πόλη που ζω, την πάλαι ποτέ ερωτική μας πόλη (γιατί κι ο έρωτας, πόσο να
αντέξει τα τουριστικά σλόγκαν;), δείχνουν να κυριαρχούν ιδεολογικά.
Με κινητήριο μοχλό την «καλή» και έναν καιρό «προοδευτική»
Θεσσαλονίκη, όπως τη γνωρίσαμε σε μπουτίκ, μπαρ και χώρους αισθητικής
της δεκαετίας του ’70 και του ’80, με βασικό κορμό ένα χαλαρό, απολιτίκ
ακροατήριο, και φυσικά με την αμέριστη, έως σκανδαλώδη, συμπαράσταση των
καθεστωτικών ΜΜΕ, το μόρφωμα αυτό προβάλλει αυτάρεσκα το λάιφ στάιλ της
επιτηδευμένης ανεμελιάς του. Απεχθάνεται την «ξύλινη» γλώσσα, τους κάθε
είδους –ισμούς, και περισσότερο τον «λαϊκισμό» με το λάμδα παχύ,
καμαρώνοντας παράλληλα την αυθεντική μαγκιά και την ανυπόκριτη
αθυροστομία του αρχηγού.
Ο ανερμάτιστος πολιτικός βίος του τελευταίου, και η άνευ όρων
υποστήριξη ο,τιδήποτε νεοφιλελεύθερου κινείται στην πιάτσα, θεωρούνται
κοντόφθαλμες και μικρόψυχες λεπτομέρειες μπροστά στον υπερ πάντων αγώνα
των δυνάμεων του κοσμοπολιτισμού. Αν δεν χρησιμοποιούνται κι από πάνω
για το χτίσιμο του αντικομφορμιστικού προφίλ του ηγέτη. Από τη «Δράση»
που συνίδρυσε με τον Μάνο, μέχρι το ίδιο το μνημόνιο που θάπρεπε να
είχαμε επιβάλει μόνοι μας στη χώρα, κατά δήλωσή του, και από την
ιδιωτικοποίηση του πανεπιστημίου μέχρι την «Αλατίνη», την αγοραία
διαχείριση των σκουπιδιών, και τις παλινωδίες στην υπόθεση της
ιδιωτικοποίησης της ΕΥΑΘ, η πορεία δεν θα μπορούσε να είναι πιο βαμμένη
πολιτικά.
Αν βέβαια υπήρχε ακόμη πολιτική. Γιατί αυτό είναι κατά τη γνώμη μου
το ειδικό ενδιαφέρον της περίπτωσης: η κατά κράτος υποχώρηση της
πολιτικής έναντι της επικοινωνίας. Πώς αλλιώς μία εξώφθαλμα στρατευμένη
δημαρχία, έχει σαγηνεύσει, εκτός του αναμενόμενου συντηρητικού πληθυσμού
και ένα κομμάτι του κόσμου που αναγνωρίζει τον εαυτό του στην Αριστερά;
Πώς αλλιώς μπορεί να λειτουργεί ακόμη, έστω και μεταλλαγμένη, σε
καιρούς τόσο έντονης κρίσης και μετά από τόσα που μεσολάβησαν, η
αντιδεξιά ρητορική του ΠΑΣΟΚ του ’80;
Και στο μεταξύ η πόλη, δευτερεύουσα και άνεργη, παρακολουθεί
αποχαυνωμένη τον δικό της Ζάχο Χατζηφωτίου, να τη νουθετεί, να της
μαθαίνει τρόπους, να τη μαλώνει ενίοτε στοργικά και να της διδάσκει τα
βήματα ενός χορού παληομοδίτικου που ξαναήρθε στη μόδα σαν τα παληά
φουστάνια της μαμάς, ματαιωμένου όμως οριστικά μέσα στην παρακμή του.
Αυτό το πεντάλεπτο, πόσο ακόμη θα κρατήσει;
* Ο Νικήτας Μυλόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου