Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥΧΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ


ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΟΥΧΟΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ 

LARRY COOL
γὼ βασικὰ τὴν Ἀγγέλα θέλω νὰ γαμήσω.
Εἶναι Κυπραία, φοιτήτρια στο 5ο ἔτος τῆς Ἰατρικῆς, ἀναρχικιά.
Εἶναι συγκατοικός μου.
Ἔχω ἕνα δυάρι τῆς μάνας μου στὴν Ασκληπιοῦ καὶ τῆς νοίκιασα τὸ δωμάτιο μὲ τὴ σιφονιέρα. Ἀλλὰ δὲν μοῦ πληρώνει τὸ νοίκι.

Μπαίνω στο καθιστικό. Διαβάζει στὸν καναπὲ σταυροπόδι.
-Ἀγγέλα, τῆς λέω, μὲ πονάει τὸ δεξί μου ἀρχίδι· θέλεις νὰ τὸ ἐξετάσῃς;
-Εἶναι ἀπ’ τὴν ἀγαμησιά. Τράβα μιὰ μαλακία.
-Ἔχω τραβήξει πάνω ἀπὸ 500 γιὰ πάρτη σου.
-Ὅταν φθάσῃς τὶς 1000 ξαναέλα! Τώρα, ἔχω ἐξεταστική.
Οἱ γυναῖκες ποὺ δὲν θέλουν νὰ πηδηχτοῦν σοῦ λένε ὅτι ἔχουν ἐξεταστικὴ περίοδο ἤ τέλος πάντων κάποιου εἴδους περίοδο.
-Γιατί ρὲ Ἀγγέλα νὰ μὴν σὲ πηδήξω κι ἐγώ; Ἀφοῦ σ’ ἔχει πάρει ὅλη ἡ πλατεία Ἐξαρχείων καὶ οἱ πέριξ αὐτῆς δρόμοι!
Ἀγγέλα εἶναι πολυγαμική· κάθε βδομάδα φέρνει κι ἄλλο φρικιό στὸ σπίτι καὶ μὲ τρελαίνει νὰ τοὺς βλέπω νὰ κυκλοφοροῦν γυμνοὶ στὸ διαμέρισμα καὶ νὰ πηδιοῦνται πάνω στη σιφονιέρα τῆς σχωρεμένης τῆς μάνας μου. Γιατὶ λέει ὅτι τὴ “βρίσκει” πάνω στὴ σιφονιέρα…
-Ἀγγέλα μοῦ χρωστᾶς πάνω ἀπὸ ἕνα χρόνο νοίκια.
Χλαάτς! μοῦ ἀστράφτει ἕνα φοῦσκο!
-Ἐννοεῖς νὰ καθήσω νὰ μὲ πηδήξῃς γιὰ νὰ σοῦ ξεπληρώσω τὸ νοίκι;! Γιὰ πουτάνα μὲ πέρασες;! Φεύγω μαλάκα!
Πάει στὸ δωμάτιό της κι ἀρχίζει νὰ μαζεύῃ τὰ πράγματά της.
-Ὄχι ρὲ Ἀγγέλα, δὲν ἐννοοῦσα κάτι τέτοιο. Μεῖνε σὲ παρακαλῶ…
-Θὰ ξαναναφέρῃς τὸ θέμα τῶν ἐνοικίων;
-Ὄχι. Στὰ κάνω δῶρα γιὰ τὰ γενέθλιά σου ποὺ ’ναι σὲ λίγες μέρες.
-Ἄντε γαμήσου! Κραάπ! μοῦ κλείνει τὴν πόρτα στὰ μοῦτρα.
Νομίζω ὅτι μ’ ἐκμεταλλεύεται.

Κάθομαι μὲ τὸν Παῦλο στὴ λιακάδα, στὰ τραπεζάκια τοῦ “Φλοράλ”, καὶ πίνουμε φραπεδοῦμπες. Μεγάλη ἱστορία ὁ Παῦλος. Εἴκοσι χρόνια στὴν Ἰνδία καὶ δὲν κατάφερε νὰ “φωτιστῇ” ὁ μαλάκας. Θὰ σᾶς πῶ ἄλλη φορὰ γι’ αὐτόν. Διαβάζει εφημερίδα κι εγώ χαζεύω.
Ἐκείνη τὴ στιγμὴ φθάνει ἡ Ἀγγέλα μὲ τὴν enduro της. Φορᾶ ἕνα κοντὸ φόρεμα κι ὅπως ξεκαλικεύει τὴν ψηλὴ μηχανὴ φαίνεται γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ ἄσπρο βρακάκι της ἀπὸ κάτω στὸν καβάλο. Ἀποκάλυψις! Βλέπω τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ! Εἶναι ἡ τυχερή μου μέρα!
-Γεια σας, κάνει ἡ Ἀγγέλα.
-Γειά σου κοπελιά. Εἶμαι ὁ Παῦλος, φίλος τοῦ Λάρρυ.
-Κι ἐγὼ ἡ Ἀγγέλα.
Ξέρω καλὰ καὶ τὸν Παῦλο καὶ τὴν Ἀγγέλα. Χαριεντίζονται ἀνενδοίαστα μπροστὰ στὰ μάτια μου. Ὁ κολλητός μου φλερτάρει μὲ τὴν κοπέλα ποὺ ξέρει ὅτι εἶμαι ἐρωτευμένος, κι αὐτὴ ἡ γαϊδούρα, χα-χα-χοὺ καὶ χα-χα-χὰ μὲ τὶς χαζοϊστορίες ποὺ τῆς λέει ἀπὸ τὴν Ἰνδία καὶ ξέρει ὅτι ὑποφέρω.
Γίνομαι κίτρινος ἀπ’τὴ ζήλια. Δὲν ξέρω τί νὰ κάνω. Παίρνω τὴν ἐφημερίδα καὶ κάνω τἄχα ὅτι διαβάζω: «…τὸ ΤΑΙΠΕΔ πουλάει τὴ ΓΑΔΑ..,» -στ’ ἀρχίδια μου, συμπηρώνω ἕνα sudoku, ἕνα σταυρόλεξο, ἕνα τζόκερ, ὁ,τιδήποτε.., σηκώνομαι ἀπότομα καὶ φεύγω.
-Τί ἔπαθε αὐτός; Μύγα σὲ τσίμπησε; γελᾶ πίσω μου ἡ Ἀγγέλα.

Ντριιίν! τὸ κινητό μου χτυπᾶ μέσα στὴν ἄγρια νύχτα.
-Λάρρυ, βγάλε με ἀπὸ ’δῶ.., ἀκούω τὴ φωνὴ τῆς Ἀγγέλας πνιγμένη στ’ ἀναφιλητά.
-Τί συνέβη ἄγγελέ μου; Σοῦ ’κανε τίποτε αὐτὸς ὁ μαλάκας ὁ Παῦλος;!
-Ὄχι. ὄχι… Νά, μετὰ ἀπὸ λίγο ποὺ ἔφυγες ἀπ’ τὴν πλατεία, πλακώσανε τὰ ΜΑΤ κι ἄρχισαν νὰ μᾶς χτυπᾶνε. Μπήκαμε στὸ Φλοράλ νὰ γλυτώσουμε, ἀλλὰ μπῆκαν κι αὐτοὶ καὶ μᾶς χτυπούσανε ἀλύπητα. Μᾶς συλλάβανε καὶ μᾶς πήγανε στὴ ΓΑΔΑ, καὶ μᾶς σαπίσανε κι ἐκεῖ. Εὐτυχῶς ἦρθαν κάτι Συριζαῖοι δικηγόροι ἀλλιῶς θὰ μᾶς εἶχαν σκοτώσει. Καὶ τώρα γιὰ νὰ μ’ ἀφήσουν, θέλουν κάποιον νὰ ἐγγυηθῇ γιὰ μένα, καὶ δὲν ἔχω κανέναν γιατὶ οἱ δικοί μου εἶναι στὴν Κύπρο καὶ ὅλοι οἱ φίλοι μου ἔχουν φάκελο…
-Πῶς εἶσαι τώρα κορίτσι μου;
-Πονάω παντοῦ Λάρρυ μου.
-Ἠρέμησε, ἠρέμησε· ἔρχομαι ἀμέσως…
Σ’ ὅλο τὸ δρόμο τρέχοντας, ἐπαναλάμβανα: «Μὲ εἶπε, Λάρρυ μου! Μὲ εἶπε, Λάρρυ μου!»

Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ὧρες ταλαιπωρία στὴ ΓΑΔΑ εἴμαστε ἐπιτέλους σπίτι. Τὴν κάνω μπάνιο -ὅλο της τὸ σῶμα εἶναι μελανιασμένο ἀπὸ τὰ κλόμπς- τῆς καθαρίζω τὸ τραῦμα στὸ φρυδάκι της προσεκτικὰ μὲ βαμβάκι καὶ betantin, τὴ βάζω στὸ κρεβάτι, κλαίει, τὴν παρηγορῶ ψιθυριστὰ μέχρι νὰ τὴν πάρει ὁ ὕπνος. Ὅλη τὴ νύχτα κάθομαι δίπλα της κρατῶντας τὸ χέρι της.
Τὸ ψυχρὸ φῶς τῆς σελήνης μπαίνει ἀπ’ τὸ παράθυρο καὶ ξαφνικὰ νοιώθω νὰ πετρώνῃ στὸ στῆθος μου ἕνα τεράστιο μίσος γιὰ τοὺς μπάτσους. Χτύπησαν τὸ μωρό μου! Θὰ τοὺς ἐκδικηθῶ! Θὰ τοὺς γαμήσω τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία! Θὰ τοὺς πάρει ὁ διάολος τὸν πατέρα καὶ τὸ μουνὶ ποὺ τοὺς ξεπέταγε.

Τὴν ἄλλη μέρα εἶναι καλύτερα. Τῆς φέρνω πρωινὸ στὸ κρεβάτι καὶ τὴν ταΐζω. Χτυπᾶ ἡ πόρτα, εἶναι ὁ Παῦλος. Εἶναι ζόμπι· μαῦρος ἀπ’τὸ ξύλο μὲ βλέμμα χαμένο, ἀμίλητος. Κάτι κρατᾶ σφιγμένο στὴ γροθιά του καὶ μοῦ τὸ δείχνει.
-Τί ’ναι ρὲ Παῦλο; Μίλα! Τί ’ναι αὐτό;
-…
Μὲ παραμερίζει σπρώχνοντάς με καὶ πάει καὶ κάθεται σὲ μιὰ καρέκλα.
-Μίλα ρὲ Παῦλο, τί ἔχεις;
-Νερό… Λίγο νερό…
Τοῦ φέρνω καὶ τὸ ῥίχνει στὸ κεφάλι του.
-Θὰ μοῦ πεῖς ἐπιτέλους;
Ἀνοίγει τὴ γροθιά του καὶ μέσα ἔχει ἕνα τσαλακωμένο χαρτί.
Τὸ παίρνω, τὸ ξετσαλακώνω.
-Τί ’ναι αὐτό;
Πετάγεται πάνω καὶ μὲ πιάνει ἀπ’ τὸ λαιμὸ κοιτάζοντας ψηλὰ σὰν νὰ βλέπῃ ὄραμα!
-Τζόκερ, μαλάκα μου! Κέρδισες στὸ τζόκερ τρακόσια ἑκατομμύρια..! φωνάζει.
-Θὰ μὲ πνίξ.., οὔλπ!
Σωριάζεται στὴν καρέκλα· ἡ Ἀγγέλα λιποθυμάει στὸ κρεβάτι. Συνειδητοποιῶ τί μοῦ εἶπε κι ἕνα παρανοϊκό χαμόγελο σχηματίζεται στὰ χείλη μου. Μέσα μου ἀποκρυσταλώνεται ἕνα σατανικὸ σχέδιο… Ξέρω μὲ ἀκρίβεια τὶ πρέπει νὰ κάνω ἀπό ’δῶ καὶ πέρα.

πινακίδα στὴν πόρτα γράφει: ΑΛΕΞΗΣ ΚΟΥΓΙΑΣ – ΜΕΓΑΣ ΑΛΗΤΗΣ. Μοῦ ἀνοίγει μιὰ γκόμενα.
-Τί θέλετε παρακαλῶ;
-Θέλω νὰ δῶ τὸν ἀλήτη.
Πάει νὰ μοῦ κλείσῃ τὴν πόρτα ἀλλὰ τὴν ἐμποδίζω παρεμβάλλοντας στὸ ἄνοιγμα ἕνα πάκο πεντακοσάρικα.
-Ποιὸν ν’ ἀναγγείλω παρακαλῶ;
-Ἄσε μωρὴ ποὺ θὰ μᾶς ἀναγγείλῃς κιόλας!
Ἀνοίγω τὴν πόρτα τοῦ βρωμιάρη…
-Ποιὸς εἶστε, παρακαλῶ;! λέει θυμωμένα τὸ ὑπανθρωπάριο.
Τοῦ πετάω τὴ δεσμίδα πάνω στὸ γαφεῖο του καὶ τινάζεται πίσω σὰν νὰ τοῦ πέταξα μολότωφ. Ἀμέσως τὴ μαζεύει καὶ τὴν ἐξαφανίζει σ’ ἕνα συρτάρι.
-Ὁρῖστε, κύριε, τί θέλετε;
Δὲν βιάζομαι· τοῦ παίρνω ἕνα ποῦρο, κάθομαι στὴν πολυθρόνα, ἁπλώνω τὰ πόδια πάνω στὸ γραφεῖο του, τὸ ἀνάβω, καὶ ξεφυσῶντας τὸν καπνὸ ἀρχίζω…

πινακίδα στὴ μαρμάρινη πρόσοψη γράφει: ΤΑΙΠΕΔ – ΞΕΠΟΥΛΑΜΕ ΛΟΓῼ ΔΙΑΛΥΣΗΣ.
Μᾶς ἀνοίγει ἄλλη κότα.
-Ὤ, καλησπέρα σας κύριε Κούγια.
-Καλησπέρα Εὐδοξία. Εἶναι μέσα ὁ πρόεδρος;
-Φοβᾶμαι ὅτι δὲν μπορεῖτε νὰ τὸν δεῖτε. Αὐτή τὴ στιγμὴ ἀξιολογοῦν τὶς προσφορὲς γιὰ τὴ ΓΑΔΑ.
-Πάνω στὴν ὥρα ἤρθαμε, λέω καὶ τὴν σπρώχνω στὴν ἄκρη.
Μπαίνουμε στὴν αἴθουσα συνεδριάσεων. Καμιὰ δεκαριὰ λαμόγια κωλόγεροι κάθονται γύρω ἀπὸ ἕνα μεγάλο, μαῦρο τραπέζι σὰν φέρετρο. Μᾶς κοιτάζουν ἔκπληκτοι!
-Κύριε Κούγια..!
-Κύριοι, ὁ μεγαλοεπενδυτὴς τὸν ὁποῖο ἐκπροσωπῶ προσφέρει τὸ διπλάσιο τοῦ ποσοῦ τῆς ὑψηλότερης μέχρι τώρα προσφορᾶς ποὺ σᾶς ἔχει κατατεθῇ γιὰ τὴν ἀγορὰ τοῦ ἀκινήτου τοῦ ἐπὶ τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας στὸ ὁποῖο στεγάζεται ἡ Γενικὴ Ἀστυνομικὴ Διεύθυνση Ἀττικῆς…
γὼ ἐντωμεταξύ, ἐπειδὴ βαριέμαι αὐτές τὶς μαλακίες, ἔχω ξαπλώσει σ’ ἕναν καναπὲ καὶ καπνίζω ἕνα ποῦρο ἀπ’ αὐτὰ ποὺ πῆρα καβάτζα ἀπὸ τὸ γραφεῖο τοῦ ἀλήτη.
-Κύριε Κούγια, πῶς μπορεῖ νὰ γίνῃ κάτι τέτοιο..; Ἡ ἡμερομηνία κατάθεσης τῶν προσφορῶν ἔχει παρέλθει…
-Κοντέ, χώσ’ τους τα! διατάζω χωρὶς νὰ στραφῶ, κοιτάζοντας στὸ κενό.
Κούγιας ἀδειάζει τὴ μεγάλη, γεμάτη τσάντα του πάνω στὸ τραπέζι σχηματίζοντας ἕνα λόφο ἀπὸ δεσμίδες μὲ πεντακοσάρικα. Τὰ λαμόγια ἁπλώνουν τὰ χέρια καὶ τὰ ἐξαφανίζουν ἀμέσως στὶς τσέπες τους. Λέει τότε ὁ πρόεδρος πρὸς τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς:
-Κύριοι, λόγῳ τοῦ σημαντικοῦ κέρδους ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκομίσῃ τὸ δημόσιο ἀπὸ τὴν τελευταία προσφορά, προτείνω νὰ ἐπανεξετάσουμε τὸ τυπικὸ θέμα τῆς καταληκτικῆς ἡμερομηνίας κατάθεσης τῶν προσφορῶν…

ἐπιγραφὴ πάνω ἀπὸ τὴ μνημειακὴ εἴσοδο τοῦ μεγάρου γράφει: ΓΕΝΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΘΗΝΩΝ.
-Γειὰ σας κύριε Κούγια, χαιρετᾶ ὁ ὑπασπιστὴς τοῦ ἀρχηγοῦ.
-Γειά σου Θωμᾶ.
-Μέσα εἶναι ὁ ἀρχηγός;
Ὁ ὑπασπιστής τὸν ἀναγγέλλει ἀπὸ τὸ ἐσωτερικὸ τηλέφωνο:
-Ἀρχηγέ, ὁ κύριος Κούγιας.
-Νὰ περάσῃ.
Μπαίνουμε σὲ μιὰ γραφειάρα.
-Ἀρχηγέ, ὁ κύριος Λάρρυ ἀπὸ δῶ εἶναι μεγαλοεπενδυτὴς καὶ εἶναι ὁ νέος ἰδιοκτήτης τοῦ μεγάρου ποὺ στεγάζεστε. Ὁρῖστε τὰ συμβόλαια.
Μὲ κοιτάζει ἔκπληκτος καὶ μὲ ἀπέχθεια. Φορῶ ἕνα λεκιασμένο t-shirt, σκισμένη βερμούδα, καὶ σαγιονάρες στὰ πανβρώμικα πόδια μου. Κοιτάζει καὶ τὰ συμβόλαια. Ὁ κοντὸς τοῦ χώνει ἕνα ἀκόμα χαρτὶ καὶ τοῦ λέει:
-Ὁ πελάτης μου σᾶς κάνει ἔξωση. Λυπᾶμαι πολὺ, ἀργηγέ.
Ὁ μπάτσος τὸν κοιτάζει καὶ ξεσπᾶ σὲ γέλια.
-Χα-χα-χά! Τί μᾶς λέτε κύριε Κούγια! Γίνονται αὐτὰ τὰ πράγματα; Χα-χα-χά!
κοντὸς σχηματίζει ἕναν ἀριθμὸ στὸ κινητό του:
-Ἀλέξης Κούγιας ἐδῶ. Τὸν κύριο ὑπουργό παρακαλῶ… Ναί, κύριε ὑπουργέ, γιὰ τὴν ὑπόθεση τῆς ΓΑΔΑ γιὰ τήν ὁποία σᾶς ἔχω ἐνημερώσει… Ναί, ναί, σᾶς δίνω τὸν κύριο ἀρχηγό.
Ὁ κοντὸς δίνει τὸ κινητὸ στὸν ἀρχηγό.
-Τὰ σέβη μου κύριε ὑπουργέ.
-Κάνε ὅτι σοῦ λέει ὁ Κούγιας. Τὸ Μαξίμου εἶναι ἐνήμερο. Οἱ ἐντολὲς ὰπὸ τὴν τρόϊκα εἶναι νὰ πουληθοῦν τὰ ἀκίνητα πάσῃ θυσίᾳ. Εἶσαι ὑπεύθυνος ἄν χάσουμε τὸν μεγαλοεπενδυτή… Κλίκ!
Μένει ἄναυδος. Τὸν χτυπῶ συμπονετικὰ στὴν πλάτη λέγοντας:
-Σὲ καταλαβαίνω ἀρχηγέ μου, ἀλλὰ δυστυχῶς πρέπει νὰ διατάξῃς ἄμεση ἐκκένωση τοῦ κτιρίου… Εἶμαι ὁ μεγαλοεπενδυτὴς βλέπεις…

Tηλεφωνῶ στὸν Παῦλο:
-Ἔλα μαλάκα, θέλω νὰ κάνω ἕνα πάρτυ-ἔκπληξη στὴν Ἀγγέλα ποὺ ἔχει τὰ γενέθλιά της σήμερα. Πήγαινε στὴν πλατεία καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς φίλους της τοὺς ἀναρχικοὺς στὴ ΓΑΔΑ.
-Στὴ ΓΑΔΑ;
Θἄχει καλὸ φαΐ καὶ ποτό, δωρεὰν καὶ ὅσο θέλουν· καὶ staf πρώτης ποιότητας.
-Στὴ ΓΑΔΑ;
-Πὲς καὶ στὸν Τάσο τὸν Σαγρῆ νὰ φέρει συγκροτήματα, φωτιστικὰ καὶ ἠχητικά.
-Στὴ ΓΑΔΑ;
-Καὶ μὴ πεῖς τίποτε στὴν Ἀγγέλα Πάρ’τη κι ἐλᾶτε. Θέλω νὰ τῆς κάνω ἔκπληξη. Ἐντάξει; Κλίκ!
Παίρνω καὶ μερικὰ ἀκόμη τηλέφωνα σὲ κάβες καὶ σὲ catering.

Οἱ περαστικοὶ τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας βλέπουν ἕνα παράξενο θέαμα. Μπάτσοι βγαίνουν ἀπ’ τὴ ΓΑΔΑ ταπεινωμένοι, μὲ σκυμμένο κεφάλι καὶ στέκονται στὴ μέση τοῦ δρόμου μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες, ἀμίλητοι, θλιμμένοι, χαμένοι, ἐνῷ ζωηρὰ φρικιὰ καὶ χαρωποὶ ἀναρχικοὶ μπαίνουν γελῶντας. Παρκάρουν καὶ καμιά δεκαριά φορτηγὰ ἀπ’ ἔξω, κι ἀρχίζουν νὰ ξεφορτώνουν κοῦτες μὲ φουά-γκρὰ, χαβιάρια, ἑφτάστερα μπράντυ, σαμπάνιες τῶν 1000 εὐρὼ τὸ μπουκάλι.., ποὺ δὲν τὰ ’χουν δεῖ οὔτε στὸν ὕπνο τους οἱ σκαφάτοι στὰ πάρτυ τοῦ Νάμος στὴ Μύκονο. Ἔρχονται καὶ κάτι παλικάρια Κρητικοὶ καὶ Κλαματιανοὶ κουβαλῶντας στὴ πλάτη μυρωδάτα τσουβάλια.
Ὁ Τάσος ὁ μαέστρος δίνει τὸ σύνθημα: «Ὅλες οἱ μουσικὲς στὴ διαπασόν!» Καὶ γίνεται τῆς πουτάνας!
Κάθε ὄροφος καὶ stage. Παίζουν σὰν τρελοί! Σὲ σύγκριση μὲ τὸ πανδαιμόνιο ποὺ γίνεται, ἡ κόλαση εἶναι ἡσυχαστήριο.
Ἀπ’ ὅλα τὰ παράθυρα τοῦ μεγάρου ἀνωθρώσκει μυρωδάτος καπνός, λὲς καὶ τὸ κτίριο ἔχει πιάσει φωτιά. Τὰ συντρόφια χορεύουν, τρῶνε, πίνουν γίνονται πίτα. Κι ὅταν οἱ ἀναρχικοὶ γίνονται πίτα τοὺς βγαίνει μιὰ συμπόνια, μιὰ καλοσύνη. Λυποῦνται τοὺς καημένους, τοὺς ἄστεγους μπάτσους ποὺ τοὺς ἔχουν πετάξει στὸ δρόμο, καὶ βγαίνουν στὰ παράθυρα καὶ φωνάζουν ῥυθμικά:
-Μπάτσοι – γουρούνια – δολοφόνοι, μπεῖτε – κανένας δὲν πληρώνει!
ἀρχηγὸς ὠρύεται:
-Μὴν τολμήσῃ νὰ πάει κανένας, θὰ τοῦ κόψω τὰ ποδάρια!
-Γιατί ἀρχηγέ; Αὐτοὶ τρῶνε καὶ πίνουν κι ἐμεῖς στὴν ἀπ’ ἔξω;
Δειλά-δειλά, ἀρχίζουν ν’ ἀνεβαίνουν τὶς σκάλες.
Ἐντωμεταξύ, ἀπὸ τὸ χαμὸ ποὺ γίνεται, ξυπνᾶνε οἱ καρκινοπαθεῖς τοῦ νοσοκομείου “Ἅγιος Σάββας” ποὺ εἶναι δίπλα στὴ ΓΑΔΑ, καὶ ἔρχονται νὰ δοῦνε τί γίνεται, μὲ τὶς πιτζάμες καὶ τοὺς ὀροὺς στὰ χέρια, ὄρθια σκέλεθρα, μακάβρια ὄντα, καὶ τὰ συντρόφια φουλάρουν τοὺς ὀροὺς μὲ vodka καὶ τὸ πάρτυ ἀποκτᾶ μιὰ αὐθεντικὴ gothic χροιά.
κατάσταση βγαίνει ἐκτὸς ἐλέγχου ἐντελῶς. Ἀναρχικοί, μπάτσοι κι ἑτοιμοθάνατοι χορεύουν ὅλοι μαζὶ ἀγκαλιασμένοι κι ἀδελφωμένοι, καπνίζοντας τεράστιους μπάφους. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς καρκινοπαθεῖς καταρρέουν ἐπὶ τόπου καὶ τοὺς βάζουν στὴν ἄκρη γιὰ νὰ κάνουν χῶρο νὰ χορέψουν… Ἀλλά οἱ περισσότεροι ἔχουν θεαματικὰ ἀποτελέσματα· ἀναρρώνουν γρήγορα καὶ τὸ γυρίζουν σὲ τσάμικο καὶ κάνουν φιγοῦρες καὶ τσαλιμάκια καί.., σκέφτομαι μήπως ἡ ἰατρικὴ θὰ ἔπρεπε νὰ στραφῇ πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση γιὰ νὰ βρῇ τὸ φάρμακο τοῦ καρκίνου. Ἀλλὰ πάλι ποιός εἶμ’ ἐγὼ ποὺ θὰ ὑποδείξω στὴν ἐπιστήμη τί πρέπει νὰ κάνῃ…
Τότε ἕνας μπάτσος φωνάζει:
-Συνάδελφοι εἶμαι πούστης! Βαρέθηκα νὰ κρύβομαι μιὰ ζωή! Γουστάρω τοὺς ἀναρχικούς!
Τὸ πλῆθος ξεσπᾶ σὲ χειροκροτήματα καὶ οὐρανομήκεις ἰαχές. Παίρνουν θάρρος κι ἄλλοι μπάτσοι καὶ ἐκδηλώνονται ἀνοιχτά. Μένω ἔκπληκτος! Πάνω ἀπὸ 60% τοῦ σώματος εἶναι ὁμοφυλόφιλοι. Δὲν φανταζόμουν ὅτι εἶναι τέτοιο κωλομπαριὸ ἡ ἀστυνομία μας…
ντωμεταξὺ ἐγὼ ψάχνω τὴν Ἀγγέλα μέσα στὸ πλῆθος. Ἀνεβαίνω τοὺς ὀρόφους, ἀνοίγω τὶς πόρτες τῶν γραφείων, βλέπω ὡραῖες μπατσίνες μὲ κατεβασμένα τὰ ὑπηρεσιακὰ παντελόνια τους νὰ τὶς πηδοῦν ἀπὸ πίσω τὰ φρικιά, φθάνω λαχανιασμένος στὸν τελευταῖο ὄροφο κι ἀνοίγω τὴν πόρτα τοῦ ἀργηγοῦ. Καὶ τί βλέπουν τὰ ματάκια μου, τοῦ δυστυχοῦς;! Τὴν Ἀγγέλα πάνω στὴν γραφειάρα μ’ ἀνοιχτὰ τὰ πόδια, νὰ τὴν πηδάει ὁ Βροῦτος ὁ Παῦλος.
λος ὁ κόσμος καταρρέει, ἡ ζωὴ δὲν ἔχει πλέον νόημα γιὰ μένα. Πηγαίνω ἀργὰ σὰν ὑπνοβάτης πρὸς τὸ παράθυρο καὶ τὸ ἀνοίγω. Ἡ Ἀγγέλα κι ὁ Παῦλος σταματοῦν καὶ μὲ κοιτάζουν μὲ κομμένη ἀνάσα. Κοιτάζω κάτω, εἶναι πολύ ψηλὰ καί.., κάνω μεταβολὴ καὶ φεύγω, ὁπότε ἀκούω τὸν Βροῦτο νὰ λέει διστακτικά:
-Ἔε.., μᾶς κλείνεις τὸ παράθυρο σὲ παρακαλῶ γιατὶ εἴμαστε γυμνοὶ καὶ κάνει ῥεῦμα;
Καὶ τί κάνω ὁ μαλάκας! Τί κάνω; Σωστὰ μαντέψατε· γυρίζω καὶ κλείνω τὸ παράθυρο νὰ μὴν κρυώσῃ ἡ ἄπιστη…
Κατεβαίνω περίλυπος τὶς σκάλες. Ἕνας μπάτσος ρωτάει ἕνα φρικιό:
-Φιλαράκι, πῶς φτιάχνετε τὶς μολότωφ;
-Εἶναι ἁπλό… λέει ὁ ἄλλος καὶ τοῦ δείχνει.
Κι ἀρχίζουν ὅλοι νὰ φτιάχνουν μολότωφ μὲ σκωτσέζικο οὐΐσκυ εἴκοσι ἐτῶν καὶ νὰ τὶς πετοῦν ὅλοι πρὸς ὅλους, φρικιά, καρκινοπαθεῖς, μπάτσοι, καὶ ἡ κατάσταση παίρνει ἀνεξέλεγκτη καὶ πολύ ἐπικίνδυνη τροπὴ καὶ εἶμαι σίγουρος ὅτι τὸ πάρτυ γενεθλίων θὰ καταλήξῃ σὲ τραγωδία.
Οἱ φόβοι μου ἐπαληθεύονται καὶ τὸ μέγαρο πιάνει φωτιὰ καὶ ὅλοι τρέχουν σὰν ποντίκια καὶ τὸ ἐγκαταλείπουν, καὶ εὐτυχῶς δὲν θρηνοῦμε ἀνθρώπινα θύματα.
Βλέπω τὸν ἀρχηγὸ ποὺ κάθεται στὸ πεζοδρόμιο, ἀπέναντι στὸ ἰατρικὸ κέντρο “Διάγνωση” καὶ πάω καὶ κάθομαι δίπλα του. Κλαίει…
-Ἡ ΓΑΔΑ μου, ἡ ΓΑΔΑ μου.., πάει ἡ ὡραία μου ΓΑΔΑ…
-Μὴν κάνεις ἔτσι ἀρχηγούλη μου· θὰ σοῦ χτίσουν ἄλλη καλύτερη καὶ μεγαλύτερη.
Καὶ τοῦ δίνω ἕνα χαρτομάντηλο νὰ σκουπίσῃ τὰ δάκρυά του. Καὶ τοῦ χαϊδεύω τὴν καράφλα γιὰ νὰ τὸν παρηγηρήσω. Καὶ μὲ πιάνουν καὶ μένα τὰ κλάματα.
-Ἐσὺ γιατί κλαῖς λεβέντη μου;
-Ἄχ, ἀρχηγέ μου! Σπατάλησα 300 ἑκατομμύρια γιὰ μιὰ γυναίκα κι αὐτὴ μὲ πρόδωσε μὲ τὸν καλύτερό μου φίλο.
-Ἔτσι εἶναι παιδί μου, ὅλες πουτάνες εἶναι ἐκτὸς ἀπ’ τὶς μανάδες μας…
Καὶ λέγοντας αὐτὰ τὰ σοφὰ λόγια, σηκωνόμαστε καὶ περπατᾶμε σκυφτοὶ κι ἀμίλητοι -δυὸ μαῦρες σκιὲς στὸ μεγάλο δρόμο- πρὸς τὰ κάτω, πρὸς τὴν ὁδὸ τῶν Πατησίων…

Θέλετε νὰ μάθετε καὶ τὸ τέλος; Ἐγκαταστάθηκε κι ὁ Παῦλος στὸ σπίτι μου, καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς δυό τους δὲν πληρώνει νοίκι, καὶ πηδιοῦνται ὅλη τὴν ὥρα πάνω στὴ σιφονιέρα τῆς κακομοίρας τῆς μάνας μου καὶ θὰ μοῦ τὴ σπάσουν στὸ τέλος…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου