Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Η παθητικότητα της κρίσης

Η παθητικότητα της κρίσης

Βασίλειος Χριστόπουλος
Είναι γεγονός ότι η οικονομική κρίση και η διαχείρισή της από το πολιτικό μνημονιακό καθεστώς με την καθοριστική συμβολή των συστημικών ΜΜΕ έχει καλλιεργήσει στην κοινωνία, πέραν όλων των άλλων, τα συναισθήματα του φόβου και της εγκατάλειψης. Έτσι, από την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας έχουμε μια φοβική πρόσληψη της οικονομικής κρίσης που εμπεδώνεται και ριζώνει ως τέτοια στο φαντασιακό της κοινωνίας. Αυτή η φαντασιακή επικυριαρχία («φαντασιακή θέσμιση», με όρους Κ. Καστοριάδη) της κρίσης οδηγεί την κοινωνία στον φόβο, στην αδράνεια και στην αίσθηση της ματαιότητας για κάθε διαδικασία δημοκρατικής συμμετοχής, δηλαδή στην ηττοπάθεια. Απέχει η κοινωνία από κάθε συλλογική και συμμετοχική διαδικασία, έχει εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια κατάκτησης μιας αγωνιστικής στάσης και μιας προσωπικής ελευθερίας.
Έτσι αυτό που πρώτα πλήττεται από την κρίση, εδώ στην Ελλάδα, είναι η δημοκρατία, η συλλογικότητα και η συμμετοχή που καλλιεργούν τη συνείδηση της ελπίδας και την αίσθηση της ελευθερίας. Και αυτό που κερδίζει είναι ο φόβος, η ματαιότητα, και τελικά η ιδιωτικοποίηση. Το αποτέλεσμα είναι η οχύρωση μέσα στο σπίτι και το κόλλημα στον καναπέ. Και όταν κάποιος βγαίνει από το σπίτι, αυτό που τον διακατέχει είναι η οργή και η βία. Η βία κατά κάποιου άλλου, αλλά και κατά του ίδιου του εαυτού του.

Αν η προηγούμενη εκτίμηση είναι σωστή, προκύπτει το γενικό συμπέρασμα πως η κοινωνία, παρά την κρίση και τα προβλήματα που βιώνει, βρίσκεται σε μια ψυχολογική κατάσταση φόβου, αδράνειας και αίσθησης ματαιότητας.

Τι μπορεί να γίνει για μια κοινωνική αφύπνιση, μια αγωνιστική στάση της κοινωνίας, για ένα δημιουργικό ξεπέρασμα της κρίσης; Και βέβαια δεν εννοούμε να επιστρέψουμε στην προ κρίσης εποχή.

Το πρώτο που μπορούμε να πούμε, αν και πρόκειται για ταυτολογία, είναι πως ζητούμενο παραμένει η δημοκρατική ενεργοποίηση και συμμετοχή της κοινωνίας.

Τα τελευταία χρόνια της οικονομικής χρεοκοπίας και της κοινωνικής κρίσης, αναπτύχθηκαν πολλές προσπάθειες από τα κάτω μέσα από τη δημιουργία νέων συλλογικοτήτων, νέων πυρήνων δημοκρατίας για μικρές διεκδικήσεις επιβίωσης, όπως οι πλειστηριασμοί κατοικιών, απολυμένοι στους χώρους δουλειάς, εναλλακτικά ανταλλακτικά δίκτυα, δομές αλληλεγγύης, κλπ. Μικρά τοπικά κινήματα που λειτουργούν με άμεση δημοκρατία και εντάσσονται στη γενική κατεύθυνση του κινήματος Αλληλεγγύης, Αντίστασης, Ανατροπής. 
Οφείλουμε, όμως, να ομολογήσουμε, ότι τα κινήματα αυτά δεν είναι μαζικά και, στην πλειοψηφία τους στις περισσότερες περιπτώσεις, αποτελούν πρωτοβουλίες κάποιων δραστήριων μελών κομμάτων και ομάδων της Αριστεράς, ερήμην της πλατειάς κοινωνίας, η οποία παρακολουθεί απαθής.

Σε παλαιότερο άρθρο μας με τίτλο «Kοινωνική συμμετοχή και οι λαϊκές συνελεύσεις της κρίσης», είχαμε μιλήσει για αυτά τα μικρά κινήματα που δημιούργησε η κοινωνία τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης.

Και είχαμε σημειώσει ότι τα κινήματα αυτά παραμένουν περιθωριακά συγκριτικά με το μέγεθος της κρίσης. Παρά τον περιθωριακό χαρακτήρα τους, έχουν τη συναίνεση μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Η κοινωνία στην πλειοψηφία της τα βλέπει με συμπάθεια, και συμφωνεί στους στόχους τους. Αλλά αυτή η συναίνεση και συμπάθεια είναι σε μεγάλο βαθμό επίπλαστη.
Η κρίση φαίνεται πως λειτουργεί μέσα σε μια αντίφαση. Ενώ δείχνει να αναδεικνύει τη σημασία και τις στενές σχέσεις ανάμεσα σε ηθικές, κοινωνικές αξίες και πολιτικά αιτήματα, την ίδια στιγμή η εποχή μας συνεχίζει να τα αρνείται και να οδηγεί τον άνθρωπο στην απομόνωση και στην ιδιώτευση. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι άνθρωποι υιοθετούν, επικαλούνται, συχνά εκφωνούν, τέτοιες έννοιες χωρίς αυτές να εκφράζουν τις βαθύτερες διαθέσεις και ανάγκες τους.

Κι όταν δεν εκφράζουν τις βαθύτερες διαθέσεις μας και αφήνουμε τους άλλους να τις υπηρετούν, στην ουσία τις αρνούμαστε.

Παρά το ότι τις αρνούμαστε, δείχνουμε να τις επικαλούμαστε και να τις επιζητούμε. 

Στην Ελλάδα της κρίσης επικαλούμαστε και φωνάζουμε:
Για κοινωνική Αλληλεγγύη, αλλά κοιτάζουμε την πάρτη μας.
Για Αντίσταση στην κρίση και στα μέτρα, αλλά αποφεύγουμε να βγούμε στο δρόμο και κλεινόμαστε στο σπίτι μας.
Για δημοκρατία και συμμετοχή, αλλά παραμένουμε καρφωμένοι στον καναπέ μας.
Κι όσοι φωνάζουμε για πολιτική ανατροπή, περιμένουμε την ημέρα των εκλογών να ψηφίσουμε και μετά να στηθούμε στην τηλεόραση να πληροφορηθούμε αν έγινε.

Μα πού πήγε η πολιτικοποίηση του νεοέλληνα, πού βρίσκεται, πού χάθηκε;
Μια ερμηνεία μας δίνει ο πολιτικός στοχαστής Νίκος Ηλιόπουλος. Ερευνώντας το χαρακτήρα της συμμετοχής και της πολιτικοποίησης των Νεοελλήνων τα τελευταία χρόνια, θεωρεί πως το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της πολιτικοποίησης τους είναι η προσήλωση στην «καθεστηκυία πολιτική».

«Μια τέτοια πολιτικοποίηση απολύτως δικαιολογημένα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παθητική και χειραγωγημένη. Επειδή όμως είναι σε μεγάλο βαθμό εθελούσια και γίνεται με τη συναίνεση των ενδιαφερομένων, πρόκειται στην ουσία για μια αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική πολιτικοποίηση….

Η πιο αυξημένη σε σύγκριση με τους άλλους δυτικοευρωπαίους πολιτικοποίηση των σημερινών Ελλήνων δεν τους προφυλάσσει από την ιδιωτικοποίηση και τον ατομικισμό».

Τα προτάγματα για τον Ηλιόπουλο είναι προφανή: «η έξοδος από την απάθεια-αδιαφορία και την ιδιώτευση, η πραγματική πολιτικοποίηση, η συμμετοχή σε συλλογικές πράξεις, μόνο έξω από το σύστημα της «καθεστηκυίας» πολιτικής μπορούν να γίνουν».


Το συμπέρασμα από την προηγούμενη ερμηνεία δείχνει να είναι προφανές: Διαπαιδαγωγηθήκαμε για πολλά χρόνια με αυτόν τον τρόπο. Πέρα από τον άκρατο καταναλωτισμό, τη θεοποίηση των υλικών αξιών, την υποτίμηση της συντροφικότητας και της συλλογικής ευθύνης, την απουσία πνευματικής ζωής κλπ, διαπαιδαγωγηθήκαμε έτσι: Να εκφράζουμε την πολιτικοποίησή μας, να πραγματώνουμε τη δημοκρατική συμμετοχή μας στην ασφάλεια της καθεστηκυίας πολιτικής αλλά και των κατεστημένων θεσμών. Για να μην πούμε και στην ασφάλεια της καθεστηκυίας εξουσίας.

Ακόμη και οι συνδικαλιστικές μας υποχρεώσεις και ευθύνες, για την πλειοψηφία διενεργούνται στα πλαίσια του κρατικού, του εργοδοτικού, σε κάθε περίπτωση του συστημικού συνδικαλισμού. Δεν είναι άσχετο ότι ο συνδικαλισμός τις τελευταίες δεκαετίες ήταν κυρίως κρατικός και εργοδοτικός. Η κοινωνική ομάδα με τη μεγαλύτερη κινητικότητα, οι δημόσιοι υπάλληλοι, έμαθαν να κινούνται πάντα στην ασφάλεια του κράτους. 

Αυτή η «αλλοτριωμένη πολιτικοποίηση» στις νέες αβέβαιες συνθήκες της κρίσης, όχι μόνο μας εμποδίζει να λειτουργήσουμε δημοκρατικά, αλλά μας οδηγεί βαθύτερα στα σκοτάδια του φόβου και της ιδιώτευσης. Παρότι αναγνωρίζουμε πως η κοινωνική αλληλεγγύη και η κοινωνική αντίσταση είναι αναγκαίες όσο ποτέ άλλοτε, τις αφήνουμε στους άλλους, στους λίγους.

Πώς μπορούμε από την ψυχολογική κατάσταση του φόβου, της αδράνειας, της ιδιωτικοποίησης να περάσουμε σε μια κατάσταση της συμμετοχής και της δημοκρατίας; Σε μια πραγματική πολιτικοποίηση έξω και ενάντια στο σύστημα της «καθεστηκυίας» πολιτικής;

Χρειάζεται η αγωγή, η εκπαίδευση, που ποτέ δεν είχαμε;

Μήπως ο μνημονιακός χρόνος της κρίσης για τη νέα αγωγή και εκπαίδευση που χρειαζόμαστε δεν ήταν αρκετός; Μήπως απαιτείται κι άλλος μνημονιακός χρόνος;
Ή αρκεί κάποιος καταλύτης, ένας σπινθήρας, να προκαλέσει μια κοινωνική έμπνευση, μια δημοκρατική αφύπνιση; Ο χρόνος, μέσα από τα προσεχή γεγονότα, θα μας το δείξει.

Υ.Γ. Αφορμή για το κείμενο έδωσαν πρόσφατα αποτελέσματα συνδικαλιστικών εκλογών σε επαγγελματικούς κλάδους, σύμφωνα με τα οποία τα κύρια συστημικά κόμματα (ΝΔ και Πασοκ) διατηρούν ισχυρή βάση. Πρόκειται για κλάδους που έχουν πληγεί από τα μνημόνια με μειώσεις μισθών, διαθεσιμότητες, ανεργία, ακόμη και άσκηση τρομοκρατίας. Τελευταίο παράδειγμα οι δάσκαλοι – νηπιαγωγοί, όπου η συγκυβέρνηση διατήρησε μια, σχεδόν, πλειοψηφική βάση.

*Βασίλειος Χριστόπουλος, Κοινωνική συμμετοχή και οι λαϊκές συνελεύσεις της κρίσης», Η ΕΠΟΧΗ, 30/3/2014 και (συμπληρωμένο) TVXS, 6/4/2014.

Βασίλειος Χριστόπουλος είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου