Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Πόσοι μαζί τα φάγανε;

Πόσοι μαζί τα φάγανε;

Χρήστος Λάσκος
Το ερώτημα του τίτλου προφανώς υπονοεί πως δεν είμαστε όλοι που μαζί τα φάγαμε.
Θα μου πείτε πως αυτό είναι τόσο αυτονόητο που η επίκλησή του συνιστά κάτι σαν «κλοπή εκκλησίας». Στην πραγματικότητα ούτε ο Πάγκαλος το εννοούσε.
Οπως σημείωσε ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος σχετικά το περασμένο Σάββατο, το «όλοι μαζί τα φάγαμε» ήταν μια γενίκευση στο πλαίσιο μιας πολεμικής που διαβάστηκε εκ του πονηρού από όσους θέλησαν να την απορρίψουν.
Αυτό που ήθελε να τονίσει ο Πάγκαλος ήταν πως δεν υπήρξαν μόνο οι δακτυλοδεικτούμενοι -πολιτικοί και άλλοι- που ευνοήθηκαν στην «εποχή της κραιπάλης», αλλά πολύ περισσότεροι. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού συμμετείχε, σε διαφορετικούς βαθμούς ευθύνης και ενοχής, στο μεγάλο φαγοπότι. Και ένα μεγάλο μέρος αυτού του μεγάλου μέρους εμφανίζεται σήμερα αθώο του αίματος και αποτασσόμενο τους «υπεύθυνους της καταστροφής».

Ξεκαθαρίζω λοιπόν εξαρχής πως καθόλου δεν πιστεύω πως υπεύθυνοι των δεινών μας είναι 200 οικογένειες και τα τσιράκια τους, ενώ όλοι οι υπόλοιποι συνιστούν το 99% των μη προνομιούχων συνελλήνων.

Δεν βάζω καθόλου στην ίδια κατηγορία τον μεσαίο (;) έμπορο και την υπάλληλό του, που έκανε δωρεάν υπερωρίες και πληρωνόταν ως μερικής απασχόλησης ενώ δούλευε οχτάωρα και παραπάνω.

Δεν μου διαφεύγει το γεγονός πως ένα μεγάλο τμήμα αυτοαπασχολούμενων και επιχειρηματιών διαφόρων μεγεθών φοροέκλεβαν ασυστόλως και συνέβαλαν καθοριστικά πολύ πατριώτες, συνήθως οι ίδιοι κατά δήλωσή τους, στα σημερινά «δεινά της πατρίδος». Ούτε πως τμήματα και μισθωτών, του Δημοσίου και όχι μόνο, αξιοποιώντας και πελατειακές λεωφόρους περνούσαν μια χαρά συμμετέχοντας σε μια αναδιανομή σε βάρος της μισθωτής εργασίας συνολικά.

Θέλω να πω ότι ξέρω καλά πως το σύστημα -μια χαρά λέξη- αναπαράγεται με τη διαμόρφωση ευρειών κοινωνικών συμμαχιών. Πως δεν φτάνει ο ιδεολογικός φενακισμός, αλλά απαιτούνται και πολύ αμεσότερα υλικά ανταλλάγματα για πολλούς από τους υποστηρικτές του. Με άλλα λόγια πως, εκτός από τους καπιταλιστές, μικρούς και μεγάλους, απαιτούνται και τάξεις-στηρίγματα, κατά την ορολογία του Πουλαντζά, για να δουλέψει το πράγμα. Και υπήρξαν τέτοια στηρίγματα και το πράγμα δούλεψε.

Το «όλοι μαζί τα φάγαμε» όμως κάθε άλλο παρά αυτό λέει.

Αυτό που κάνει είναι να απαλλάσσει τους Πάγκαλους μαζί με τα στηρίγματά τους, τάξεις και πρόσωπα. Και αποδίδοντας τα «προβλήματα» στη διαφθορά, όχι ως εκτεταμένο αλλά ως απολύτως πλειοψηφικό φαινόμενο, να αποκρύπτει πως ο ελληνικός καπιταλισμός περισσότερο από διαφθαρμένος (sic) υπήρξε διαχρονικά ίσως ο πιο εκμεταλλευτικός σε ευρωπαϊκό -και όχι μόνο- επίπεδο.

Γι’ αυτό και ο Γιαννουλόπουλος αστοχεί όταν μέμφεται τον ΣΥΡΙΖΑ ότι «καλλιεργεί συστηματικά την αίσθηση πως για τα προβλήματα δεν φταίμε ποτέ εμείς, αλλά πάντα κάποιοι άλλοι». Το πρόβλημα βρίσκεται ακριβώς στη χρήση αυτού του «εμείς». Ποιοι είμαστε εμείς; Γιατί προφανώς νομίζω πως αν «εμείς» είναι τα εκατομμύρια των εκμεταλλευομένων και προ κρίσης, τότε πράγματι δεν «φταίνε». Και έχουν δικαίωμα και υποχρέωση, σε πολεμικούς τόνους, να απαιτήσουν το δίκιο τους. Χωρίς συναινέσεις, συνεννοήσεις και «εθνικές συστρατεύσεις».

Να συμφωνήσουμε λοιπόν. Οχι ο «προδομένος ελληνικός λαός», αλλά οι εκμεταλλευόμενοι. Με αυτή τη συμφωνία ωστόσο έρχεται και μια αναγκαστική παραδοχή: πως το θέμα δεν είναι «εμείς όλοι» να αποκτήσουμε «μεγαλύτερη αυτογνωσία». Αλλά ότι το «ή εμείς ή αυτοί» είναι εύστοχο σύνθημα στο μέτρο που τονίζει την πολύ συγκρουσιακή διάσταση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός.

Προφανώς «εμείς» δεν είναι ο λαός γενικώς και «αυτοί» το «μεγάλο κεφάλαιο και οι κουίσλινγκ». Αλλά υπάρχουν εμείς και αυτοί, με συμφέροντα, προσδοκίες και στοχεύσεις εντελώς ασυμφιλίωτα. Τόσο που οι ελπίδες της μιας πλευράς να είναι οι φόβοι της άλλης και το ανάποδο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, με όλα του τα ελαττώματα, είναι δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, συνδεδεμένη με μια παράδοση και με μια ιστορία, παλιά και πρόσφατη, που είναι στους αντίποδες του λαϊκισμού και της ευκολίας. Ακόμη περισσότερο, η πολιτεία του στα χρόνια της μεγάλης κρίσης δεν μέτρησε πολιτικό κόστος ούτε ψηφαλάκια εν γένει: αντίθετα, συχνότατα οι επιλογές του ήταν εξαιρετικά αντιδημοφιλείς. Από τον Δεκέμβρη του ’08 μέχρι την Υπατία, την υπεράσπιση πρακτικών και ομάδων που προκαλούν φλύκταινες στους νοικοκυραίους, τη στράτευση με τους μετανάστες και όλων των ειδών τις «μειονότητες», πάντοτε σχεδόν ήταν απέναντι στον «πολιτισμό των πολλών». Και παρ’ όλα αυτά, έγινε η βασική ελπίδα για όσους χτυπήθηκαν αγριότερα μέσα στην κρίση. Αυτοί ενδιαφέρουν πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ.

Κι αν κάποιες φορές παρεισφρέουν στον δημόσιο λόγο στελεχών του άλλα, είμαι βέβαιος πως είναι τα μέλη του σε όλα τα επίπεδα που εκνευρίζονται περισσότερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου