Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

Ξεκίνησε ο πόλεμος του χρέους

Ξεκίνησε ο πόλεμος του χρέους

Χρήστος Γιαννίμπας
Θα μπορούσαμε να τον πούμε και «πόλεμο της γραβάτας» μιας και ο Α. Τσίπρας έχει δηλώσει πως θα βάλει γραβάτα όταν υπάρξει συμφωνία για το χρέος, που δεν είναι ούτε βιώσιμο ούτε εξυπηρετήσιμο. Κάτι που λέει συνεχώς τα τελευταία πέντε χρόνια και επανέλαβε στη γενική συνέλευση του ΟΟΣΑ (12/3/15): «Δεν μπορούμε πλέον να υποκρινόμαστε ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο και εξυπηρετήσιμο».

Δεν πρόκειται βέβαια για κάποια εμμονή του Τσίπρα αλλά για μια πραγματικότητα που πλέον είναι κοινή παραδοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των οικονομολόγων του πλανήτη. Θλιβερή εξαίρεση ο Σαμαράς με συμπαραστάτη τον Γερμανό Βάιντμαν. Να θυμίσω πως και το ΔΝΤ ήδη από τις αρχές του 2010, πριν το Καστελόριζο, θεωρούσε το χρέος μη βιώσιμο.

Τότε, πέσαμε σε Τρισέ και Γερμανούς που έσωσαν τις γαλλικές και γερμανικές τράπεζες βουλιάζοντας την Ελλάδα. [1] Το φθινόπωρο του 2012 το ΔΝΤ επανήλθε στο ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους. «Καντεμιά», είχαμε πέσει σε Σαμαρά και Βενιζέλο που είχαν ήδη κάνει το εγκληματικό PSI βάζοντας ταφόπλακα στα ασφαλιστικά ταμεία, στις τράπεζες και τη χώρα.

Τρίτη και φαρμακερή που λένε. Το ΔΝΤ επανέρχεται στο ζήτημα της βιωσιμότητας και μένει να δούμε αν αυτή τη φορά θα υπάρξει ευτυχής κατάληξη. Το σίγουρο είναι πως αυτή η κυβέρνηση θεωρεί το χρέος μη βιώσιμο και εκ των πραγμάτων στο ζήτημα αυτό έχει «σύμμαχο» το ΔΝΤ και «εχθρούς» Ευρωζώνη και ΕΚΤ. Για να το πω αλλιώς, αντικειμενικά υπάρχει μια ρωγμή στην τριάδα των δανειστών. Για την ακρίβεια πάντα υπήρχε (από το 2010) ανεξάρτητα αν οι π. κυβερνήσεις δεν την αξιοποιούσαν.

Φυσικά η θέση του ΔΝΤ (που προκαλεί τη ρωγμή), δεν απορρέει από την αγάπη του για την Ελλάδα αλλά από το καταστατικό του. Αυτό ορίζει ως προαπαιτούμενο χρηματοδότησης οποιασδήποτε χώρας, τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας δανειολήπτη. Δηλαδή το αυτονόητο. Παρεμπιπτόντως, αυτό το αυτονόητο ΔΕΝ έκαναν οι ανεύθυνοι τραπεζίτες εγκληματώντας εις βάρος του λαού και της χώρας. [2]

Εκτιμώ την αλλαγή διαπραγματευτικής στάσης της κυβέρνησης (τουλάχιστον) ως ένδειξη πως θέλει να αξιοποιήσει αυτήν τη ρωγμή, ενώ θεωρώ δεδομένη και τη θετική στάση του Βαρουφάκη στην κατεύθυνση αυτή. Υπάρχει όμως ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα κι αυτό προκύπτει από την μέχρι τώρα τρίμηνη διαπραγμάτευση. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Διαπραγματευτικά η κυβέρνηση ακολούθησε σωστό δρόμο.

Πάντα μια διαπραγμάτευση ξεκινά και πρέπει να ξεκινά, από τα επί μέρους θέματα που υπάρχει η μικρότερη απόσταση μεταξύ των δύο μερών. Όπως είπε και στην πρόσφατη συνέντευξή του «στον ενικό» ο Α. Τσίπρας, αυτό ακριβώς έκανε και η κυβέρνηση και θα συνεχίσει να κάνει. Εδώ να κάνω μια «στάση Βαρουφάκη» με τον οποίο σε άλλα συμφωνώ σε άλλα διαφωνώ. Φυσιολογικά πράγματα δηλαδή.

Οι άνθρωποι δεν είμαστε προϊόντα πειραματικού εργαστηρίου όπου τα ίδια δεδομένα, στις ίδιες συνθήκες, δίνουν το ίδιο αποτέλεσμα. Καλοδεχούμενες λοιπόν οι διαφορετικές προσεγγίσεις. Και για τον Γιάννη [3] ξέρω πως είναι καλοδεχούμενες. Ή όπως μου έγραψε στην αφιέρωση που μου έκανε πέρυσι στο βιβλίο του : Για τον Χρήστο. Κι ας διαφωνείς, εφόσον έχει ενδιαφέρον η διαφωνία μας.

Στο άρθρο του «Πρόγραμμα 24 Ημερών» (27/7/12) έγραφε: «Η μόνη μας ελπίδα πια είναι ένα Πρόγραμμα 24 Ημερών που να ξεκινά σήμερα. Τι θα περιλαμβάνει; Τα εξής απλά: Η κυβέρνηση να κρατήσει ανοικτή την Ολομέλεια της Βουλής και εντός αυτών των 24 ημερών να περάσει όσες μεταρρυθμίσεις κρίνει ότι πρέπει να γίνουν. Όχι επειδή έχουν κάποια σημασία. Καμία δεν έχουν, καθώς δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα να ανατρέψουν την εξελισσόμενη κατάρρευση, που οφείλεται σε μια καθαράμακροοικονομική τριπλή δίνη χρέους-ύφεσης-τραπεζών».

Ως άνθρωπος με μεγάλη νοημοσύνη αντιλαμβάνεται την απορία του αναγνώστη του και τη λύνει λέγοντας: «Τότε γιατί προτείνω μια τέτοια κοινοβουλευτική υπερκινητικότητα; Για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους: Για να πούμε στην Ευρώπη: “Μεταρρυθμίσεις θέλατε; Νa ’τες!”». Το επαναλαμβάνει στη συνέχεια εξηγώντας πως η πρότασή του αποσκοπεί στο «να κλείσει τα στόματα όσων συνεχίζουν να αναφέρονται στην αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης να νομοθετεί μεταρρυθμίσεις». Τότε με είχε αφήσει σύξυλο και του «επιτέθηκα» με άρθρο μου, γιατί ενώ έχει πιάσει την καρδιά του προβλήματος κάνει λάθος πρόταση. Εξηγώ:

(1) Τα έκτακτα και κατεπείγοντα (24 ημερών) μέτρα συνιστούσαν εκτροπή της δημοκρατίας (ουσιαστικά καθεστώς έκτακτης ανάγκης).

(2) Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι ποτέ άχρωμες και ουδέτερες. Έχουν πρόσημο και αυτό μπορεί να είναι θετικό ή αρνητικό για την κοινωνία. Τον Ιούλιο του 2012, που έγραφε τα παραπάνω, Σαμαράς και Βενιζέλος μας είχαν ήδη μεταρρυθμίσει «τη μάνα και τον πατέρα».

(3) Προτείνοντας «να περάσει όσες μεταρρυθμίσεις κρίνει ότι πρέπει να γίνουν» η κυβέρνηση Σαμαρά Βενιζέλου, είναι σαν να προτείνει μαζικές δολοφονίες. Αυτοί «μεταρρύθμισαν» π.χ. μισθούς, συντάξεις, εργασιακές σχέσεις κ.λπ. Μόνο που αυτές ήταν απορρυθμίσεις. Πόσες και ποιες άλλες μεταρρυθμίσεις να έκαναν; Μήπως το ξεπούλημα κρατικής ιδιοκτησίας; Όπως έκαναν μετέπειτα π.χ. με το π. αεροδρόμιο; Μήπως αυτές που πρότειναν αργότερα με το mail Χαρδούβελη;

(4) Κι όλα αυτά για «καθαρά επικοινωνιακούς λόγους» και για «να κλείσει τα στόματα». Δηλαδή, για να έχουμε ηθικό πλεονέκτημα και για να τους κάνουμε τη μούρη κρέας. Συγνώμη, αλλά χεστήκανε οι δανειστές και για τα δυο.

Το μείζον πρόβλημα της χώρας όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Βαρουγάκης είναι η «τριπλή δίνη χρέους-ύφεσης-τραπεζών». Κι απ’ αυτήν τη δίνη η χώρα δεν βγαίνει με «μεταρρυθμίσεις» που επιδεινώνουν το πρόβλημα, ούτε με πολιτικές που ρίχνουν τα βάρη στα γνωστά υποζύγια. Η πλειονότητα των Ελλήνων αντιλαμβάνεται πως:

Η μεγαλύτερη πηγή δυσκολιών είναι τα ίδια τα προβλήματα που είναι πρωτόγνωρα και με συνέπειες πολέμου. Π.χ. η ανεργία δεν μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά με κανένα από τα συμβατικά όπλα της οικονομίας.

Οι υφιστάμενοι συσχετισμοί δυνάμεων σε Ελλάδα και ΕΕ (ειδικότερα ευρωζώνη), είναι δυσμενείς για τη χώρα μας. Οι γνωστοί «άγνωστοι» στο εσωτερικό, επιδίδονται σε καθημερινή συνειδητή ταύτιση των δυσκολιών που απορρέουν απ’ αυτούς τους συσχετισμούς, με μια κινδυνολογία που προβάλλεται με βάση αυτούς. Όμως είναι άλλο ζήτημα η επισήμανση των δυσκολιών και η προσπάθεια αντιμετώπισής τους, και άλλο η αξιοποίηση των δυσκολιών σε μια κινδυνολογία.

Κάποιοι προβάλουν την απαίτηση να γίνει ανατροπή του διεφθαρμένου καθεστώτος, να φύγει η συμμορία και να εφαρμοσθεί μια ριζικά αντίθετη πολιτική. Κι όλο αυτό να γίνει ανώδυνα. Χωρίς δυσκολίες και χωρίς προβλήματα. Δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι μια συμμορία μαύρου χρήματος με αδιαφανείς επιχειρηματικές και πολιτικές σχέσεις και αιχμή του δόρατος τα ΜΜΕ.

Δεν υπάρχει εύκολη λύση. Αν υπήρχε θα εφαρμοζόταν από άλλες πολιτικές δυνάμεις. Η Αριστερά και οι ευρύτερες πατριωτικές δυνάμεις, κληθήκαν από την ελληνική κοινωνία να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα γιατί ακριβώς έχουν πλέον εξαντληθεί οι εύκολες λύσεις. Οι βραχυχρόνιες, οι μη βιώσιμες λύσεις.

Τα παραπάνω οι Έλληνες τα αντιλαμβάνονται. Όπως επίσης ότι η κυβέρνηση στις 20 Φεβρουαρίου, πέτυχε να πάρει μια συμφωνία που (ανάμεσα σε άλλα) προβλέπει μεταρρυθμίσεις που η ίδια προτείνει, και όχι μεταρρυθμίσεις για «καθαρά επικοινωνιακούς λόγους» και για «να κλείσει τα στόματα». Ταυτόχρονα έθεσε τις κόκκινες γραμμές (ουσιαστικά τις έθεσε ο λαός στις εκλογές), σε μέτρα που προκαλούν ύφεση και ζητούσαν και ζητούν οι δανειστές.

Το σπουδαιότερο. Ενέγραψε «υποθήκη» για το κυρίαρχο ζήτημα βιωσιμότητας του χρέους. Αυτό που πολύ σωστά ο Βαρουφάκης προ πολλού έχει επισημάνει. Γιατί αν αυτό δεν γίνει βιώσιμο, όλα τ’ άλλα είναι … «απλώς οδοντόκρεμες». Κι αν ακόμα οι δανειστές συμφωνούσαν όχι μόνο να μην μειωθούν μισθοί και συντάξεις, αλλά μας προτρέπανε(sic) και σε αύξησή τους κατά 10%, η χώρα θα συνέχιζε να είναι βαρέλι δίχως πάτο.

Εκτιμώ πως η αλλαγή πλεύσης ήρθε τη σωστή στιγμή. Σωστά συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για τα επιμέρους θέματα (μεταρρυθμίσεις κ.λπ.), αλλά πλέον το κύριο βάρος πέφτει στην «τελική λύση» της βιωσιμότητας του χρέους. Αξιοποιώντας και τη ρωγμή που ανοίγει η θέση του ΔΝΤ, αυτή η «τελική λύση» έρχεται πιο κοντά. Αρωγοί σ’ αυτήν είναι:

(1) Η διπλωματική εξωστρέφεια που από τις πρώτες μέρες ακολούθησε η κυβέρνηση.

(2) Η συμπλήρωση των οικονομικών διαπραγματεύσεων, με την πολιτική διαπραγμάτευση και τις γεωπολιτικές εξελίξεις.

(3) Το γεγονός πως περάσαμε στον τέταρτο μήνα διαπραγματεύσεων. Για τους Σαμαρά, Βενιζέλο, Θεοδωράκη και τα γνωστά νεροπίστολα των ΜΜΕ, αυτό είναι αρνητικό. Τους αφήνω στη μιζέρια τους και στο ραγιαδισμό τους. Στους καλοπροαίρετους επισημαίνω τρεις πολύ σημαντικές παραμέτρους.

(i) Οι απέναντι (εντός κι εκτός), δεν έχουν ανεξάντλητα επιθετικά αποθέματα. Θα τολμούσα να πω ότι ήδη έχουν εξαντλήσει τα περισσότερα που διέθεταν. Κι αυτά στόχευαν κυρίως το φρόνημα του ελληνικού λαού. Ο λαός είναι το βαρύ πυροβολικό της κυβέρνησης. Όσο αυτός μένει στις επάλξεις τόσο κοντύτερα έρχεται η λύση. Αν αυτός υποχωρήσει, μαύρο φίδι που μας έφαγε. ΟΛΟΥΣ. 

(ii) Έχουν να χάσουν πάρα πολλά και είναι κόντρα στη λογική τους τέτοιες, και δη επί μακρόν, επιθετικές πολιτικές.

(iii) Τα δείγματα γραφής της κυβέρνησης στο εσωτερικό, κάθε μέρα που περνά θα την ενισχύουν ακόμα περισσότερο στη συνείδηση του λαού. Συνακόλουθα γίνεται πιο ισχυρή στο εξωτερικό.

Ταυτόχρονα βέβαια θα αυξάνονται οι τρικλοποδιές, η παραπληροφόρηση, η διασπορά τρόμου κ.λπ. ενώ καλλιεργούνται φόβοι στο έδαφος υπαρκτών προβλημάτων (π.χ. η ανομβρία ρευστότητας στην αγορά). Αυτό όμως που προσωπικά εισπράττω από την πλειονότητα είναι δυο φράσεις. «Βρε διάολε, κυβέρνηση 3 μηνών είναι», και «το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν το ξημέρωμα». Τις προσυπογράφω και τις δυο.

Η μάχη «της γραβάτας» ξεκίνησε και πιστεύω πως η μεγάλη πλειονότητα του λαού μας ευελπιστεί να είναι κοντά η μέρα που θα δούμε τον Τσίπρα με γραβάτα. Ο λευκός καπνός πως η Ελλάδα κέρδισε όχι μια μάχη αλλά τον πόλεμο της βιωσιμότητας του χρέους. Αυτόν τον πόλεμο ο Γιάννης Βαρουφάκης τον δίνει εδώ και πολλά χρόνια. Ίσως είναι ο πιο κατάλληλος στρατιώτης στην εμπροσθοφυλακή της κυβέρνησης και έχει να δώσει και θα δώσει τα φώτα του.

Εν κατακλείδι όπως λέει κι ο λαός, για να του τα χώνει το σύστημα εντός κι εκτός, πάει να πει πως κάνει καλά τη δουλειά του. Εγκρίνω κι επαυξάνω. Όχι προφανώς γιατί ο Βαρουφάκης έχει ανάγκη τη δική μου υπεράσπιση. Την (πάντα καλοπροαίρετη) κριτική ίσως.

Παραπομπές

[1] Στο τέλος του 2009 οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες είχαν σε ελληνικά ομόλογα 75,452 δις $ και 43,236 δις $ αντίστοιχα. Σύνολο 118,688 δις $. Παρεμπιπτόντως, οι γαλλικές π.χ. τράπεζες μας είχαν δανείσει αυτά τα 75,452 δις με καταθέσεις στην ΕΚΤ μόλις 1,51 δις (5.000% περισσότερα). Προσέξτε τώρα. Για τα δικά τους 1,51 δις εισέπρατταν από την Ελλάδα τόκους για 75,45 δις. Πληρώνοντας 1% τόκο στην ΕΚΤ και παίρνοντας (μ.ο.) 5% τόκο από την Ελλάδα, για τα δικά τους 1,51 δις έπαιρναν 200% ετήσιο τόκο. Αυτό λέγεται κερδοσκοπία; Σίγουρα πάντως δεν είναι τοκογλυφία αφού 200% ετήσιο τόκο οι τοκογλύφοι δεν παίρνουν ούτε στα πιο τρελά τους όνειρα. Τα ίδια ακριβώς ίσχυαν για όλες τις τράπεζες (γερμανικές κ.λπ.) και φυσικά και για τις δικές μας τράπεζες που είχαν 50 δις ελληνικών ομολόγων. (Τα στοιχεία είναι της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών BIS, Bank for International Settlements).

[2] Όταν σκέφτομαι πως έδωσαν (ουσιαστικά χάρισαν) εκατοντάδες εκατ. Ευρώ, π.χ. σε ΜΜΕ με εγγύηση τα Στρουμφάκια, τρελαίνομαι. Λες και οι καταθέσεις των Ελλήνων ήταν του πατέρα τους.

[3] Γιάννη με δύο «ν», όχι για να του τη «σπάσω» αλλά γιατί έτσι είναι το σωστό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου