Φτώχεια
«McRefugees» - Οι απελπισμένοι των McDonald's
Μια άστεγη, ηλικιωμένη γυναίκα πεθαίνει σε ένα γεμάτο κόσμο McDonald 's στο Χονγκ Κονγκ. Περνούν επτά ώρες μέχρι να ανακαλύψουν, ότι η γυναίκα είναι νεκρή.
Η δημοσιογράφος του BBC, Juliana Liu, αποφάσισε μετά τον θάνατο της γυναίκας -κάπου στα μέσα Οκτωβρίου- να περάσει μία νύχτα σε ένα από τα McDonald's του Χονγκ Κονγκ που είναι ανοιχτά σε 24ωρη βάση. Ήθελε να συναντήσει τους ανθρώπους που η πόλη αποκαλεί «McRefugees».
Το φαστ-φουντ βρίσκεται σε κεντρικό δρόμο της εργατικής συνοικίας του Sham Shui Po. Απλωμένο σε δύο ορόφους, το McDonald's της συνοικίας Sham Shui Po είναι φωτεινό και ευρύχωρο.
Τα φαστφουντάδικα ως προσωρινοί ξενώνες
Όμως, καθώς η νύχτα πέφτει, το fast-food μετατρέπεται σε προσωρινό ξενώνα. Δεκάδες φτωχοί και άστεγοι άνθρωποι αναζητούν εκεί καταφύγιο. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στο Χονγκ Κονγκ, αλλά σε όλα McDonald 's της Ασίας -κυρίως στην Ιαπωνία και στην ηπειρωτική Κίνα.
Η γήρανση του πληθυσμού, οι δυσβάσταχτες τιμές των ακινήτων και οι χαμηλοί μισθοί οξύνουν την κατάσταση. Το Χονγκ Κονγκ ωστόσο, έχει τα πρωτεία. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που βρίσκουν καταφύγιο στο 24ωρο McDonald's είναι ηλικιωμένοι. Τα ευγενικά χαμόγελα προσπαθούν να κρύψουν τις θλιβερές ιστορίες.
Ο «αρχηγός» των αστέγων
Και ναι, έχουν «αρχηγό». Άτυπος μεν, «αρχηγός» δε, των ανθρώπων που βρίσκουν καταφύγιο στο McDonald's είναι ο 54χρονος Aς Τσαν, ένας γλυκομίλητος πρώην αξιωματικός της αστυνομίας.
Ο Τσαν νοικιάζει ένα μικρό δωμάτιο σε μικρή απόσταση, αλλά περνάει τα περισσότερα βράδια του στο McDonald 's -εκεί μπορεί να κουβεντιάζει με φίλους. «Είναι ένα οικείο μέρος, με οικεία πρόσωπα» λέει, σε άπταιστα αγγλικά. «Οι άνθρωποι εδώ είναι άστεγοι, περιπλανώμενοι. Κάποιοι έρχονται για μικρό χρονικό διάστημα, άλλοι εδώ και καιρό. Οι περισσότεροι δεν έχουν σπίτι, δεν έχουν πού αλλού να πάνε».
Οι τρομακτικές ανισότητες
Το Χονγκ Κονγκ έχει τρομερές ανισότητες όσον αφορά στην κατανομή του πλούτου. Περίπου ένας στους πέντε κατοίκους στη χώρα (των 7 εκατ.) ζει σε συνθήκες φτώχειας, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δίνει η κυβέρνηση. Επιπροσθέτως, ένας στους τρεις ηλικιωμένους ζει κάτω από το όριο της φτώχειας.
Ο κ. Τσαν αφηγήθηκε ο ίδιος στη δημοσιογράφο του BBC την καθοδική πορεία της ζωής του.
Μετά το πανεπιστήμιο, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εντάχθηκε στο αστυνομικό σώμα, το οποίο εγκατέλειψε το 1996 για να ξεκινήσει μια επιχείρηση στην ηπειρωτική Κίνα. Επένδυσε τις αποταμιεύσεις του, καθώς και χρήματα που του έδωσαν οι συγγενείς του, αλλά το 2003, οι συνέταιροι πήραν τα χρήματα και εξαφανίστηκαν. Μετά από τρία χρόνια δικαστικών αγώνων, επέστρεψε εξαντλημένος στο Χονγκ Κονγκ.
«Αυτό που συνέβη με ξεπέρασε», λέει. «Έπρεπε να κάνω μία παύση, να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Προσπαθώ να αντιμετωπίσω ό,τι είναι μπροστά. Μερικές φορές, αισθάνομαι ότι η ζωή είναι πολύ σκληρή. Άλλοτε πάλι, οι μνήμες επιστρέφουν με τρόπο επώδυνο».
Συναντά σπανίως τους συγγενείς του: «Δεν μπορώ να τους αντιμετωπίσω. Με εμπιστεύτηκαν και εγώ τους απογοήτευσα …». Ο κ. Τσαν κάνει περιστασιακές δουλειές προκειμένου να καλύψει κάποια από τα έξοδα του, πηγαίνει σε συσσίτια και φορά ρούχα που προσφέρουν οργανώσεις.
McRefugees από το 2013
Ο ινδός φωτογράφος Suraj Katra άρχισε να φωτογραφίζει τους McRefugees του Χονγκ Κονγκ το 2013, σε μία απόπειρα τεκμηρίωσης του «κοινωνικού φαινομένου».
«Βρήκα τόσο αντιφατικό και ειρωνικό το γεγονός ότι στο παρασκήνιο μίας τόσο πολύχρωμης ατμόσφαιρας είναι άστεγοι ή φτωχοί άνθρωποι… Στην αρχή τράβηξα μερικές φωτογραφίες με το κινητό. Προέρχομαι από μια πολύ φτωχότερη χώρα, την Ινδία. Όταν βλέπω αυτούς τους ανθρώπους, εξακολουθώ να πιστεύω ότι σε σύγκριση με τους άστεγους στην Ινδία, είναι σε καλύτερη μοίρα…»
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, δύο ηλικιωμένοι ροχαλίζουν δυνατά. Ένας υπάλληλος εξηγεί ότι κάποιος έχει κλειδωθεί στο μπάνιο, αλλά κατά τα άλλα δεν ενοχλεί. Σε δήλωσή της η εταιρεία σημείωσε ότι «καλωσορίζει όλους να επισκεφθούν τα εστιατόρια της». Εξέφρασε τη λύπη της για τον θάνατο της γυναίκας και έκανε λόγο για «ελαστικότητα» σε σχέση με τους ανθρώπους που διαμένουν εκεί τη νύχτα…
Τη νύχτα
Τις νυχτερινές ώρες οι προϊστάμενοι έχουν φύγει. Μόνο οι McRefugees μένουν.
Ο 66χρονος Ντέιβιντ Χο, 66, εργαζόταν μέχρι πέρυσι ως φύλακας με μηνιαίο μισθό 10.000 δολάρια Χονγκ Κονγκ (περί τα 1.300 αμερικανικά δολάρια). Όμως, υπέστη εγκεφαλικό, γεγονός που του δημιούργησε πολλαπλά προβλήματα.
Επιβιώνει με ένα κοκτέιλ φαρμάκων, το οποίο παίρνει καθημερινά από δημόσιο νοσοκομείο και με ένα μηνιαίο επίδομα πρόνοιας, που ανέρχεται σε 3.870 δολάρια Χονγκ Κονγκ.
«Ίσως σκέφτεστε ότι είμαι τεμπέλης. Αλλά δεν είμαι. Θέλω να εργαστώ. Όμως, δεν μπορώ να βρω δουλειά στην ηλικία μου. Γι 'αυτό παίρνω το επίδομα», λέει.
Ο κ. Χο δεν μπορεί να αντέξει τη ζωή στο Χονγκ Κονγκ, μία πόλη που έχει μερικά από τα πιο ακριβά ακίνητα στον κόσμο.
Η πόλη δεν παρέχει στέγη σε όσους έχουν ανάγκη, υπάρχουν κάποιες λίγες μονάδες, αλλά η λίστα συνεπάγεται αναμονή ετών…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου