Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2016

Μπορούν οι ιεράρχες να λένε ό,τι θέλουν;

Το σύμφωνο συμβίωσης και η ελευθερία έκφρασης των ταγών της Ορθοδοξίας
Μπορούν οι ιεράρχες να λένε ό,τι θέλουν;

του Δημήτρη Χριστόπουλου*
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
To σύμφωνο συμβίωσης είναι, από τις 24 Δεκεμβρίου, νόμος του κράτους, και πολύς κόσμος, πολύ πέραν της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, πρέπει, νομίζω, να είμαστε χαρούμενοι: Οι φιλελεύθεροι που πιστεύουν στα ατομικά δικαιώματα, οι αριστεροί που πιστεύουν στην ισότητα, οι καλοί χριστιανοί, άνθρωποι που αγαπάνε τον πλησίον τους, ακόμα και συντηρητικοί εχέφρονες,
καθόσον η σχετική διάταξη δεν έχει κάτι το ριζοσπαστικό σε σχέση με αντίστοιχες νομοθετικές προβλέψεις των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών που συνομολογούν δικαίωμα γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, ακόμα και τεκνοθεσίας από αυτούς.
Μέρες που ’ναι, το σύμφωνο συμβίωσης λοιπόν είναι μια πραγματική ευχή. Την ευχή αυτή αρνούνται (εκτός της Χρυσής Αυγής, όπως είναι απολύτως αναμενόμενο), το ΚΚΕ που υπόσχεται πως «με τη διαμόρφωση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, οπωσδήποτε θα διαμορφωθεί νέος τύπος συμβίωσης, ως σχετικά σταθερής ετεροφυλικής σχέσης και αναπαραγωγής», η μη δημοκρατική Δεξιά –οι Αν.Ελ. (με λίγες εξαιρέσεις) και τμήμα της ΝΔ– και, δυστυχώς, η Εκκλησία της Ελλάδας. Ο προκαθήμενός της δήλωσε, κάπως ενοχικά (αφού πρώτα είχε χαρακτηρίσει την ομοφυλοφιλία «εκτροπή») πως «Όλα είναι παιδιά του Θεού, αλλά ό,τι κάνουν δεν σημαίνει ότι είναι και σωστό» ενώ, απολαμβάνοντας την καθιερωμένη επίσημη εκκλησιαστική ανοχή στη μισαλλοδοξία τους, οι «συνήθεις ύποπτοι» Καλαβρύτων, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης άνοιξαν τον στόμα τους και τι δεν είπαν…

Θα αναρωτηθεί, ωστόσο, κανείς: Γιατί να μη λένε ό,τι θέλουν; Σε ελεύθερη χώρα ζούμε, και ο καθείς –πολλώ δε μάλλον ο ιερωμένος που ζει διακονώντας μια ηθική θέση– έχει δικαίωμα, ακόμα και καθήκον, να τη βροντοφωνάζει. Θα συμφωνήσω, με δύο όμως όρους. Ο πρώτος έχει δεόντως αναδειχθεί. Η πολιτεία αυτή έχει μια νομοθεσία εναντίον του μίσους που τιμωρεί όποιον «με πρόθεση, δημόσια […] υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις μίσος ή βία κατά προσώπου ή ομάδας προσώπων, που προσδιορίζονται με βάση […] το σεξουαλικό προσανατολισμό». Αν ζούσαμε δηλαδή σε μια ευνομούμενη χώρα, θα υπήρχε εισαγγελέας που θα ασκούσε ποινική δίωξη στον Αμβρόσιο όταν εκείνος κραυγάζει «Φτύστε τους!» (τους ομοφυλόφιλους). Ζούμε όμως σε μια χώρα που ο εισαγγελέας δραστηριοποιήθηκε για να ασκήσει ποινική δίωξη για τη Μάχη της Κρήτης του Χ. Ρίχτερ. Αυτό δεν είναι τυχαίο ή γραφικό: η κραυγαλέα μεροληψία της δικαιοσύνης υπέρ των μισαλλόδοξων ιεραρχών συνιστά αντανάκλαση συγκεκριμένων ιδεολογικοπολιτικών συσχετισμών ισχύος εντός της κοινωνίας, καθώς και προνομιούχες σχέσεις βαθέων μηχανισμών της δικαιοσύνης με την Εκκλησία, ειδικότερα. Δεν πάνε, άλλωστε, ούτε δέκα χρόνια από τις αποκαλύψεις σχετικά με το παραδικαστικό κύκλωμα και τα μπες-βγες συγκεκριμένων ιεραρχών στα δικαστικά μέγαρα.

Προχωρώντας, πέραν αυτού όμως, ας υποθέσουμε, προς στιγμήν, ότι η χώρα μας δεν είχε τέτοια νομοθεσία. Θα έπρεπε οι ιεράρχες τούτοι, όπως και κάθε δημόσιο πρόσωπο με ισχύ και επιρροή, να λένε ό,τι θέλουν; Μπορεί, λ.χ. ο πρόεδρος του Ολυμπιακού να λέει «κάψτε τους βάζελους» και είναι το ίδιο με το να το λέει κάποιος χούλιγκαν; Ίδιο όταν ένας τηλεαστέρας στην εκπομπή του προτρέπει σε βία εναντίον μουσουλμάνων, χριστιανών ή εβραίων σε σχέση με έναν τυχόντα ρατσιστή σε μια πλατεία; Ασφαλώς και όχι. Τα πρόσωπα που ασκούν δημόσια επιρροή έχουν ευθύνη των λόγων τους, ανάλογη της επιρροής τους. Γενικά λοιπόν, η θέση ισχύος σε μια κοινωνία σημαίνει ευθύνη.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη αυστηρότερα, και νομικά επιλήψιμα πλέον, εφόσον τα δημόσια πρόσωπα είναι και δημόσιοι λειτουργοί. Μπορεί ο διευθυντής ενός σχολείου να λέει στους μαθητές του «φτύστε τους»; Μπορεί ο τμηματάρχης ενός υπουργείου να μιλάει όπως θέλει; Εν ολίγοις, μπορεί ο δημόσιος λειτουργός να λέει ό,τι του έρχεται; Η απάντηση είναι αρνητική. Οι δημόσιοι λειτουργοί δεν διαθέτουν, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, την ελευθερία του λόγου που διαθέτουν οι ιδιώτες. Και τούτο, διότι νέμονται δημόσια εξουσία. Για τον λόγο αυτό μάλιστα, η ως άνω νομοθεσία (άρθρο 1 του Ν. 4285/2014, «Για την καταπολέμηση ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας») προβλέπει ενισχυμένες ποινές «αν η πράξη τελέστηκε από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο, κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτόν καθηκόντων».

Γιατί λοιπόν αμφισβητούμε το δικαίωμα της εκκλησιαστικών μας ταγών να εκφράζονται επί παντός επιστητού; Μα ακριβώς γι’ αυτό. Κατά τα λοιπά, δεν είναι δυνατό να προσδοκά κανείς από ένα θεσμό με τόσο οξυμένη αίσθηση της κατηχητικής της αποστολής, όπως η (κάθε) Εκκλησία, να φιμώνεται όταν πιστεύει πως ένα ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η Εκκλησία της Ελλάδας κακώς νομίζει ότι μπορεί να εκφέρει τις θέσεις της για το Μακεδονικό, το πολυτονικό, το δημογραφικό, το μεταναστευτικό και άλλα. Η Εκκλησία όμως θα αντιτάξει ότι αυτά τα θέματα την αφορούν άμεσα, διότι το ποίμνιό της ενδιαφέρεται γι’ αυτά, διότι η ίδια εκφράζει τον λαό, το έθνος κλπ. Ένας τέτοιος διάλογος με την Εκκλησία θα είναι, όμως, διάλογος κουφών. Διότι η ίδια φρονεί και κηρύσσει ότι η δική της νομιμοποίηση, να μιλά στο όνομα του λαού (και του έθνους), είναι ισχυρότερη από τη δημοκρατική νομιμοποίηση των αντιπροσώπων του λαού. Εξάλλου, το έχει ξανακάνει, κατεξοχήν, με την υπόθεση των ταυτοτήτων. Ένας τέτοιος διάλογος θα είναι λοιπόν ατελέσφορος διότι τα μέρη, από θέσης δεν μπορούν να συμφωνήσουν.

Επομένως, το κρίσιμο θέμα δεν αφορά μόνο το ύφος ή περιεχόμενο των δηλώσεων των ιεραρχών μας. Αφορά τη δημόσια εξουσία που εξ αντικειμένου ασκεί ένας δημόσιος λειτουργός-ιεράρχης, ανεξάρτητά του εάν παρεκτρέπεται ή όχι. Όποιοι αποδοκιμάζουν τους ομοφοβικούς ιεράρχες μας και τους ανακαλούν στην τάξη πρέπει να σκεφτούν ότι το πρόβλημα, στον πυρήνα του, είναι αυτή ακριβώς η «τάξη» που θέλει μια Εκκλησία υπό την πατερναλιστική εποπτεία ενός κράτους, το οποίο, σε αντάλλαγμα, της έχει εκχωρήσει μείζον τμήμα των δικών του αρμοδιοτήτων. Το πρόβλημα είναι ακριβώς το ότι η Εκκλησία στην Ελλάδα είναι κράτος.

Η λύση λοιπόν δεν είναι –παρότι θα ήταν σημαντικό– να μάθουν οι ιεράρχες να μιλούν καλύτερα, να πάψουν να εχθρεύονται την ομοφυλοφιλία ή να μη μιλούν για όσα εμείς πιστεύουμε ότι δεν τους πέφτει λόγος. Αν η Εκκλησία της Ελλάδος θέλει να μιλάει για όλους και για όλα, όπως αυτή επιθυμεί, μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας της έκφρασης και των περιορισμών της, τότε απλώς πρέπει να πάψει να είναι κράτος, αναλαμβάνοντας τον διακριτό ρόλο που της αρμόζει σε ένα πολίτευμα που στηρίζεται στη διάκριση των εξουσιών. Αυτό είναι το επίδικο.

Η Εκκλησία της Ελλάδος οφείλει λοιπόν να αντιμετωπίσει το δίλημμα: θα λέει ό,τι θέλει ως ιδιώτης ή θα μάθει να συμπεριφέρεται ως κράτος. Το αυτό δίλημμα οφείλει να αντιμετωπίσει και η κυβέρνηση, διότι, ως φαίνεται, η Εκκλησία μας, τα θέλει και τα δύο: και να μιλάει ως ιδιώτης και να νέμεται δημόσια εξουσία με τα λεφτά μας.

Ας είναι αυτό μια ευχή για το 2016.

*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (FIDH).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου