Ο ορθόδοξος φανατισμός πολιορκεί και πάλι την εκκλησία της Ελλάδας
Οι «τζιχαντιστές» του Χριστού
Δημήτρης Ψαρράς
Η σκηνή στο κέντρο της Αθήνας πριν από λίγες βδομάδες. Χιλιάδες ορθόδοξοι χριστιανοί έχουν συγκεντρωθεί από όλες τις περιοχές της χώρας για να διαδηλώσουν με βυζαντινά λάβαρα, σταυρούς και συνθήματα εναντίον της κυβέρνησης.
Ο λόγος δεν είναι τα μέτρα που επιβάλλει το τρίτο μνημόνιο. Η διαμαρτυρία των πιστών στρέφεται ενάντια στην «κάρτα του πολίτη», η οποία θεωρείται «όργανο του διαβόλου», άλλο ένα «χάραγμα του Αντιχρίστου» και εφαρμογή του «σατανικού αριθμού» 666.
Για το πνεύμα της εκδήλωσης αρκεί το παρακάτω απόσπασμα από την ομιλία του κ. Μεθόδιου, ηγουμένου της περιβόητης αγιορείτικης μονής Εσφιγμένου: «Αγαπητοί μου αδελφοί, εάν οι Εβραίοι παραπονιούνται ότι βρέθηκε ο Χίτλερ και τους σκότωσε, ας προσέξουν αυτή τη φορά, γιατί μπορεί να βγει κάνας Ελληνας Χίτλερ. Ας προσέξουν πάρα πολύ! Γιατί δεν μας χρειάζονται τα χρήματά τους».
Ενθουσιασμένοι στην πρώτη σειρά των συγκεντρωμένων επευφημούν τον ομοϊδεάτη τους οι υπόδικοι χρυσαυγίτες Παππάς, Λαγός, Μίχος, Μπαρμπαρούσης και Παναγιώταρος.
Δυστυχώς δεν πρόκειται για απλή σύναξη ακραίων θρησκόληπτων και ναζιστών συνοδοιπόρων. Στη συγκέντρωση αυτή δεν καλούσαν μόνο περιθωριακές ομάδες όπως το «Ελληνορθόδοξο Κίνημα Σωτηρίας», η «Πανελλήνια Κληρικολαϊκή Επιτροπή», η «Εστία Πατερικών Μελετών», αλλά και μητροπολίτες όπως ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβρόσιος ή ο Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού κ. Κύριλλος, ο Καισαριανής κ. Δανιήλ, ο Πειραιώς κ. Σεραφείμ (με εκπρόσωπό του), αλλά και το Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ)!
«Η Κάρτα του Πολίτη είναι ο πρόδρομος της εφαρμογής αυτού, που ονομάζεται Σφράγισμα του Αντιχρίστου», έλεγε η πρόσκληση του κ. Αμβρόσιου: «Σας παρακαλώ και σας ικετεύω, όσοι μπορείτε, Κληρικοί και Λαϊκοί, να συμμετάσχετε στην εκδήλωση αυτή. Διατίθεται λεωφορείο για την μεταφορά των επιθυμούντων».
Οσο για τον ίδιο τον κ. Μεθόδιο, μπορεί να θεωρείται «σχισματικός» και παράνομος «καταληψίας» της μονής του από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά γνωρίζει ότι ο Πάνος Καμμένος είχε δηλώσει δημόσια ότι είναι ο «πνευματικός» του και δεν είχε διστάσει να εισβάλει στο Αγιον Ορος με ιδιωτικό σκάφος, μόνο και μόνο για να επισκεφτεί τη «σχισματική» αδελφότητα, χωρίς την άδεια της «Ιεράς Κοινότητος».
Ζούμε, λοιπόν, μέρες της δεκαετίας του ’80, τότε που λίγες οργανωμένες παραθρησκευτικές οργανώσεις ξεσήκωναν σάλο για τον ΕΚΑΜ (Ενιαίο Κωδικό Αριθμού Μητρώου); Ή μήπως μέρες του 2000, όταν η επίσημη Εκκλησία, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, οργάνωνε με τη συνεργασία της Νέας Δημοκρατίας τις «λαοσυνάξεις» και συγκέντρωνε υπογραφές κατά των νέων ταυτοτήτων;
Ο πολιτικός χαρακτήρας αυτών των κινητοποιήσεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Συνοδεύονται εξάλλου από ευθεία αμφισβήτηση της κυβέρνησης, καθώς και από συντονισμένες επιθέσεις σε υπουργούς της και κυρίως στον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη. Παρά το γεγονός ότι ο κ. Φίλης κρατά χαμηλούς τόνους και αποφεύγει κινήσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως διατάραξη της εύθραυστης ισορροπίας μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, έχει ήδη γίνει στόχος σειράς συκοφαντικών επιθέσεων, στις οποίες πρωτοστατεί ο Τύπος της Δεξιάς.
Ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος δεν είναι βέβαια Χριστόδουλος. Ο κ. Ιερώνυμος πιστώνεται μάλιστα με την αποκατάσταση της ηρεμίας στις σχέσεις Εκκλησίας της Ελλάδας και Οικουμενικού Πατριαρχείου, καθώς και με τη φαινομενική τουλάχιστον απόσυρση της Εκκλησίας από την άμεση ανάμειξη στην τρέχουσα πολιτική.
Δεν πρέπει επίσης κανείς να λησμονεί ακόμα ότι με δική του πρωτοβουλία αποθαρρύνθηκαν οι πιο ακραίοι ιεράρχες μετά τις εκλογές του 2012 να αναπτύσσουν ιδιαίτερες σχέσεις με τη ναζιστική Χρυσή Αυγή.
Ομως από τη στιγμή που σχηματίστηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ., ο Αρχιεπίσκοπος εμφανίζεται υποχρεωμένος να ακούει τις πιο συντηρητικές φωνές της Συνόδου, εκείνους οι οποίοι κατά την έκφραση του Χριστόδουλου εκπροσωπούν τη «Δεξιά του Κυρίου».
Εδώ ο Πάπας, εκεί ο παπάς
Προκάλεσε παγκόσμια συγκίνηση η εικόνα που μεταδόθηκε πριν από δύο βδομάδες από τη Λέσβο, με τον Πάπα Φραγκίσκο, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο και τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο να συνυπογράφουν διακήρυξη, στην οποία περιγράφεται το προσφυγικό ως «η χειρότερη ανθρωπιστική κρίση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» και καλούνται οι κυβερνήσεις όλων των κρατών «να προσφέρουν προσωρινό άσυλο και καταφύγιο σε όλους όσοι το δικαιούνται».
Μάλιστα, η κοινή τοποθέτηση έφτανε στο σημείο να καλεί σε μια «ευρύτερη διεθνή συναίνεση και ένα πρόγραμμα βοήθειας, για να διατηρηθεί το κράτος δικαίου, για την προάσπιση των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αυτή τη μη βιώσιμη κατάσταση, για την προστασία των μειονοτήτων, για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων και του λαθρεμπορίου, για την εξάλειψη των μη ασφαλών διαδρομών, όπως αυτές μέσα από το Αιγαίο και το σύνολο της Μεσογείου, και για να αναπτυχθούν ασφαλείς διαδικασίες επανεγκατάστασης».
Πίσω όμως από αυτό το ελπιδοφόρο σκηνικό αγάπης και συνεργασίας παραμένουν ανοιχτά τα προβλήματα που φέρνουν σε σύγκρουση μεταξύ τους όχι μόνο τις Εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης, αλλά και την αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Η συνάντηση των τριών θρησκευτικών ηγετών πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Πάπα Φραγκίσκου. Ο τρόπος που εκ των υστέρων επιχειρεί ο προκαθήμενος κάθε Εκκλησίας να διεκδικήσει τον πρώτο λόγο στη διοργάνωση μαρτυρά τις πίσω σκέψεις κάθε πλευράς.
Με ανακοίνωση της Αρχιγραμματείας του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο δήλωνε στις 5.4. ότι «η Α.Θ. Παναγιότης ο Πατριάρχης επεκοινώνησε δι’ εκπροσώπου Αυτού μετά της Αυτού Αγιότητος του Πάπα Φραγκίσκου κατά μήνα Φεβρουάριον, την δε 30ήν Μαρτίου απηύθυνε προς Αυτόν σχετικόν Γράμμα». Με ανάλογες διατυπώσεις, την ίδια μέρα (5.4.), η Αρχιεπισκοπή Αθηνών διεκδικούσε και αυτή την αρχική ιδέα:
«Σε απάντηση των επιστολών που απηύθυνε τον μήνα Μάρτιο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος προς τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης, το Π.Σ.Ε. και τους επικεφαλής των Ορθόδοξων και άλλων Εκκλησιών, ώστε να ευαισθητοποιηθούν για το προσφυγικό πρόβλημα, άνθρωποι με υψηλές αρμοδιότητες και κοινωνική επιρροή, ο Μακαριότατος δέχθηκε την επίσημη ενημέρωση και από τις αρμόδιες αρχές του Βατικανού.
Στον Μακαριότατο μεταφέρθηκε η επιθυμία του Πάπα Φραγκίσκου, να επισκεφθεί την πατρίδα μας».
Αλλά παρά την εκ των υστέρων διάθεση κάθε πλευράς να πιστωθεί την πατρότητα της πρωτοβουλίας, στο εσωτερικό της Εκκλησίας ξέσπασαν ακραίες αντιδράσεις κατά της παρουσίας του Πάπα στην Ελλάδα, με πρωταγωνιστές τους συνήθεις «υπόπτους» μητροπολίτες Πειραιώς κ. Σεραφείμ, Καλαβρύτων κ. Αμβρόσιο και Γλυφάδας κ. Παύλο.
Πίσω απ’ αυτές τις αντιδράσεις κρυβόταν βέβαια και η διάθεση πολλών μητροπολιτών να αμφισβητήσουν την ίδια την ουσία του κοινού διαβήματος, να αντιδράσουν δηλαδή στην ανθρωπιστική αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης.
Και ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος θα υποκύψει με δηλώσεις του σ’ αυτές τις πιέσεις: «Οι πρόσφυγες ήρθαν για να μείνουν. Και λυπάμαι, διότι είναι σχεδιασμένα τα πράγματα. Και οι σχεδιασμοί έχουν γίνει από αλλού.
Δεν σας απασχολεί ότι η Ευρώπη κάνει επιλογή σ’ αυτούς που παίρνει;» «Εάν μείνουν, αυτοί οι άνθρωποι θα επηρεάσουν. Και θα χάσουμε τη γειτονιά μας την ελληνική. Θα χαθεί αυτή η ομορφιά της ζωής μας που λέγαμε ότι είμαστε μια χώρα καθαρή» (συνέντευξη στον Πάνο Χαρίτο, ΕΡΤ, 21.3.2016).
Εστω και μ’ αυτόν τον έμμεσο τρόπο πάντως, η επίσκεψη του Πάπα στη Λέσβο έγινε αφορμή να συναντηθούν και ιδιαιτέρως ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, μετά από μεγάλο διάστημα ψύχρανσης των σχέσεών τους.
Είχε προηγηθεί η επιδεικτική απουσία του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου από τη Γενική Σύναξη των Ορθοδόξων Προκαθημένων στη Γενεύη στις 21-28 Ιανουαρίου.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατέθεσε στις 4 Φεβρουαρίου στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) σφραγισμένο φάκελο, τον οποίο χαρακτήρισε απόρρητο, «προκειμένου να φυλαχθεί στο εμπιστευτικό Αρχείο της Αρχιγραμματείας της Ιεράς Συνόδου, χωρίς προς το παρόν να γίνει περαιτέρω χρήση του».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Συνόδου, «με το υλικό του φακέλου επιστηρίζεται, ότι οι λόγοι για τους οποίους ο Μακαριώτατος δεν παρέστη στη Σύνοδο των Προκαθημένων της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν ήσαν προσωπικοί, όπως εγράφη στο επίσημο ανακοινωθέν, αλλά προέρχονταν από ενέργειες που υπονομεύουν την Εκκλησία της Ελλάδος και το κύρος της».
Λίγες μέρες αργότερα, στις 19.2.2016, το Οικουμενικό Πατριαρχείο έδωσε στη δημοσιότητα επιστολή της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, στην οποία αποδεικνύεται ότι ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος όντως είχε επικαλεστεί προσωπικούς λόγους: «Εις την εν Φαναρίω [σ.σ. τελικά πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη] σύγκλησιν της Ιεράς Συνάξεως των Ορθοδόξων Προκαθημένων, κωλυομένης της ημών Μετριότητος, διά προσωπικούς λόγους, ίνα μετάσχη εις αυτήν, την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος θα εκπροσωπήσουν οι Σεβασμιώτατοι Μητροπολίται Καρυστίας και Σκύρου κ. Σεραφείμ, Περιστερίου κ. Χρυσόστομος και Ηλείας κ. Γερμανός» (αρ. πρωτ. 5822, 8.12.2015).
Αυθημερόν απάντησε η Αρχιεπισκοπή, δίνοντας στη δημοσιότητα νεότερη επιστολή του κ. Ιερώνυμου (αρ. πρωτ. 55, 12.1.2016), στην οποία δεν αναφέρονται οι «προσωπικοί» λόγοι.
Η δημοσιοποίηση αυτή συνοδεύτηκε από το σχόλιο ότι «σε αυτήν δεν μνημονεύονται «προσωπικοί λόγοι» απουσίας του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου Β’ από την ανωτέρω Σύναξη, καθώς οι εντωμεταξύ συνθήκες δεν επέτρεπαν μια τέτοια αναφορά. Αυτονόητο είναι ότι τις οριστικές θέσεις του αποστολέα τις διαμορφώνει η τελική του επιστολή και όχι κάποια ενδιάμεση».
Δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς περιλαμβάνει ο «σφραγισμένος φάκελος» του κ. Ιερώνυμου. Πάντως ακόμα και οι εκπρόσωποί του στη σύνοδο της Γενεύης φάνηκε να εκφράζουν αποκλίνουσες απόψεις.
Οπως μαθαίνουμε από την αναλυτική έκθεση που υπέβαλε ο μητροπολίτης Ηλείας κ. Γερμανός στη ΔΙΣ μετά την επιστροφή της αντιπροσωπείας της Ιεραρχίας, ο μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος έθεσε προς συζήτηση το ζήτημα του γάμου κληρικού μετά την έκδοση διαζυγίου ή τη χηρεία του, «χωρίς προηγουμένην συνεννόησιν μετ’ εμού και του Αγίου Μεσσηνίας».
Το νέο επεισόδιο στην αντιπαράθεση Πατριαρχείου και Αρχιεπισκοπής αναμένεται να διεξαχθεί στα Χανιά, κατά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο τον προσεχή Ιούνιο. Ηδη ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, ο οποίος συνέταξε σχετική εισήγηση προς τη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που συζήτησε το ζήτημα (8.3.2016), αμφισβήτησε τα κείμενα προετοιμασίας της Μεγάλης Συνόδου και έκρινε «ελλειμματική την παρουσία της Εκκλησίας στην επεξεργασία τους».
Ο κ. Ιερόθεος επισημαίνει μια διγλωσσία: «Από την μια θεωρείται ότι η Εκκλησία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική, και από την άλλη αναγνωρίζονται και άλλες Εκκλησίες». Το συμπέρασμά του είναι ότι η προβληματική αυτών των προπαρασκευαστικών κειμένων αποτελεί «αίρεση, συνέχεια του αρειανισμού, του μονοθελητισμού, και είναι επηρεασμός από την υπαρξιστική φιλοσοφία του Κίρκεργκαρντ, του Μαρσέλ, του Σαρτρ και τον γερμανικό ιδεαλισμό του Χάιντεγκερ».
Οι βαριές κατηγορίες δεν είναι ασυνήθιστες, εφόσον μιλάμε για την υποστήριξη ενός δόγματος, αλλά οπωσδήποτε προξενούν εντύπωση, εφόσον προέρχονται από έναν από τους ιεράρχες που έχουν εκλεγεί ως αντιπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος στη Μεγάλη Σύνοδο του Ιουνίου.
Οταν η ΔΙΣ πρότεινε συγκεκριμένο αριθμό μελών της ιεραρχίας για να συμμετάσχουν στη σύνοδο αυτή, η πρόταση υπερψηφίστηκε σε μυστική ψηφοφορία από 52 μητροπολίτες, ενώ βρέθηκαν και 25 αρνητικές ψήφοι και 2 λευκά.
Το δεύτερο τρίγωνο
Η όξυνση των σχέσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είναι βέβαια ούτε πρωτοφανής ούτε καν ασυνήθιστη, εφόσον προέκυψε ιστορικά από τον τρόπο της ανακήρυξης της «αυτοκεφαλίας» της ελλαδικής εκκλησίας και μέχρι σήμερα αναζωπυρώνεται κάθε λίγο και λιγάκι γύρω από τα ζητήματα των μητροπόλεων των λεγομένων «Νέων Χωρών», που ανήκουν μεν διοικητικά στην Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά δεν παύουν να λειτουργούν στο «κλίμα» του Πατριαρχείου.
Ο τρόπος εκλογής των μητροπολιτών στις Νέες Χώρες αποτελεί μόνιμο σημείο τριβής μεταξύ του Πατριαρχείου και της Αρχιεπισκοπής, μια αντίθεση που έφτασε μέχρι την επιβολή στον Χριστόδουλο από τον Βαρθολομαίο του επιτιμίου της ακοινωνησίας τον Απρίλιο του 2004.
Στις σχέσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος με το Πατριαρχείο εμπλέκεται κατ’ ανάγκην η ελληνική κυβέρνηση. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος είχε δεσμευτεί ότι θα συγκατατεθεί στην αναβάθμιση του Γραφείου του Πατριαρχείου στην Αθήνα.
Το Γραφείο αυτό, το οποίο είχε ανοίξει επί Χριστόδουλου, με αντάλλαγμα τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου στο άνοιγμα Γραφείου της Εκκλησίας της Ελλάδος στις Βρυξέλλες, εδώ και καιρό υπολειτουργεί. Ο κ. Ιερώνυμος δεν επιθυμεί την ύπαρξη άμεσης θεσμικής εκπροσώπησης του Πατριαρχείου στην Αθήνα, έτσι ώστε να διαμεσολαβεί η Αρχιεπισκοπή τη σχέση μεταξύ Φαναρίου και ελληνικής κυβέρνησης.
Είναι γεγονός ότι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης είναι υποχρεωμένο να λειτουργεί σε ένα οικουμενικό και όχι εθνικιστικό πλαίσιο, ενώ έχει την πολυτέλεια να μην εμπλέκεται σε καθημερινές αντιθέσεις εκκλησιαστικών παραγόντων, ενώ ταυτόχρονα συσπειρώνει στις τάξεις του εκσυγχρονιστές θεολόγους, οι οποίοι διατηρούν ανοιχτά αυτιά στις προκλήσεις των καιρών.
Τα πρόσωπα παίζουν φυσικά ιδιαίτερο ρόλο σ’ αυτές τις αντιθέσεις. Ο μητροπολίτης Αδριανουπόλεως Αμφιλόχιος, ο οποίος διευθύνει το Γραφείο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα, υπήρξε στενός συνεργάτης του κ. Ιερώνυμου, αλλά οι σχέσεις των δύο διαταράχθηκαν τον Ιούνιο του 2014, όταν ο κ. Ιερώνυμος δεν υποστήριξε τον κ. Αμφιλόχιο για τη θέση του μητροπολίτη Ιωαννίνων και τελικά εκλέχτηκε ο Μάξιμος Παπαγιάννης, έως τότε πρωτοσύγγελος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Πίσω όμως από όλα αυτά, καραδοκεί μια άλλη τριπολική αντίθεση, λιγότερο εμφανής, αλλά εξίσου οξεία: η σχέση της Εκκλησίας της Ελλάδας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο της Μόσχας και τις Εκκλησίες που εκείνο επηρεάζει. Είναι γνωστό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Μόσχας για το Αγιο Ορος, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν αναπτυχθεί και άμεσοι δεσμοί με πολλές μητροπόλεις της Ελλάδας.
Οι δεσμοί αυτοί ενισχύονται με ορισμένες κινήσεις που έχουν άμεσο οικονομικό αντικείμενο. Η ανταλλαγή «λειψάνων» και «κειμηλίων», αλλά και η διοργάνωση μαζικού θρησκευτικού τουρισμού έχει καταστεί προσοδοφόρα για ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, στις οποίες προνομιακά στρέφεται το ενδιαφέρον της Μόσχας.
Με κάθε ευκαιρία, μάλιστα, διατυπώνονται απειλές από διάφορες πλευρές για τη δημιουργία νέων «συμμαχιών» μεταξύ τμημάτων της Ορθοδοξίας. Ο γνωστός πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, μιλώντας στην ημερίδα που οργάνωσε η Μητρόπολη Πειραιά στις 23.3.2016, έφτασε να πει ότι αν προχωρήσει η Μεγάλη Σύνοδος του Ιουνίου, όπως προβλέπεται, θα αναγκαστούν οι ορθόδοξοι Ελληνες να «αποτειχιστούν» και θα πάνε στην… Ουκρανία όπου θα μνημονεύουν τον επίσκοπο Λογγίνο! Ούτε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίο ούτε τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο.
Το αγκάθι της εκπαίδευσης
Οι πρώτες δυσκολίες που εμφανίστηκαν στη σχέση Πολιτείας-Εκκλησίας μετά την ανάδειξη της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα εντοπίστηκαν στον χώρο της εκπαίδευσης.
Και επειδή η κυβέρνηση δεν είχε προχωρήσει σε καμιά ενέργεια που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως «μονομερής», τα πυρά των υπερσυντηρητικών κύκλων της Εκκλησίας στράφηκαν εναντίον του κ. Φίλη, στον οποίο αποδίδεται ότι επιχειρεί να απαγορεύσει τις επισκέψεις εκκλησιαστικών παραγόντων στα σχολεία.
Η αλήθεια είναι ότι ο υπουργός Παιδείας επιμένει απλώς στην εφαρμογή του σχετικού νόμου και δεν συναινεί στην προσπάθεια να τεθούν τα σχολεία υπό την άμεση εποπτεία τοπικών μητροπόλεων ή «ειδικευμένων» ιεραρχών.
Κατά την πρώτη συνεδρία της ΔΙΣ Μαρτίου (1.3.2016) συζητήθηκε η αναφορά του μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ. Γαβριήλ σχετικά με τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι επισκέψεις του σε σχολεία της Μητροπολιτικής Περιφέρειάς του. Ακολούθησε έντονη συζήτηση στη ΔΙΣ, η οποία «εξέφρασε ομοφώνως την έντονη δυσφορία της για τις αντιδράσεις αυτές.
Γι’ αυτό αποφάσισε να υπάρξει επικοινωνία του Μακαριωτάτου Προέδρου Της με τον εξοχότατο Πρόεδρο της Κυβερνήσεως κ. Αλέξιο Τσίπρα, στον οποίο και θα επιδώσει σχετική επιστολή εκ μέρους της». Η επιστολή αυτή πράγματι επιδόθηκε από τον κ. Ιερώνυμο στον πρωθυπουργό, αλλά η αντίδραση του κ. Τσίπρα δεν ήταν η επιδιωκόμενη. Ο πρωθυπουργός στην απαντητική του επιστολή συντάχθηκε απολύτως με τον υπουργό Παιδείας, αλλά ο Τύπος της Δεξιάς και των εκκλησιαστικών οργανώσεων επιδίωξε να παρουσιάσει τις θέσεις του ως «άδειασμα» του κ. Φίλη.
Η αλήθεια είναι ότι στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ο θρησκευτικός αποχρωματισμός του σχολείου και η προσπάθεια να εξαλειφθούν φαινόμενα θρησκοληψίας, τα οποία αποτελούν επιβιώσεις του καθεστώτος της «Ελλάδας των Ελλήνων Χριστιανών» που είχε επιβληθεί στη δημόσια παιδεία από τη δικτατορία. Ορισμένα από αυτά τα στοιχεία είχαν σιγά σιγά εξαλειφθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις. Λόγου χάρη, η Μαριέττα Γιαννάκου είχε καταργήσει την εξομολόγηση στα σχολεία.
Το υπουργείο Παιδείας μελετά σήμερα την κατάργηση του υποχρεωτικού εκκλησιασμού, καθώς και της υποχρεωτικής πρωινής προσευχής, δύο στοιχεία που ούτως ή άλλως προστέθηκαν κάποια στιγμή στη λειτουργία του σχολείου, χωρίς να έχουν σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ αποπνέουν μια θεοκρατική και παρωχημένη αντίληψη για την ίδια τη σχέση του πιστού με τη θρησκεία. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η διαρκής παρουσία της Εκκλησίας σε πολλές σχολικές εκδηλώσεις, όπως οι μαθητικές παρελάσεις, κ.λπ.
Ο Αρχιεπίσκοπος αντιδρά σε οποιαδήποτε παρόμοια αλλαγή: «Ο υπουργός μας θέλει να κάνει ορισμένες αλλαγές. Ρωτάω: θα μπορούσε να κάνει το ίδιο στους Ελληνες Εβραίους ή στους Ελληνες μουσουλμάνους;»
Στο μόνο που φαίνεται να συναινεί ο κ. Ιερώνυμος είναι κάποια ζητήματα που αφορούν την εκκλησιαστική εκπαίδευση. Δέχτηκε, λ.χ., να μειωθούν οι ανώτερες εκκλησιαστικές σχολές, κάτι που σχετίζεται βέβαια και με την εξοικονόμηση χρημάτων της ίδιας της Εκκλησίας. Αλλά και σ’ αυτόν τον τομέα δεν διανοείται να αφήσει την πρωτοβουλία στην Πολιτεία. «Πώς η πολιτεία, είτε λέγεται δεξιά είτε ακροδεξιά είτε αριστερά, θέλει να μορφώνει τα στελέχη της Εκκλησίας;» αναρωτιέται ο Αρχιεπίσκοπος.
Και διαφωνεί με την εποπτεία του υπουργείου Παιδείας: «Οι εκκλησιαστικές σχολές, τα στελέχη μας πρέπει να ακολουθήσουν το πρόγραμμα της πολιτείας, ο καθηγητής θα διοριστεί από την πολιτεία, και θα λέει και στα παιδιά ότι δεν πιστεύει αυτά που διδάσκει». Από την άλλη πλευρά, για την Πολιτεία τίθεται και ένα συνταγματικό ζήτημα, εφόσον στις σχολές αυτές γίνονται δεκτοί μόνο άνδρες, ενώ τα εκκλησιαστικά λύκεια είναι μεικτά.
Τον πολιτικό χαρακτήρα των ειδικών «προνομίων» που έχουν παραχωρηθεί σε εκκλησιαστικούς παράγοντες εντός των σχολείων μαρτυρά το γεγονός ότι εκείνος που ανέλαβε να υποστηρίξει στη Βουλή τις αυθαίρετες και απρόσκλητες επισκέψεις μητροπολιτών στα σχολεία δεν ήταν άλλος από τον φορέα των γνωστών ακροδεξιών απόψεων κ. Μάκη Βορίδη.
Στις 4 Απριλίου συζητήθηκε στη Βουλή ερώτηση του στελέχους της Νέας Δημοκρατίας, με την οποία ο κ. Βορίδης διαμαρτυρόταν που δεν επιτράπηκε στον μητροπολίτη Μεσογαίας κ. Νικόλαο να μιλήσει σε κάποιο Λύκειο της Θεσσαλονίκης για ζητήματα «βιοηθικής», ενώ «την προηγούμενη χρονιά είχε προηγηθεί ομιλία, για ζητήματα αστροφυσικής, άλλου διακεκριμένου επιστήμονος, του κ. Νανόπουλου, ο οποίος ήταν αθεϊστικών απόψεων».
Κατά τον κ. Βορίδη, πρόκειται για «απαγόρευση» την οποία -όπως «του είπαν»- επέβαλαν «οι ερυθροφρουροί του υπουργείου» και μάλιστα «επειδή φοράει ράσα».
Και μπορεί βέβαια ο υπουργός Παιδείας να εξήγησε ότι είχε δοθεί σχετική άδεια και απλώς δεν έκανε χρήση της ο μητροπολίτης, αλλά με την απάντησή του φάνηκε και το περιεχόμενο μιας υπαρκτής πολιτικής διαφωνίας: «Το δημόσιο σχολείο έχει την ευθύνη για το περιεχόμενο των μαθημάτων. Το αξίωμα του καθενός δεν σημαίνει ότι του δίνει τη δυνατότητα να εισέρχεται και να κάνει μάθημα στο σχολείο. Το μάθημα είναι δουλειά του καθηγητή, στο πλαίσιο του προγράμματος του σχολείου».
Και όπως αποκάλυψε ο κ. Φίλης, «υπήρξε μητροπολίτης, ο οποίος επί επτά συνεχείς εβδομάδες κάθε Πέμπτη πήγαινε σε σχολεία της περιοχής του για να μιλάει στο μάθημα των Θρησκευτικών μαζί με τον θεολόγο. Ούτε αυτό είναι ανεκτό, η επιτήρηση δηλαδή των καθηγητών από εξωδιδακτικούς παράγοντες.
Το σχολείο είναι κοσμικό και δημόσιο σχολείο και αποκλείεται να εκχωρήσουμε αρμοδιότητες που το Σύνταγμα και η συντεταγμένη πολιτεία έχουν αναθέσει στο σχολικό σύστημα, από τον σύλλογο των καθηγητών μέχρι το υπουργείο Παιδείας. Αυτή είναι η άποψή μας. Ανοιχτό σχολείο ναι, αλλά με κανόνες, οι οποίοι δεν παραβιάζουν την εύρυθμη λειτουργία του».
Δεν είναι πρώτη φορά που ο κ. Βορίδης ψαρεύει στα θολά νερά της θρησκοληψίας. Από το 2005 επιχειρούσε να εμφανιστεί ως γνήσιος εκπρόσωπος του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, αρθρογραφώντας μάλιστα ως πρόεδρος του Ελληνικού Μετώπου στην… «Αυριανή» («Εκκλησία και διαφθορά», 27.2.2005).
Ολα αυτά, όμως, αναμένεται να συζητηθούν και να συναποφασιστούν μέσα από τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Εκείνο που επιχειρεί να αποφύγει μ’ αυτές τις διαμαρτυρίες ο κ. Ιερώνυμος είναι το να τεθεί το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας ψηλά στην ατζέντα της σχεδιαζόμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
Τα αγκάθια σ’ αυτή την αναθεώρηση θα εντοπίζονται ασφαλώς στα σημεία που δεν τόλμησε το Σύνταγμα του 1975 να θεσπίσει, παρά το γεγονός ότι όπως επισήμαναν από τότε οι Αρ. Μάνεσης και Κ. Βαβούσκος διαπνεόταν σαφώς από μια τάση αποδέσμευσης της Πολιτείας από την Εκκλησία σε σχέση με το Σύνταγμα του 1952 («Γνωμοδότηση», περ. Εκκλησία, τχ. 52, 1975, σ. 304-310). Το ενδεχόμενο επίσης τροποποίησης του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας που ψηφίστηκε το 1977 είναι ακόμα ένα σημείο τριβής.
Η ηγεσία της Εκκλησίας δεν επιθυμεί να αμφισβητηθεί το καθεστώς δεσποτοκρατίας που επιβάλλει ο Χάρτης, ενώ αρνείται και να συζητήσει τον τρόπο απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης με τις απαράδεκτες διαδικασίες που προβλέπουν εισαγγελέας και δικαστής να είναι στην ουσία ο ίδιος ο αρμόδιος επίσκοπος.
Και βέβαια πίσω από όλα αυτά δεν παύει να καραδοκεί το μεγάλο αγκάθι: οι οικονομικές σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας.
Είναι πολλά τα λεφτά, δέσποτα...
Οσο κι αν επιχειρεί ο Αρχιεπίσκοπος να το αποφύγει, όλες αυτές οι αψιμαχίες με την Πολιτεία φανερώνουν ότι εξακολουθεί να παραμένει ζωντανή η μεγάλη αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ο κ. Ιερώνυμος χρησιμοποιεί ως κύριο όπλο του στις σχετικές συζητήσεις το επιχείρημα ότι αυτός «δεν είναι Χριστόδουλος» και προβάλλει το γεγονός ότι επιδεικνύει έμπρακτο ενδιαφέρον για τους κατατρεγμένους, ότι οργανώνει τη φιλανθρωπική δράση της Εκκλησίας και ότι είναι έτοιμος για μεγάλες παραχωρήσεις.
Σε μια κίνηση καλής θέλησης, μάλιστα, ο Αρχιεπίσκοπος πρότεινε στην κυβέρνηση να γίνει άμεση από κοινού εκμετάλλευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, έτσι ώστε να αξιοποιηθούν τα ακίνητα της Εκκλησίας σ’ αυτή την περίοδο της βαθιάς οικονομικής κρίσης.
Η πρόταση προβλέπει τη δημιουργία ενός εκκλησιαστικού ΤΑΙΠΕΔ και το μοίρασμα των κερδών στα δύο μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας. Μόνο που κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν να γίνει με τα σημερινά δεδομένα. Η περιουσία αυτή δεν είναι καταγραμμένη σε κτηματολόγιο.
Και δεν πρόκειται για μια ιδιωτική περιουσία, αλλά για μια sui generis σχολάζουσα δημόσια περιουσία. Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι ο δεύτερος μεγάλος ιδιοκτήτης μετά το ίδιο το κράτος, αλλά τα υπάρχοντά της δεν είναι καθορισμένα με σαφήνεια. Από την περίοδο της υπόθεσης με τη Μονή του Βατοπεδίου γνωρίζουμε τον τρόπο με τον οποίο εκκλησιαστικοί φορείς έχουν ιδιοποιηθεί ή απλώς διεκδικούν ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, μέσω διάτρητων νομικών ακροβασιών και με τη χρήση εγγράφων αμφίβολης ισχύος.
Μια πρόχειρη συμφωνία συνεκμετάλλευσης στο όνομα της ανάγκης των στιγμών κινδυνεύει να μετατραπεί σε όχημα νομιμοποίησης των διεκδικήσεων της Εκκλησίας και επομένως να αποβεί σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος.
Ο κ. Ιερώνυμος μπορεί να κρατά χαμηλούς τόνους αλλά είναι ειδικός επί των οικονομικών αυτών ζητημάτων. Ως μητροπολίτης Θηβών ο κ. Ιερώνυμος μετείχε μαζί με τον Χριστόδουλο (τότε Δημητριάδος), τον Ανθιμο (τότε Αλεξανδρουπόλεως) και τον Αλέξιο (Τρίκκης) στην επιτροπή της ιεραρχίας που διαπραγματεύτηκε το ζήτημα της περιουσίας το 1987.
Η επιτροπή αυτή συγκρούστηκε τότε με τον υπουργό Παιδείας Αντώνη Τρίτση και επέβαλε ουσιαστικά τη μη εφαρμογή του Ν. 1700/1987 για τη «Ρύθμιση θεμάτων της Εκκλησιαστικής Περιουσίας». Ο νόμος αυτός, με τον οποίο περνούσε η μοναστηριακή περιουσία στην κατοχή της Πολιτείας, παραμένει τυπικά σε ισχύ, εφόσον δεν έχει καταργηθεί με μεταγενέστερο νόμο, αλλά ουσιαστικά καταργήθηκε με προσωπική συμφωνία Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ και Ανδρέα Παπανδρέου στις αρχές του 1988.
Με δημόσιες παρεμβάσεις του ο κ. Ιερώνυμος από τη στιγμή που αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπος επαναλαμβάνει τη θέση του ότι πρέπει να «αξιοποιηθεί» η εκκλησιαστική περιουσία. Ηδη τον Οκτώβριο του 2009 με εισήγησή του προς την ιεραρχία είχε διατυπώσει μια «νέα» πρόταση: «Σήμερα, πέρα από την περιουσία εκείνη της Εκκλησίας, τα έσοδα από την αξιοποίηση της οποίας καλύπτουν τα τεράστια έξοδα της λειτουργίας της, υπάρχει και άλλη σημαντική περιουσία που αδρανεί ή βρίσκεται σε αιχμαλωσία.
Μία σοβαρή συνεργασία Εκκλησίας και Πολιτείας στο θέμα αυτό με ειλικρίνεια, τιμιότητα, διαφάνεια, συνέπεια και δεσμευτικές εγγυήσεις της Πολιτείας για την αξιοποίηση αυτής θα ήταν επωφελής και η ενδεδειγμένη μπροστά στη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.
Στόχος της συνεργασίας αυτής θα τεθεί εξαρχής όχι η μονομερής ωφέλεια του Οικονομικού Οργανισμού της Εκκλησίας ούτε η αύξησις των εσόδων των ταμείων του Κράτους, αλλά η σύστασις του Ταμείου Εκκλησιαστικής Προνοίας» (περ. Εκκλησία, Νοέμβριος 2009, σ. 701).
Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, το 2012, ο κ. Ιερώνυμος ανέπτυξε τις απόψεις του και σε ειδικό βιβλίο, το οποίο όμως για άγνωστους λόγους έχει καταστεί δυσεύρετο («Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία του κλήρου», εκδ. Φίλοι Κέντρου Εκκλησιαστικής Διακονίας Οινοφύτων Βοιωτίας).
Δεν υπάρχει ούτε καν στη βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής! Ο κ. Ιερώνυμος επιμένει στο βιβλίο του στη θεωρία της «αυθαίρετης συμπεριφοράς της Πολιτείας έναντι της Εκκλησίας» και αναφέρεται στη μεταρρύθμιση Τρίτση ως «επιδρομή».
Ωστόσο ο Αρχιεπίσκοπος επιμένει ότι «βασικός σκοπός της Εκκλησίας είναι τα έσοδα από την εκκλησιαστική περιουσία να χρησιμοποιούνται μόνο για την κάλυψη των λειτουργικών της δαπανών και των αναγκών του λαού μας.
Ομως, για να γίνει αυτό πραγματικότητα, απαιτείται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, συνεργασία Πολιτείας και Εκκλησίας». Με νεότερο ολιγοσέλιδο βιβλιαράκι ο κ. Ιερώνυμος επανέρχεται το 2015 στο ίδιο θέμα («Η μισθοδοσία του εφημεριακού κλήρου στην Ελλάδα», εκδ. Κρήνη). Οι θέσεις του κ. Ιερώνυμου είναι πλέον πιο σκληρές και εμμέσως επικρίνει τη σημερινή κυβέρνηση.
Επιμένει ότι «κατά τη διάρκεια των 190 και πλέον χρόνων του ελευθέρου βίου της Ελλάδος, η μεν Εκκλησία προσφέρει παντοιοτρόπως στο Εθνος, η δε Πολιτεία, μη ανταποκρινόμενη πάντοτε στις συμφωνημένες υποχρεώσεις της, προσπαθεί να ωφεληθεί από την ακίνητη περιουσία της, που έχει εναπομείνει στο 1/5 από την αρχική».
Το θείο «παζάρι» αναμένεται να συνεχιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου