31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1944*
Το μπλόκο της Νέας Ευκαρπίας
Οι κάτοικοι της Νέας Ευκαρπίας ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι περισσότεροι ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και οι υπόλοιποι Βλάχοι από τα Λιβάδια. Οι Δαγκουλαίοι είχαν έρθει πολλές φορές στο χωριό για πλιάτσικο και για να απαλλοτριώσουν τυριά και πρόβατα. Τα ξημερώματα της 31 Ιουλίου 1944 ήρθαν όμως για άλλους λόγους. Το τάγμα του Δάγκουλα, με τον ίδιο επικεφαλής και συνοδευόμενο από γερμανούς στρατιώτες, περικύκλωσε την κοινότητα ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα διαφυγής.
Μια ομάδα κατοίκων που επιχείρησε να ξεφύγει από τον κλοιό για να αγοράσει κάρβουνο από τον Σωχό, εμποδίστηκε από τους Γερμανούς και επέστρεψε πίσω άπραγη. Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και κτηνοτρόφοι που θέλησαν να ασκήσουν την καθημερινή τους ασχολία. Τρεις κάτοικοι, ανάμεσα τους και ο Ανέστης Μίλκογλου, δεν είχαν κοιμηθεί στα σπίτια τους αλλά στην ύπαιθρο. Επειδή ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ λάμβαναν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν ενδεχόμενη σύλληψη. Όταν πληροψορήθηκαν ότι το χωριό είχε περικυκλωθεί από Δαγκουλαίους και Γερμανούς, αποφάσισαν να χωριστούν και να προσπαθήσει ο καθένας από μόνος του είτε να κρυφτεί είτε να περάσει το μπλόκο. Ο Μίλκογλου προτίμησε να επιστρέψει στο σπίτι του, ενημερώνοντας την οικογένεια του γτα την κατάσταση και επιδιώκοντας να περάσει το μπλόκο. Με μία τσάπα στα χέρια του εξήγησε στους γερμανούς στρατιώτες πως έπρεπε να πάει στο χωράφι του. Δεν του επέτρεψαν όμως να περάσει. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια των οικείων του, κρύφτηκε στον αχυρώνα ενός γειτονικού σπιτιού.
Μια ομάδα κατοίκων που επιχείρησε να ξεφύγει από τον κλοιό για να αγοράσει κάρβουνο από τον Σωχό, εμποδίστηκε από τους Γερμανούς και επέστρεψε πίσω άπραγη. Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και κτηνοτρόφοι που θέλησαν να ασκήσουν την καθημερινή τους ασχολία. Τρεις κάτοικοι, ανάμεσα τους και ο Ανέστης Μίλκογλου, δεν είχαν κοιμηθεί στα σπίτια τους αλλά στην ύπαιθρο. Επειδή ήταν οργανωμένοι στο ΕΑΜ λάμβαναν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν ενδεχόμενη σύλληψη. Όταν πληροψορήθηκαν ότι το χωριό είχε περικυκλωθεί από Δαγκουλαίους και Γερμανούς, αποφάσισαν να χωριστούν και να προσπαθήσει ο καθένας από μόνος του είτε να κρυφτεί είτε να περάσει το μπλόκο. Ο Μίλκογλου προτίμησε να επιστρέψει στο σπίτι του, ενημερώνοντας την οικογένεια του γτα την κατάσταση και επιδιώκοντας να περάσει το μπλόκο. Με μία τσάπα στα χέρια του εξήγησε στους γερμανούς στρατιώτες πως έπρεπε να πάει στο χωράφι του. Δεν του επέτρεψαν όμως να περάσει. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια των οικείων του, κρύφτηκε στον αχυρώνα ενός γειτονικού σπιτιού.
Στις πέντε το πρωί, υπό τη συνοδεία γερμανού αξιωματικού και του διερμηνέα Κυριάκου Ηλιάδη, εισήλθαν οι άντρες του Δάγκουλα στο χωριό, φορώντας τη στολή τους με το διακριτικό τους στο περιβραχιόνιο. Μέλη του τμήματος του Δάγκουλα άρχισαν να καλούν με χωνιά τους χωρικούς να συγκεντρωθούν στην πλατεία και να φέρουν μαζί τους στρατιωτικές κουβέρτες και κατσαρόλες. Η έκπληξη των χωρικών ήταν μεγάλη όταν αντίκρισαν ένοπλους άντρες με γερμανικές στρατιωτικές στολές να μιλούν ελληνικά. Μια ομάδα, με επικεφαλής τον Δάγκουλα, ο οποίος φορούσε στολή με διακριτικά λοχαγού και έφερε περιβραχιόνιο που παρέπεμπε στην δϋ, τον Γερμανό αξιωματικό και τον Έλληνα διερμηνέα, και με ακούσιους συνοδούς τον αγροφύλακα και τον πρόεδρο, αναζήτησαν αμέσως τον Αναστάσιο ΜίλκογΛου στο σπίτι της οικογένειας του. Αφού ανέκρινε τα μέλη της οικογένειας, ο Δάγκουλας αποχώρησε παίρνοντας μαζί του ως όμηρο τον δεκαεξάχρονο Κωνσταντίνο Μίλκογλου, τον αδελφό του Αναστάσιου. Καθ’ οδόν τον ξαναρώτησε πού κρυβόταν ο αδελφός του, και όταν εκείνος του απάντησε πως ήταν στο Φίλυρο, τον χαστούκισε δύο φορές λέγοντας του πως γνώριζε ότι το προηγούμενο βράδυ είχε ξυριστεί στο σπίτι τους. Η απάντηση του Δάγκουλα έκανε εντύπωση στον νεαρό Κωνσταντίνο γιατί το γεγονός ήταν πραγματικό. Μετά από έρευνες για την ανακάλυψη «κομουνιστών», οι Δαγκουλαίοι αποχώρησαν αψαιρώντας χρυσαφικά, κουβέρτες, έως και κατσαρόλες. Οι άντρες του Δάγκουλα οδήγησαν στην πλατεία όσους είχαν συλλάβει οι Γερμανοί καθώς πήγαιναν στις αγροτικές ή κτηνοτροψικές τους εργασίες. Στην πλατεία είχαν επίσης συγκεντρωθεί όλοι οι κάτοικοι μαζί με τους πρόσφυγες από γειτονικές περιοχές που φιλοξενούνταν στο χωριό. Οι συγκεντρωμένοι χωρίστηκαν στα δύο, από τη μία οι πρόσφυγες και από την άλλη οι γηγενείς κάτοικοι. Τότε ο Δάγκουλας έβγαλε από την τσέπη του μια κατάσταση και διάβασε τα ονόματα δεκαεπτά ατόμων. Δεκατέσσερις δήλωσαν παρόντες.
Βεβαίως, δεν ανήκαν όλοι τους στο ΕΑΜ ή τον ΕΑΑΣ, Περίπου στις 8 το πρωί οδηγήθηκαν μαζί με τον ανήλικο Κωνσταντίνο Μίλκογλου στο δημοτικό σχολείο. Παρουσία του γερμανού αξιωματικού και του Δάγκουλα, οι δεκαπέντε κρατούμενοι ανακρίθηκαν και ξυλοκοπήθηκαν άγρια. Μια ομάδα Δαγκουλαίων τους μετέφερε έπειτα στο ρέμα, στον ασβεστοκάμινο, όπου τους χώρισαν σε τρεις ομάδες των πέντε ατόμων. Οι υπόλοιποι κάτοικοι παρέμειναν συγκεντρωμένοι στον χώρο που είχε οριστεί εξαρχής υπό την επίβλεψη των αντρών του Δάγκουλα, οι οποίοι κατανάλωναν κρύες μπύρες. Στις 9:30 ο Μίλκογλου στήθηκε μπροστά στο απόσπασμα, αλλά ο γερμανός αξιωματικός ζήτησε την εξαίρεσή του λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η στάση του αυτή δυσαρέστησε τον Δάγκουλα, ο οποίος διαφώνησε ανοικτά μαζί του. Δαγκαυλαίοι έσυραν τον Μίλκογλου απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, αλλά ο γερμανός αξιωματικός επενέβη εκ νέου, κλωτσώντας εξοργισμένος τους Δαγκουλαίους και παροτρύνοντας τον Μίλκογλου να φύγει. Φεύγοντας εκείνος άκουσε τις βολές του εκτελεστικού αποσπάσματος που αψαιρούσαν τη ζωή των συγχωριανών του. Μέσα σε μία ώρα το αποτρόπαιο έγκλημα είχε ολοκληρωθεί. Οι άντρες του Δάγκουλα διέταξαν τέσσερις-πέντε χωρικούς να θάψουν τα πτώματα μέσα σε έναν λάκκο. Κατόπιν έδωσαν εντολή στο συγκεντρωμένο πλήθος να διαλυθεί.
Ακολούθως πέρασαν από το σπίτι του προέδρου της κοινότητας Αθανάσιου Τσουρέκα, τον οποίο είχαν αναγκάσει να ψήσει αρνιά, και διασκέδασαν εκεί τρώγοντας και πίνοντας μέχρι το απόγευμα. Όταν αποχώρησαν, δεν παρέλειψαν να «απαλλοτριώσουν» μέρος της περιουσίας των χωρικών, απειλώντας τους πρόσφυγες να εγκαταλείψουν το χωριό.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 ο ΕΛΑΣ εκτέλεσε τον τριανταδυάχρονο βλάχο κτηνοτρόφο Γεώργιο Μ., κάτοικο Νέας Ευκαρπίας, επειδή θεωρήθηκε υπεύθυνος για την κατάδοση των δεκαπέντε χωρικών. Μέσα στην ίδια λογική τιμωρίας των ενόχων, ο ΕΛΑΣ συνέλαβε δύο ακόμη άτομα. Ο πρώτος ήταν αξιωματικός του στρατού και εκτελέστηκε στα λατομεία της Ευκαρπίας. Ο δεύτερος διασώθηκε ύστερα από παρέμβαση συγχωριανού του, ο οποίος έπεισε τον ΕΑΑΣ ότι δεν είχε σχέση με τον Δάγκουλα, αφού τα Τάγματα Ασφαλείας αναζητούσαν τον αδελφό του. Λίγες ημέρες μετά ο Δάγκουλας συνοδευόμενος από τους υποτακτικούς του και άντρες της δϋ, ξαναπήγε στην Ευκαρπία, εξοργισμένος για τις απαγωγές και τις εκτελέσεις από τον ΕΑΑΣ. Εκεί αναζήτησε το παρ’ ολίγον θύμα του Κωνσταντίνο Μίλκογλου και τον Παπαδόπουλο, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Όταν ο Μίλκογλου αντιλήψθηκε τον Δάγκουλα, έσπευσε να κρυφτεί. Ο Δάγκουλας κατευθύνθηκε στο καφενείο, όπου υποχρέωσε έναν κάτοικο του χωριού να μεταβεί στο σπίτι της οικογένειας Μίλκογλου, στο οποίο φιλοξενούνταν πρόσφυγες που είχαν εγ'καταλείψει τα σπίτια τους εξαιτίας αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο Παπαδόπουλος στάθηκε εξίσου τυχερός. Όταν στον δρόμο συνάντησε μια ομάδα του Δάγκουλα, ο οδηγός της τον ρώτησε αν γνώριζε την οικία του Παπαδόπουλου, προειδοποιώντας τον με αυτό τον τρόπο και δίνοντας του την ευκαιρία να διαψυγει. Αδυνατώντας να συλλάβει τα δύο παραπάνω άτομα, ο Δάγκουλας εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο και αποφάσισε να κάψει το χωριό. Μόνο η παρουσία των προσφύγων τον απέτρεψε τελικά από το να πραγμα¬τοποιήσει την απειλή του. Βλέποντας πως δεν ήταν πια ασφαλής στο χωριό, ο Κωνσταντίνος Μίλκογλου κατέφυγε στο βουνό, όπου έσμιξε με τον αδελφό του παραμένοντας εκεί μέχρι το τέλος της γερμανικής κατοχής.
* από το βιβλίο του Ανδρέα Βενιανάκη, "Δαγκουλας ο 'δράκος' της Θεσσαλονίκης", εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου