Το μικρότερο Δημόσιο κοστίζει ακριβά σε Παιδεία και Υγεία
Στέργιος Ζιαμπάκας
Η αρχή του τέλους της μονιμότητας στο Δημόσιο φαίνεται να έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ οι παρεμβάσεις που επέφερε ένα πλέγμα μνημονιακών διατάξεων τα τελευταία χρόνια μοιάζει δύσκολο να ανατραπούν ώστε να επιτρέψουν στον δημόσιο τομέα την κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών.
Ραγδαία και σε συμπυκνωμένο χρόνο η μείωση των αποδοχών των υπαλλήλων κατά 30%, κατακόρυφη μείωση προσωπικού κατά 221.324 εργαζόμενους και θεσμικές παρεμβάσεις που συνέτειναν στον περιορισμό του Δημοσίου πλήττοντας ιδιαίτερα το κράτος πρόνοιας -επιβεβαιώνοντας έτσι στον απόλυτο βαθμό ότι οι πολιτικές για «μικρότερο κράτος» επιδιώκουν μικρότερο κοινωνικό κράτος-, καταγράφονται μεταξύ άλλων στην αναλυτική μελέτη που εκπόνησε το Κοινωνικό Πολύκεντρο της ΑΔΕΔΥ και παρουσιάζει σε αποκλειστικότητα η «Εφ.Συν.».
Ωστόσο η μελέτη (με τίτλο: «Απασχόληση, Αμοιβές, Θεσμικές Παρεμβάσεις στον Δημόσιο Τομέα στο πλαίσιο Περιοριστικών Πολιτικών»), πέρα από την καταγραφή των εξελίξεων στο Δημόσιο μεταξύ 2009-2016, οδηγεί παράλληλα τον αναγνώστη της σε ανησυχητικά συμπεράσματα για το μέλλον.
Η αρχή του τέλους της μονιμότητας στο Δημόσιο φαίνεται να έχει ήδη ξεκινήσει, έστω με τη μορφή της υπονόμευσής της, ενώ οι παρεμβάσεις που επέφερε ένα πλέγμα μνημονιακών διατάξεων τα τελευταία χρόνια μοιάζει δύσκολο να ανατραπούν ώστε να επιτρέψουν στον δημόσιο τομέα την κάλυψη των διαρκώς αυξανόμενων κοινωνικών αναγκών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ, η συνολική απασχόληση στο Δημόσιο (συμπεριλαμβανομένων και των ΔΕΚΟ) μεταξύ 2009 και 2016 (Σεπτέμβριο) μειώθηκε κατά 21,9%, ποσοστό που ισοδυναμεί με την απώλεια 221.324 εργαζομένων.
Η αντίστοιχη μείωση στους μόνιμους υπαλλήλους καταγράφει ποσοστό 18,6% (128.930 εργαζόμενους).
Σε επίπεδο απόλυτων αριθμών οι μεγαλύτερες μειώσεις τακτικού προσωπικού (κατά την περίοδο 2012-15) εντοπίζονται σε κρίσιμους για το κοινωνικό κράτος τομείς: στην Παιδεία (17.803), στην Υγεία (13.708), στους ΟΤΑ (11.831).
Δεν περνά απαρατήρητο ότι Παιδεία και Υγεία παραμένουν οι τομείς με τις μεγαλύτερες μειώσεις σε προσωπικό και κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2015-Σεπτεμβρίου 2016.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, στη διάρκεια αυτού του έτους υπήρξαν 2.851 αποχωρήσεις υπαλλήλων, εκ των οποίων οι 1.918 στην Παιδεία και οι 326 στην Υγεία.
Ομως οι απώλειες στο μόνιμο ανθρώπινο δυναμικό αναπληρώθηκαν μόλις κατά 15,6% στο πλαίσιο των μνημονιακών περιορισμών στις προσλήψεις.
Αυτός ο χαμηλός βαθμός αναπλήρωσης είναι ιδιαίτερα εμφανής και πάλι στην Παιδεία και στην Υγεία –τα ποσοστά αναπλήρωσης όσων εργαζομένων αποχώρησαν αντιστοιχούν στο 5,6% και στο 13,8%.
Παρεμβάσεις απορρύθμισης
Οι απώλειες θέσεων εργασίας και αμοιβών συνέπεσαν με θεσμικές παρεμβάσεις και νομοθετικές πρωτοβουλίες επίσης περιοριστικού περιεχομένου για την οργάνωση του Δημοσίου.
Το αποτέλεσμα ήταν μια εντελώς «διαφορετική και ανεξίτηλη», σύμφωνα με τους μελετητές, εικόνα ως προς το εύρος του, τους όρους διάρθρωσης των υπηρεσιών του και διοίκησης του ανθρώπινου δυναμικού του.
Με τα νέα οργανογράμματα, επί θητείας Κυρ. Μητσοτάκη στο υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, μειώθηκαν οι δομές των υπουργείων σε ποσοστό περίπου 40%, υπολογίζοντας ένα «δημοσιονομικό όφελος» της τάξης των περίπου 11 εκατ. ευρώ.
Πρόκειται για μια «επιπλέον εισοδηματική μείωση, η οποία προστέθηκε στις γενικότερες μειώσεις αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων» αναφέρει η μελέτη, σύμφωνα με την οποία η περικοπή των οργανικών μονάδων -με συνέπεια την περικοπή αντίστοιχων θέσεων ευθύνης- σηματοδότησε επίσης «ένα γενικευμένο περιορισμό του δικαιώματος στην υπηρεσιακή εξέλιξη των υπαλλήλων και λειτούργησε έτσι ως αντικίνητρο στην καθημερινότητα των δημοσίων υπαλλήλων και στη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών».
Κρίσιμο ρόλο στην περιστολή των θέσεων απασχόλησης διαδραματίζει καθ' όλη τη μνημονιακή περίοδο ο κανόνας προσλήψεων στη βάση των αποχωρήσεων (1 πρόσληψη για κάθε 5 αποχωρήσεις μέχρι το 2016, 1 πρόσληψη για κάθε 4 αποχωρήσεις φέτος, 1 προς 3 το 2018 κ.ο.κ.), ο οποίος, αν και επικαιροποιείται ετησίως «εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να δημιουργεί ανορθολογισμούς και υποστελέχωση σε κρίσιμους τομείς της δημόσιας διοίκησης», τονίζει η μελέτη.
Αλλωστε κατά τους μελετητές, η ρύθμιση που έδωσε το 2016 τη δυνατότητα στους υπαλλήλους οι οποίοι αποχώρησαν στη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου (19/8/2015-27/2/2016) να επανέλθουν στην υπηρεσία μέχρι την αυτοδίκαιη απόλυσή τους λόγω συμπλήρωσης του 67ου έτους ηλικίας τους, «καταδεικνύει το πρόβλημα της αδυναμίας ανανέωσης του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης στο πλαίσιο της υφιστάμενης δημοσιονομικής προσαρμογής και του κανόνα προσλήψεων» και ταυτόχρονα αποτελεί «μια έμμεση παραδοχή της αδυναμίας της Δημόσιας Διοίκησης να ανταποκριθεί στις αρμοδιότητές της με το υφιστάμενο ανθρώπινο δυναμικό της».
Αν και οι μελετητές αναφέρουν στα συμπεράσματά τους ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις που πλήττουν τον δημόσιο τομέα, κυρίως κατά την περίοδο 2010-14, αλλάζουν κατεύθυνση κατά το 7μηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2015, οπότε και επιχειρείται η επανασύσταση ειδικοτήτων και η επαναπρόσληψη προσωπικού, τονίζουν ωστόσο ότι «η υπογραφή του τρίτου Μνημονίου και οι απορρέουσες από αυτό δεσμεύσεις για περιορισμό των δημόσιων δαπανών δεν ευνοούν την ουσιαστική αποκατάσταση των δικαιωμάτων των εργαζομένων του δημόσιου τομέα και την ανταπόκρισή του στην κάλυψη των αναγκών μιας κοινωνίας που δοκιμάζεται αδιάλειπτα από τις πολιτικές λιτότητας και τον περιορισμό του ρόλου των δημόσιων υπηρεσιών και των κοινωνικών παροχών».
Η μεγάλη αλήθεια που δεν παραλείπουν να ξεκαθαρίσουν οι μελετητές είναι ότι «η βασική συνιστώσα των όποιων αλλαγών στο Δημόσιο παραμένει η δημοσιονομική προσαρμογή με βάση τις κατευθύνσεις στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων».
Ως επίλογος, η επισήμανση που περιέχεται στην εισαγωγή της μελέτης των Γιάννη Κουζή, Γιώργου Γιούλου, Ηλία Ιωακείμογλου, Φωτεινής Σανιδά και Σπύρου Τσουκαλά:
«Η συρρίκνωση του δημόσιου τομέα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των εξελίξεων στην Ευρώπη επισύροντας την υποχώρηση του κράτους πρόνοιας, συστατικού στοιχείου του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου που βιώνει μια σταδιακή απορρύθμιση παράλληλα με την αποδιάρθρωση και την απορρύθμιση της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας, χάριν της ανταγωνιστικότητας που αναδεικνύεται σε κυρίαρχη αξία υπό την επίδραση των νεοφιλελεύθερων δοξασιών».
Επέλαση της ελαστικής εργασίας
Η «απάντηση» που δόθηκε στην αποχώρηση των υπαλλήλων με καθεστώς μονιμότητας ήταν οι προσλήψεις με ελαστικές (ή έστω ελαστικότερες) μορφές εργασίας.
Εστιάζοντας στην τετραετία 2012-2015 η μελέτη διαπιστώνει μείωση του αριθμού των εργαζομένων με καθεστώς σταθερής απασχόλησης κατά 62.201 υπαλλήλους και αύξηση των έκτακτων εργαζομένων κατά 14.619 εργαζόμενους.
Πρόκειται για μια «σημαντική αλλαγή στη σύνθεση του απασχολούμενου προσωπικού στο Δημόσιο με τον περιορισμό της σταθερής απασχόλησης παράλληλα με την ενίσχυση του έκτακτου προσωπικού στο πλαίσιο της γενικότερης συρρίκνωσης της απασχόλησης στο Δημόσιο» τονίζει η μελέτη. Για το 2015 η έκτακτη απασχόληση αποτελούσε το 13,2% της συνολικής απασχόλησης σε αυτό, ενώ το 2012 ήταν στο 10,3%.
Επιπλέον εκτοξεύτηκε το ποσοστό προσλήψεων υπαλλήλων με καθεστώς Ιδιωτικού Δικαίου Αορίστου Χρόνου (ΙΔΑΧ).
Σύμφωνα με τα στοιχεία της περιόδου 2013-Οκτωβρίου 2016, οι προσλήψεις προσωπικού ΙΔΑΧ ανέρχονται στο 21,8%.
«Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο από το 1/5 του νεοπροσλαμβανόμενου τακτικού προσωπικού δεν έχει καθεστώς δημοσίου υπαλλήλου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς τις διαφορετικές εργασιακές ταχύτητες που λειτουργούν στον στενό δημόσιο τομέα» επισημαίνουν οι μελετητές, παρατηρώντας ότι το φαινόμενο αυτό αποκτά ιδιαίτερες διαστάσεις και από τους ρυθμούς ανάπτυξής του: οι προσλήψεις με καθεστώς ΙΔΑΧ αντιπροσωπεύουν το 2013 το 10,3% του συνόλου των προσλήψεων σε τακτικό προσωπικό, για να εκτοξευτούν στο 28,5% κατά το πρώτο 9μηνο του 2016.
«Οι εξελίξεις αυτές ως προς το εργασιακό καθεστώς ενισχύουν σημαντικά την παρουσία των πολλαπλών εργασιακών καθεστώτων με τις συνακόλουθες πολλαπλές ταχύτητες εργασιακών δικαιωμάτων αλλοιώνοντας την παραδοσιακή εικόνα της απασχόλησης στον χώρο του Δημοσίου και συγκλίνοντας με τα εργασιακά καθεστώτα που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα» αναφέρουν οι μελετητές.
Ολα αυτά ενώ όχι μόνο έχει θεσμοθετηθεί, αλλά και έχει επεκταθεί στο Δημόσιο η κοινωφελής εργασία με τις πεντάμηνες και οκτάμηνες συμβάσεις, επιβεβαιώνοντας ξεκάθαρα την κατεύθυνση της εξίσωσης (προς τα κάτω) της απασχόλησης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Μεγάλες μισθολογικές απώλειες
Στο 30% ανέρχεται η συρρίκνωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων μεταξύ 2009-2016 και άρα στο ίδιο ποσοστό βρίσκεται και η πτώση της αγοραστικής δύναμης των υπαλλήλων -με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ιδιόμορφη ελληνική οικονομία η οποία, σύμφωνα με άλλες μελέτες, «κρατιέται» από τις καταναλωτικές δαπάνες δημοσίων υπαλλήλων και συνταξιούχων.
Οι διάμεσες καθαρές αποδοχές των υπαλλήλων σήμερα είναι της τάξης των 1.000 ευρώ, πέφτοντας από τα 1.200 ευρώ που ήταν το 2009.
Οι σημερινές μέσες αποδοχές καταγράφονται στα 1.043 ευρώ.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι μεταβολές στην κατανομή των καθαρών αμοιβών του δημόσιου τομέα παρουσίασαν δύο διακριτές κινήσεις:
α) Κατά τα έτη 2010-2013 (ιδιαίτερα δε, το 2012-2013) υπήρξε μείωση των αμοιβών εργασίας σε ολόκληρη τη μισθολογική κλίμακα, από τις χαμηλότερες έως και τις υψηλότερες.
β) Κατά τα έτη 2014-2016 δεν υπήρξε περαιτέρω μεταβολή των μέσων αποδοχών, αλλά περιορισμός της διασποράς των ατομικών αποδοχών γύρω από τη μέση τιμή.
Πιο συγκεκριμένα, εξηγούν οι μελετητές, υπήρξε μείωση του 25% των υψηλότερων αποδοχών και κάποια αύξηση του 25% των χαμηλότερων.
Με άλλα λόγια, αυξήθηκε η συγκέντρωση των καθαρών αποδοχών γύρω από τον μέσο όρο των 1.043 ευρώ.
Υπενθυμίζεται ότι η συνολική μισθολογική δαπάνη στο Δημόσιο έχει παγιωθεί από το 2014 στα 21,8 δισ. ευρώ ετησίως.
◼ Η μελέτη του Κοινωνικού Πολύκεντρου της ΑΔΕΔΥ θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 12 Ιουνίου, στις 9.00 μ.μ., στο κτίριο Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων (Ερμού 134, Αθήνα).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου