Νεοφιλελεύθερος εθνικισμός
Θωμάς Ψήμμας
Ο νεοφιλελευθερισμός ως διακριτό ιδεολογικό ρεύμα αλληλοσυμπληρώνεται από την «αυθόρμητη τάξη-αγορά» του Hayek, τη θεωρία των «φυσικών δικαιωμάτων-ιδιοκτησιακών τίτλων» του Nozick και το μονεταρισμό του Friedman.
Σε εμπειρικό αποτύπωμα, πρώτον χαρακτηρίζεται από τη νομιμοποίηση του «ελάχιστου κράτους» (minimal state) με αποκλειστικό σκοπό την προστασία της ιδιοκτησίας των προσώπων που διαβιούν σε ορισμένη πολιτική κοινότητα.
Και δεύτερον, στηρίζεται στην ακλόνητη πίστη ότι η απελευθέρωση του εμπορίου ενώνει τους λαούς και, ιδίως, τους πιο «ικανούς» («άξιους») εκπροσώπους του ανθρώπινου είδους.
Έτσι, η διεθνοποίηση των αγορών παρουσιάζεται, υπό το νεοφιλελεύθερο πρίσμα, ευεργετική για δύο, κυρίως, λόγους: πρώτον, μέσω του trickle-down effect (διάχυση της ευημερίας προς τα κάτω), η παροχή κινήτρων (π.χ. φοροαπαλλαγές) στα ευπορότερα στρώματα βελτιώνει αυτομάτως τη θέση των ασθενέστερων (π.χ. απασχόληση) και, δεύτερον, η κατοχύρωση της οικονομικής ελευθερίας οδηγεί νομοτελειακά στην εμπέδωση της πολιτικής ελευθερίας και την τόνωση της πολυπολιτισμικής κοινωνίας.
Σε πρόσφατη ανακοίνωσή της, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, από τα κατεξοχήν success story του εγχώριου νεοφιλελεύθερου αφηγήματος, στρέφεται κατά του Γερμανού Υπουργού Οικονομικών, κ. Σόιμπλε, διότι μέσω των δηλώσεών του επιχειρεί να πλήξει τον περήφανο ελληνικό εφοπλισμό.
Βλέπουμε, συνεπώς, ότι, παρά τις περί του αντιθέτου ιδεολογικές διακηρύξεις των νεοφιλελεύθερων θεωρητικών, η απελευθέρωση των αγορών όχι απλώς δεν προάγει την πολυπολιτισμικότητα, αλλά αντίθετα χρησιμοποιεί τον εθνικό μεγαλοϊδεατισμό ως νομιμοποιητική βάση των φορολογικών προνομίων υπέρ ορισμένης επιχειρηματικής κάστας.
Στο όνομα της «ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας» (κατ’ ουσίαν κινεζοποίηση των ανεπτυγμένων οικονομιών της Δύσης), ο εγχώριος εφοπλιστικός κλάδος αναπαράγει τον εθνικιστικό μύθο του καταφερτζή Έλληνα Ροβινσώνα Κρούσου που, σε πείσμα των καιρών και απέναντι σε δόλιους «ξένους», κατακτά με το επιχειρηματικό του δαιμόνιο και τα «ανοιχτά πανιά» του τα πέρατα της οικουμένης.
Χάριν της διαφύλαξης της ελληνικής ναυτιλίας ως «κόρης οφθαλμού», ο εφοπλιστικός κλάδος της χώρας διεκδικεί ακόμα εντονότερη (υπέρ του φυσικά) ταξική μεροληψία, δηλαδή μηδαμινή συνεισφορά στον κρατικό κορβανά, σε μια εποχή που θα κληθούν να πληρώσουν φόρο επισφαλώς εργαζόμενοι των 400 ευρώ το μήνα (μείωση αφορολόγητου).
Και, μάλιστα, η βίαιη αναδιανομή πλούτου υπέρ των λίγων (π.χ. εφοπλιστές) ενδύεται με το μανδύα της υπεύθυνης «εθνικής» στάσης. Ο «εθνικός» χαρακτήρας της εφοπλιστικής προπαγάνδας δεν θεμελιώνεται, όμως, στην προσπάθεια τόνωσης του διαρκώς συρρικνούμενου ΑΕΠ της χώρας, αλλά στην παρελθοντολαγνική ανάγνωση πολιτισμικών στερεοτύπων των Ελλήνων ποντοπόρων.
Έτσι, με την απειλή κτήσης «σημαιών ευκαιρίας» σε περίπτωση φορολόγησής τους, οι «δικοί μας» εφοπλιστές αυτοπροσδιορίζονται ως «εθνικό κεφάλαιο», το οποίο πρέπει να προστατεύεται διά της κρατικής παραλείψεως (π.χ. μη φορολόγηση), δηλαδή με τα στραβά μάτια του άγρυπνου «κράτους-νυκτοφύλακα».
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η νεοναζιστική εγκληματική οργάνωση-«πολιτικό κόμμα» (Χρυσή Αυγή) συνεχώς εξαίρει σε κοινοβουλευτικές της παρεμβάσεις την «εθνική ευεργεσία» του ναυτιλιακού κεφαλαίου της χώρας, το οποίο επιμένει «ελληνικά», ταξιδεύοντας τη «γαλανόλευκη σημαία» στις θάλασσες του κόσμου.
Δυστυχώς ζούμε πλέον ως real life τη νεοφιλελεύθερη εθνικιστική προπαγάνδα του «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι», όπου ο «άριστος» Έλληνας ναυτίλος φτάνει μέχρι την αυλή της Μεγάλης Αικατερίνης (ραγιαδισμός) και συμβάλλει «ανιδιοτελώς» τα μέγιστα στην Επανάσταση («εθνικός ευεργέτης»), με το αζημίωτο φυσικά (προνόμια), κάτι που ο σκηνοθέτης κ. Σμαραγδής φυσικά αφήνει στο περιθώριο της αγιογραφίας του πρωταγωνιστή Ιωάννη Βαρβάκη.
Η «αριστεία» αντιμετωπίζεται ως «τίτλος τιμής», που συμβάλλει στην εδραίωση και αναπαραγωγή μιας άνωθεν επιβαλλόμενης Εθνικής ιδέας, ενός δήθεν «κοινού, ενιαίου κι αδιαίρετου εθνικού συμφέροντος», το οποίο «αγκαλιάζει» με μεγαλοψυχία και μεγαθυμία τον «καπάτσο, ποντοπόρο κεφαλαιοκράτη» και τον «τίμιο, ανασφάλιστο προλετάριο ναυτικό».
Τα προνόμια του εφοπλιστή-κεφαλαιοκράτη, εξάλλου, πάντοτε δικαιολογούνται για το «καλό» του εργαζομένου του, διαιωνίζοντας την φυσικοποίηση μιας κοινωνικά επινοημένης ιεραρχίας.
Η παραπάνω αποδόμηση του εφοπλιστικού success story, ασφαλώς, δεν αθωώνει την –εξίσου- εθνικιστική οικονομική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης με προεξάρχοντα τον Υπουργό Οικονομικών της, κ. Σόιμπλε.
Η ορθή επισήμανσή του για προκλητική ασυλία του εφοπλιστικού κλάδου από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές (κυβερνήσεις) υποκρύπτει ανταγωνιστική -αντίθετη με την διακηρυσσόμενη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και ισότητα- πριμοδότηση του γερμανικού ναυτιλιακού κλάδου.
Παράλληλα, η αποδοκιμασία των εφοπλιστικών προνομίων δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα εύσχημο άλλοθι για τη σχιζοφρενική μεταλλαγή του «μαρτυρίου της σταγόνας» (λιτότητα), της ταξικά μεροληπτικής σχέσης δανειστών-οφειλετών (σε επίπεδο κρατών πια) σε ευρωπαϊκή θεσμική κανονικότητα (ESM).
Κοινή συνισταμένη των δύο όψιμων «αντιπάλων» (ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο, γερμανικό Υπουργείο Οικονομικών) είναι, εντέλει, η προσκόλληση στο νεοφιλελεύθερο εθνικισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου