Η ψευδοεπιστήμη των φυλετικών διακρίσεων
Σπύρος Μανουσέλης
Υπάρχει, άραγε, κάποιο βιολογικό θεμέλιο για την ταξινόμηση των ανθρώπων σε διαφορετικές φυλετικές ομάδες; Και η ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους δικαιολογεί τις ρατσιστικές διακρίσεις σε «ανώτερες» και «κατώτερες» φυλές;
Αν, όπως επιβεβαιώνεται καθημερινά τα τελευταία χρόνια, οι καταστροφικές εκδηλώσεις της ξενοφοβίας και του ρατσισμού εντείνονται σε περιόδους κοινωνικοοικονομικής κρίσης, τότε κάθε άλλο παρά αδιάφορο είναι να κατανοήσουμε το πώς η σύγχρονη επιστημονική σκέψη επιχειρεί να εξηγήσει τη διαχρονική και επίμονη παρουσία στην ανθρώπινη ιστορία τέτοιων οδυνηρών και δυσοίωνων φαινομένων.
Πώς θα έπρεπε να εξηγήσουμε την τρέχουσα αναζωπύρωση των καταστροφικών συναισθημάτων φόβου, δυσπιστίας και μισαλλοδοξίας απέναντι στους «άλλους»;
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Ρατσισμού και για την εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων που -από το 1966- καθιερώθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών να εορτάζεται την 21η Μαρτίου έχει, πιστεύουμε, ενδιαφέρον να εξετάσουμε αν υπάρχει κάποια ικανοποιητική επιστημονική ερμηνεία και, ενδεχομένως, μια βιολογική εξήγηση για το τσουνάμι ρατσιστικών αισθημάτων που εκδηλώνονται πλέον ανοιχτά και απροκάλυπτα στους δρόμους των μεγαλουπόλεων, στις σχολικές τάξεις, στους χώρους εργασίας;
Και πώς επιχειρείται η νομιμοποίηση αυτών των ξενοφοβικών αντιδράσεων από την παλαιά και νέα ρατσιστική ιδεολογία;
Με περισσή ευκολία χωρίζουμε τους ανθρώπους σε διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες ή «φυλές», με βάση κάποια ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά, κοινά στην κάθε φυλετική ομάδα.
Μήπως δεν είναι προφανές, όπως υποστήριζαν μέχρι πρόσφατα αρκετοί επιστήμονες (ανατόμοι, γενετιστές, βιοανθρωπολόγοι), ότι οι ανθρώπινοι πληθυσμοί διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τα ανατομικά χαρακτηριστικά τους: στο χρώμα του δέρματος, στο ύψος, στα μαλλιά, τα μάτια και στις ποικίλες κρανιοσκοπικές μετρήσεις; Κανείς δεν θα συνέχεε ποτέ έναν Εσκιμώο με έναν Αφρικανό, έναν Κινέζο με έναν Ευρωπαίο!
Στη θεωρία φαίνεται εύλογο και ενδεχομένως αρκετά απλό το να ταξινομούμε τους ανθρώπινους πληθυσμούς σε διαφορετικές «φυλές». Οι πραγματικές δυσκολίες, όμως, ανακύπτουν μόλις αναγκαστούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα ταξινομικά μας κριτήρια, δηλαδή τα συγκεκριμένα, μοναδικά και μετρήσιμα χαρακτηριστικά βάσει των οποίων επιβάλλεται να διαχωρίζουμε το ανθρώπινο είδος σε επιμέρους ανθρώπινες φυλές.
Μάταια θα αναζητούσε κανείς τα «γονίδια» ή τα «εγκεφαλικά κέντρα» της ρατσιστικής συμπεριφοράς, διότι κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται ρατσιστής.
Πράγματι, όταν ολοκληρώσουμε την ταξινόμηση όλων των ανθρώπινων πληθυσμών σε διαφορετικές φυλές, σχεδόν αμέσως διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές στο εσωτερικό της κάθε μεμονωμένης φυλής.
Για παράδειγμα, τα εξωτερικά σωματικά χαρακτηριστικά των λευκών Ευρωπαίων διαφέρουν σημαντικά ανάλογα με το αν είναι Βόρειοι ή Μεσογειακοί και το ίδιο ακριβώς ισχύει για τους Ασιάτες ή τους Αφρικανούς. Ομως, τέτοιες εξόφθαλμα «φυλετικές» διαφορές παρατηρούνται ακόμη και ανάμεσα στα μέλη της κάθε μεμονωμένης ανθρώπινης φυλής που ζουν στην ίδια γεωγραφική περιοχή.
Υπάρχει, άραγε, κάποιο βιολογικό θεμέλιο για την ταξινόμηση των ανθρώπων σε διαφορετικές φυλετικές ομάδες; Και η ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους δικαιολογεί τις ρατσιστικές διακρίσεις σε «ανώτερες» και «κατώτερες» φυλές;
Από την εποχή που ο Πλάτων στον «Θεαίτητο» χώρισε τους ανθρώπους σε Αθηναίους και Βαρβάρους μέχρι τα πιο πρόσφατα ταξινομικά συστήματα, οι ειδικοί δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σε έναν κοινά αποδεκτό ορισμό τού τι πρέπει να θεωρείται «ανθρώπινη φυλή», ούτε καν στη βάση ποιων κοινά αποδεκτών κριτηρίων -βιολογικών, ιστορικών ή ανθρωπολογικών- μπορούμε να την προσδιορίσουμε.
Μήπως τελικά ένας ακριβής ορισμός της ανθρώπινης φυλής είναι πρακτικά ανέφικτος επειδή η «φυλή» ως επιστημονική κατηγορία είναι μη εφαρμόσιμη στους ανθρώπους;
Στη Βιολογία, πάντως, ως «φυλή» ορίζεται η ομάδα ή, ακριβέστερα, ο πληθυσμός των ζώων που, ενώ ανήκουν στο ίδιο είδος, παρουσιάζουν ορισμένα διακριτά βιολογικά χαρακτηριστικά, άρα φυλή σημαίνει υποείδος. Επομένως, το γεγονός ότι επί αιώνες οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή και ασφαλή ταξινόμηση των ανθρώπινων πληθυσμών ίσως, στην πραγματικότητα, να οφείλεται στην ανυπαρξία διακριτών «φυλών» μέσα στο ανθρώπινο είδος.
Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα οι ειδικοί άρχισαν να προσφεύγουν ολοένα και πιο συχνά στη συγκριτική και στατιστική ανάλυση του ανθρώπινου DNA θεωρώντας ότι, σε τελευταία ανάλυση, τα γονίδια είναι υπεύθυνα για τις ορατές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.
Μία από τις πιο συστηματικές μελέτες πραγματοποιήθηκε από τον Ρίτσαρντ Λιούοντιν (R. Lewontin), κορυφαίο γενετιστή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Αυτός ο προοδευτικός και ιδιοφυής ερευνητής κατάφερε, κατά τη δεκαετία του 1970, να επινοήσει μια αποτελεσματική μέθοδο ακριβούς συσχέτισης της ποικιλομορφίας μας ως είδος με τα ιδιαίτερα γονίδιά μας. Κατάφερε δηλαδή να συσχετίσει και να αναλύσει γενετικά τις διαφορές μεταξύ ανθρώπινων φυλών.
Το απρόσμενο και ιδιαίτερα εντυπωσιακό συμπέρασμα των πρωτοποριακών ερευνών του (που μετέπειτα επιβεβαιώθηκαν και από πολλές άλλες σχετικές έρευνες) ήταν ότι η γενετική ποικιλομορφία μεταξύ διαφορετικών και γεωγραφικά απομονωμένων ανθρώπινων πληθυσμών είναι ελάχιστη, ενώ η γενετική ποικιλότητα μεταξύ ατόμων που ανήκουν στον ίδιο πληθυσμό είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερη!
Πιο πρόσφατες έρευνες στατιστικής και γεωγραφικής γενετικής, όπως αυτές του μεγάλου Ιταλού βιοανθρωπολόγου Λουίτζι Κ. Σφόρτσα (L. C. Sforza) και των μαθητών του, επιβεβαίωσαν ότι οι αλλαγές και οι διαφοροποιήσεις στη γενετική και ανατομική ποικιλομορφία των ανθρώπων δεν συμβαίνουν σε γεωγραφικά προκαθορισμένα «πακέτα», δηλαδή σε διαφορετικές φυλές του ανθρώπινου πληθυσμού:περίπου οι ίδιες γονιδιακές παραλλαγές εμφανίζονται σταθερά κατανεμημένες σε όλους τους υπάρχοντες ανθρώπινους πληθυσμούς που ζουν σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη μας.
Τα κοινά ανατομικά και νοητικά χαρακτηριστικά όλων των πλασμάτων που ανήκουν στο είδος μας (Homo sapiens) βασίζονται προφανώς στην κοινή γονιδιακή κληρονομιά που όλοι μοιραζόμαστε ως ανθρώπινα όντα και η κοινή γενετική κληρονομιά μας εξηγείται προφανώς από την κοινή βιολογική καταγωγή και εξέλιξη των ανθρώπινων γονιδιωμάτων.
Αν λοιπόν πρέπει κάπου να αναζητήσουμε την εξήγηση της επίμονης διαφοροποίησης σε «ανθρώπινες φυλές» είναι στις κοινωνικές-εθνικές ανισότητες και στη ρατσιστική νοοτροπία μέσω της οποίας οι εκάστοτε εξουσίες επιχειρούν να νομιμοποιήσουν αυτές τις μεγάλες ανισότητες, και όχι βέβαια στη βιολογία μας.
Ο ξενοφοβικός εγκέφαλος
Αν, ωστόσο, η βιολογική ενότητα και η «ταυτότητα» του ανθρώπινου είδους καθορίζονται από τα κοινά γονίδιά μας, τότε πώς εξηγούνται η μεγάλη ποικιλομορφία του είδους μας, όσο και η ουσιαστική μοναδικότητα κάθε ανθρώπινου όντος;
Η απάντηση σε αυτό το αποφασιστικό ερώτημα εξαρτάται από την αποκάλυψη των περίπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα γονίδια, το περιβάλλον και τη συμπεριφορά: από το πώς δηλαδή σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα ο γονότυπος, δηλαδή το σύνολο των γονιδίων του, συνδιαμορφώνει μαζί με το περιβάλλον τον φαινότυπο, δηλαδή το σύνολο των ανατομικών και των συμπεριφορικών χαρακτηριστικών του οργανισμού.
Αποφασιστικός διαμεσολαβητής αυτών των περίπλοκων τριαδικών αλληλεπιδράσεων είναι το νευρικό σύστημα, και ειδικότερα ο εγκέφαλος. Δικαιολογημένα λοιπόν η επιστημονική έρευνα, στις μέρες μας, εστιάζει περισσότερο στον εγκέφαλο και όχι στα γονίδια, αναζητώντας το βιολογικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο εγγράφονται και, κατόπιν, ενεργοποιούνται οι φυλετικές προκαταλήψεις μας. Γιατί, προφανώς, οι φυλετικές προκαταλήψεις είναι οι επίκτητες -δηλαδή μη γενετικές- εγκεφαλικές εγγραφές που επιτρέπουν την εκδήλωση των ρατσιστικών συμπεριφορών μας.
Στο ερώτημα λοιπόν αν και πώς μπορούμε να εντοπίσουμε έναν ρατσιστή; Η απάντηση φαίνεται απλή σήμερα: «φωτογραφίζοντας» τη δραστηριότητα του εγκεφάλου του! Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζονται κάποιοι νευροεπιστήμονες, όπως ο Ευρωπαίος Τομπάιας Μπρος (Tobias Brosch) και η Αμερικανίδα Ελίζαμπεθ Φελπς (Elizabeth Phelps).
Χάρη στις πολυετείς έρευνές τους, το «φωτογραφίζω» τη δραστηριότητα του εγκεφάλου ενός ρατσιστή σημαίνει: παρακολουθώ, μέσω της λειτουργικής Μαγνητικής Τομογραφίας (fMRI), τις μεταβολές της αιματικής ροής και άρα την κατανάλωση οξυγόνου στις διάφορες περιοχές του εγκεφάλου του εθελοντή που δραστηριοποιούνται όταν βλέπει έναν ξένο και κάνει ξενοφοβικές σκέψεις.
Συνοψίζοντας σε ένα άρθρο στο περιοδικό «Psychological Science» τα αποτελέσματα των ερευνών του, ο Τομπάιας Μπρος γράφει: «Η διαφορετική δραστηριοποίηση ορισμένων εγκεφαλικών περιοχών που καταγράφηκε όταν οι εθελοντές κοίταζαν ορισμένες φωτογραφίες ξένων ήταν πολύ πιο έντονη στους ρατσιστές παρά στα άτομα χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις».
Χρησιμοποιώντας την ίδια τεχνική νευροεγκεφαλικής απεικόνισης, η Ελίζαμπεθ Φελπς (Elizabeth Phelps), διάσημη γνωσιακή νευροεπιστήμων στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, κατάφερε όχι μόνο να εντοπίσει επακριβώς τα εγκεφαλικά σύστοιχα των ξενοφοβικών και ρατσιστικών προκαταλήψεων, αλλά επιχείρησε και να μετριάσει την εκδήλωσή τους.
Ηδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αυτή και οι συνεργάτες της προσπαθούν να αποκαλύψουν τους υποσυνείδητους νευροεγκεφαλικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται άμεσα στην εκδήλωση των ανθρώπινων ξενοφοβικών αντιδράσεων και των ρατσιστικών συμπεριφορών: τη μη συνειδητή τάση μας να προτιμάμε όσους ανήκουν στην ίδια εθνική ομάδα με εμάς ενώ, αντίθετα, να είμαστε δύσπιστοι ή και εχθρικοί απέναντι σε άτομα από διαφορετικές εθνικές ομάδες.
Αυτές οι «υποσυνείδητες ρατσιστικές προκαταλήψεις», όπως τις αποκαλεί η Ε. Φελπς, δεν εκδηλώνονται μόνο μεταξύ ατόμων διαφορετικής εθνικής προέλευσης (π.χ. λευκοί-μαύροι), αλλά και στο εσωτερικό της ίδιας εθνικής ομάδας (π.χ. άνδρες-γυναίκες, νέοι-γέροι, ετερο-ομοφυλόφιλοι).
Με αυτό τον τρόπο, οι σημερινές νευροεπιστήμες επιχειρούν να διαφωτίσουν τις εγκεφαλικές προϋποθέσεις της ξενοφοβικής και της απροκάλυπτα ρατσιστικής συμπεριφοράς μας. Μια επιστημονική εξέλιξη που, στο μέλλον, ενδέχεται να οδηγήσει σε νέες πολύ πιο αποτελεσματικές τεχνικές επιλεκτικής αποσιώπησης ή και, ενδεχομένως, ενίσχυσης (π.χ. σε περίπτωση πόλεμου) των ανθρώπινων ρατσιστικών συναισθημάτων απέναντι στους «ξένους».
Από τον βιολογικό στον πολιτισμικό νεορατσισμό
Οι σημασίες της φυλής και οι εκδηλώσεις του ρατσισμού καθορίζονται, κάθε εποχή, είτε από τη δήθεν ιδιαίτερη βιολογική φύση μας («το αίμα», τα γονίδια, ο εγκέφαλος) είτε με βάση τον πολιτισμό μας (θρησκείες, εθνική ταυτότητα και ιστορία, κοινά ήθη κ.ο.κ.).
Από την αρχαιότητα μέχρι τη νεωτερική εποχή, η απαξίωση του «ξένου», του «βάρβαρου», βασιζόταν πρωτίστως σε θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές ή πολιτισμικές διαφορές και όχι σε διαφορές «αίματος», δηλαδή στην αμφισβήτηση της ανθρώπινης φύσης των «ξένων» και «διαφορετικών» από εμάς ανθρώπων.
Οι πρώτες επιστημονικές ρατσιστικές θεωρίες περί «φυλετικής κατωτερότητας», αρχικά των Αφρικανών, κατόπιν των Ασιατών και αργότερα των ευρωπαϊκών λαών της Μεσογείου, επινοήθηκαν, κατά την ύστερη νεωτερική εποχή, σε μια προσπάθεια να δικαιολογηθεί ιδεολογικά και μέσω της επιστήμης η εκμετάλλευση από την «ανώτερη» λευκή φυλή αυτών των εξαθλιωμένων και «απολίτιστων» πληθυσμών.
Φυλετική εκμετάλλευση την οποία οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες δεν θεωρούσαν διόλου απρεπή ή απάνθρωπη αφού, χάρη στην ψευδοεπιστήμη της εποχής και την αντίστοιχη ρατσιστική κουλτούρα, έμαθαν να βλέπουν τα μέλη αυτών των «κατώτερων φυλών» ως... υπανθρώπους.
Μια ξενοφοβική πολιτική στρατηγική που επειδή, όπως είδαμε, δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να δικαιολογηθεί επιστημονικά, οι σύγχρονες νεορατσιστικές ιδεολογίες επιχειρούν να τη νομιμοποιήσουν όχι πια ως βιολογικό αλλά ως ανυπέρβλητο ιστορικό, θρησκευτικό και άρα πολιτισμικό χάσμα μεταξύ των διαφορετικών «φυλών».
Ο μετανεωτερικός ρατσισμός
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ο νεορατσισμός, προάγοντας συστηματικά τον πολιτισμικό, διαχωρισμό επιβάλλει αυτόματες ξενοφοβικές συμπεριφορές και συνεπώς τον γεωγραφικό διαχωρισμό ως δήθεν ζωτική ανάγκη για την προστασία του «ζωτικού χώρου» των ημεδαπών από τους ξένους (μετανάστες).
Μολονότι ο νεορατσισμός δεν στηρίζεται στα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά των ξένων, προβάλλει -με εξίσου αποκρουστικό και απάνθρωπο τρόπο με τον κλασικό ρατσισμό- το δήθεν φυσικό - ιστορικό δικαίωμα των γηγενών πληθυσμών να προστατεύουν την εθνική τους ταυτότητα, που προφανώς θεωρείται «ανώτερη».
Μια εμφανώς ακροδεξιά ρατσιστική πολιτική που δικαιολογείται από τις δήθεν ασύμβατες πολιτισμικές-ηθολογικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους διαφορετικούς ανθρώπινους λαούς. Βασιζόμενοι σε τέτοια ανιστόρητα και απλοϊκά ανθρωπολογικά επιχειρήματα, οι νεορατσιστές αρνούνται κατηγορηματικά ότι είναι «ρατσιστές», αν και η συνήθης εχθρική ή εξοντωτική συμπεριφορά τους απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες αποδεικνύει -στην πράξη- το ακριβώς αντίθετο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου