Η εικόνα είναι πάνω κάτω γνωστή σε
όλους.
Τελειωμένοι άνθρωποι, στον πεζόδρομο του Πανεπιστημίου. Από τη
στιγμή, κιόλας, που βγαίνεις από το σταθμό του Μετρό
«Πανεπιστήμιο» σε
πιάνει αυτή η ασφυξία των εικόνων. Οι
κυρτωμένες φιγούρες αλυχτούν για
τη δόση τους. Οι ευθυτενείς αστυνόμοι, δημόσιοι της ΕΛ.ΑΣ. και
δημοτικοί, με το πλαστικό κύπελλο του καφέ στο ένα χέρι και με τον
ασύρματο στο άλλο, συντονίζουν.
Τι άραγε; Είναι παιδιά που παλεύουν για
το μεροκάματο. Και με κομμένα, λόγω τρόικας, τα επιδόματά τους.
Πιτσιρικάδες είναι, αγόρια και κορίτσια, με τις στολές. Με τα πιστόλια
και τις χειροπέδες, αυτοί της ΕΛ.ΑΣ., με ασυρμάτους αυτοί της Δημοτικής
Αστυνομίας. Πιτσιρίκια είναι και οι
«εχθροί» τους. Χαμένα στη μετάφραση
της κανονικής ζωής.
Μετανάστες πωλούσαν τσάντες, πιτζάμες, σώβρακα, κιλότες, κάλτσες,
ρολόγια. Όλα με γνωστά ονόματα, φίρμες μαϊμούδες. Κάποιοι άλλοι δεν
πωλούσαν αυτά. Πωλούσαν γνησιότατο θάνατο σε μικρά φακελάκια, σε μέγεθος
που χάνονταν ακόμα και στις τρεμάμενες παλάμες των κυρτωμένων πελατών
τους. Κοκαλιάρικα σώματα, διπλωμένα στα βρωμερά πλακάκια. Ένας έσπρωχνε
τη σύριγγα στην πληγιασμένη του γάμπα, από μακριά, έτσι όπως την έβλεπα,
έμοιαζε με τον χάρτη της δυστυχίας. Για να μην πω με τον Άτλαντα του
θανάτου και θεωρηθώ υπερβολικός. Ένας άλλος, Έλληνας αυτός, φαινόταν να
συντονίζει το παιχνίδι μεταξύ αλλοδαπών και Ελλήνων εξαρτημένων. Αν
υπήρχε τρόπος ν’ ανέβω ψηλά, το σκηνικό θα έμοιαζε με θέατρο σκιών,
αληθινών σκιών. Μόνο που δεν θα αντιλαμβανόμουν εύκολα τη μυρωδιά. Της
εξαθλιωμένης ανθρωπίλας που μύριζε ο πεζόδρομος της Μασσαλίας. Από κοντά
ήταν και οι άστεγοι σ’ εκείνο το βρωμερό πάρκο έξω από την πόρτα της
Νομικής, στον πεζόδρομο. Νάιλον σκεπάσματα, τριμμένες κουβέρτες,
κατσαρολικά δίπλα σε ξερατά ανθρώπων.
Ένας αλλοδαπός, πλησίαζε, μαζί με την παρέα του. Η αλήθεια είναι ότι
ασυναίσθητα έσφιξα το χέρι μου στην τσέπη του μπουφάν με το πορτοφόλι.
Τι μικροαστική συμπεριφορά, Θεέ μου… Ο τόπος βρωμούσε. Κάτουρο και
θάνατο μαζί. Και ήταν μόλις μία το μεσημέρι. Οι περαστικοί έκρυβαν τις
αναπνευστικές τους οδούς, μύτες και στόματα, με ό,τι είχαν εύκαιρο.
Μαντήλια, παλάμες. Ο αλλοδαπός που πλησίαζε είχε άλλα καθήκοντα. Μίλησε
με μερικούς δικούς του, κανόνισε διάφορα και μετά έφυγε προς τη Σόλωνος.
Και ξαφνικά, από το πουθενά, εμφανίστηκαν δεκάδες άλλοι με τυλιγμένους
μπόγους στην πλάτη και τους άπλωσαν στον πεζόδρομο. Τσάντες, πιτζάμες,
σώβρακα, κιλότες, κάλτσες, ρολόγια…
Πίσω από αυτούς, κάποιοι άλλοι συνέχιζαν τις συνεννοήσεις. Μέχρι που
εμφανίστηκε ένας Έλληνας εξαρτημένος. Τρυπημένος παντού. Χωρίς
παπούτσια. Με πρησμένα πόδια. Πλησίασε τον αλλοδαπό. Καθόμουν να δω,
παριστάνοντας ότι μιλούσα στο κινητό μου. Ο αλλοδαπός τού μιλούσε
περίεργα, μέχρι που έχωσε τα δυο του δάχτυλα στο στόμα. Έβγαλε κάτι και
του το έδωσε. Και όλα τέλειωσαν εκεί. Ο ξυπόλυτος Έλληνας έφυγε. Και μια
σχισμή χαμόγελου σχηματίστηκε στο αρρωστημένο του στόμα. Άρχισα ν’
ανηφορίζω.
Ο πεζόδρομος ακόμα βρωμούσε. Κάτουρο και θάνατο μαζί. Οι δημοτικοί
αστυνόμοι μαζί με αυτούς της ΕΛ.ΑΣ, κάθονταν δίπλα στον σταθμό
«Πανεπιστήμιο». Κάπνιζαν κι έπιναν καφέ από πλαστικό κύπελλο με
καλαμάκι. Ρουφούσαν αυτάρεσκα τη μυρωδιά του. Στο μεταξύ, ο πεζόδρομος
του ελληνικού πανεπιστημίου, βρωμούσε ακόμα. Κάτουρο και θάνατο μαζί.
Και κανείς δεν ήταν ικανός να κάνει το παραμικρό γι’ αυτό…
*Ο Κώστας Κυριακόπουλος είναι δημοσιογράφος στην Ελευθεροτυπία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου