Ποιος έκαψε την Αθήνα;
Του Γιάννη Δ. Στεφανάκι*
Βλέποντας τα φλεγόμενα κτήρια
και το πλιάτσικο των καταστημάτων την Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2012
(ημερομηνία που πέρασε ήδη στη νεότερη ιστορία), ήμουν σίγουρος ότι τη
μερίδα του λέοντος θα την κέρδιζε η καταστροφολογία στα μέσα μαζικής
επικοινωνίας σε σχέση με τον πρωτοφανή όγκο του παλλόμενου και
αποφασισμένου πλήθους που από νωρίς είχε κατακλύσει το κέντρο της
Αθήνας. Ο κόσμος συνέρρεε με τα πόδια από τις συνοικίες σαν
συνεννοημένος να παρασύρει στο πέρασμά του τους όποιους διστακτικούς,
τους όποιους εναπομείναντες φίλους μιας θνήσκουσας πολιτικής.
Παρατηρώντας τις καταστροφές και αναπνέοντας τα αναβαθμισμένα χημικά
από τα χιλιάδες ΜΑΤ -που το μόνο μέλημά τους ήταν η περιφρούρηση της
Βουλής- ο κόσμος, εξουθενωμένος και αμήχανος από το τέλειο έγκλημα που
έβλεπε να συντελείται στο ελληνικό κοινοβούλιο, δεν αντιδρούσε, αλλά
ήταν σαν να ταυτιζόταν με τους «μπαχαλάκηδες».
Απελπισμένο πλήθος, που από φόβο πλέον επιδιώκει μια γενικευμένη εξέγερση χωρίς έλεγχο; Εννοούσε άραγε κάτι ο Γιωργάκης μ’ εκείνο το περίφημο «θα μας πάρουν με τις πέτρες!»; Βεβαίως, είναι λυπηρό να βλέπεις περιουσίες να καταστρέφονται και ανθρώπους να προστίθενται στην ολοένα και αυξανόμενη λίστα των ανέργων. Να καίγονται τόσα νεοκλασικά κτήρια (τυχαίο;), αριστουργήματα της νεότερης αρχιτεκτονικής ιστορίας στην Ελλάδα, που όμοιά τους δεν ξαναγίνονται.
Όσα παπαγαλάκια όμως στέκονται μόνο στις καταστροφές, μάλλον δεν ήταν
την Κυριακή στο Σύνταγμα. Τον παλμό του κόσμου τον έπαιρναν με
χαλασμένα στηθοσκόπια από τον καναπέ τους, κάνοντας ζάπινγκ και
βλέποντας στην οθόνη της τηλεόρασής τους εγκάθετους να ψηφίζουν την
καταδίκη της χώρας -πιστεύοντας (;) στη σωτηρία της-, παράλληλα με τις
φλόγες των κτηρίων, για περισσότερο εκφοβισμό. Ωραίο κόλπο! Κόσμος δεν
υπήρχε στους δρόμους γι' αυτούς, παρά μόνον οι 500 κουκουλοφόροι. Το
Μνημόνιο 2 έπρεπε να περάσει, η δανειακή σύμβαση έπρεπε να ψηφιστεί.
Ήταν σίγουροι. Δεν ήταν όμως καθόλου σίγουροι για το ένα εκατομμύριο
κόσμου που θα ψήφιζε ΟΧΙ έξω από τη Βουλή, αλλά και τους χιλιάδες
διαδηλωτές που βγήκαν την ίδια μέρα στις πλατείες όλης της χώρας. Το
αγριεμένο πλήθος κάτω από τη βροχή των ασφυξιογόνων χανόταν στα στενά
και από άλλους παράδρομους ξαναγύριζε στην πλατεία κατακλύζοντας ξανά
τις λεωφόρους.
Δεν καταλαβαίνουν άραγε ; (ή κάνουν πως δεν βλέπουν;) πως με αυτή την
εκρηκτική οργή του κόσμου οι 500 «γνωστοί άγνωστοι» θα γίνουν η
πλειοψηφία; Φοβάμαι πως θα παρεξηγηθώ, γι' αυτό σπεύδω να διευκρινίσω
πως οι καταστροφές από τη μία ωφελούν το σύστημα -κι εδώ χρεώνονται οι
προβοκάτορες- κι από την άλλη επιβαρύνουν τις τσέπες μας. Όμως γνώριζαν
και είναι σαν να υποδαύλιζαν οι ίδιοι αυτή την κατάσταση. Τους τρομάζει
το αγριεμένο πλήθος, έχει θολώσει το αρρωστημένο μυαλό τους από τις
δημοσκοπήσεις. Έτσι ή δεν έπαιρναν σοβαρά αυτό που όλοι συζητούσαν: «την
Κυριακή θα γίνει χαμός» ή -και πάλι θα το ξαναπώ-: αυτός ο χαμός τούς
βολεύει.
Στην οδό Πανεπιστημίου ένας νεαρός με ένα τεράστιο καδρόνι έσπαγε τα
φανάρια. Όταν του ζήτησα να δικαιολογήσει την πράξη του, μου είπε «έτσι
κι αλλιώς από τις τελευταίες βροχές τα μισά δεν δουλεύουν». Εκατοντάδες
κόσμος κάθε ηλικίας παρακολουθούσε χωρίς να αντιδρά, τη στιγμή που θα
μπορούσε με μια κίνησή του να τον ακινητοποιήσει. Την ίδια στιγμή ένας
εκκωφαντικός ρυθμικός θόρυβος γέμιζε τον αέρα παραπέμποντας σε πορεία
τανκς. Ήταν το αποτέλεσμα κτυπημάτων από ανθρώπινα χέρια, σε
προστατευτικές λαμαρίνες καταστημάτων. Άνθρωποι χωρίς κουκούλες, όχι
βεβαίως για να κάνουν ζημιά, αλλά για να εκφράσουν την οργή τους,
ξεσπούσαν ή εκτονώνονταν -όπως πολύ σωστά βολεύει να λέγεται τελευταία.
Δίπλα ηλικιωμένες κυρίες δήλωναν πως, αν ήταν είκοσι χρόνων, θα έπιαναν
κι αυτές τις πέτρες.
Η αδιάλλακτη πολιτική της Ευρώπης και της ελληνικής υποτακτικής
κυβέρνησης φέρνουν τον κόσμο σε απόγνωση. Από την άλλη, αστείοι
δημοσιογράφοι, που από το ζόρι τους ούτε το σάλιο τους δεν καταπίνουν,
μας βομβαρδίζουν -για το καλό μας- ότι εδώ που φτάσαμε πρέπει να κάνουμε
υπομονή. Πως τα λεφτά «που υπάρχουν» και που «όλοι μαζί φάγαμε» πρέπει
να τα γυρίσουμε πίσω. Την ίδια στιγμή το βαθύ κράτος και τα λαμόγια με
τις καταθέσεις στις ελβετικές τράπεζες (που ίσως ποτέ δεν μάθουμε ποιοι
είναι) καλά κρατούν.
* Ο Γιάννης Δ. Στεφανάκις είναι ζωγράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου