Ζαχαρόνερο.
Την κοίταξα έκπληκτος και βέβαιος ότι επρόκειτο σε λίγο να ανακαλύψω το αρχέγονο μυστικό της υπεράνθρωπης αντοχής στις δοκιμασίες, μιας ευεξίας απίθανης για έναν αιωνόβιο οργανισμό. «Τι έκανες ενώ πονούσες τόσο πολύ μετά το ατύχημα, μόνη σου χωρίς κανέναν; Πώς κατάφερες να τα βγάλεις πέρα;»
Του Ιωάννη Γερμανού
«Ξέρεις, όταν ήμουν ακόμη στα ξένα και είχα στενοχώριες και πονούσα
μονάχη, έβαζα λίγο νεράκι κι έλιωνα μέσα λίγη… (κόμπιασε - τα χέρια της,
αυλακωμένα από τα χειμαρρώδη χρόνια που πέρασαν πάνω τους, έτριψαν μιαν
αόρατη σκόνη) …ζαχαρίτσα.»
Σιωπή.
«Ζάχαρη;! Δηλαδή δεν ήπιες παυσίπονα ή τίποτα φάρμακα για να σε
ηρεμήσουν σε τέτοια ηλικία; Ούτε μια ασπιρίνη;… Απλό ζαχαρόνερο;» Εμείς,
στα τριάντα, και κατεβάζουμε τα ντεπόν σαν να ‘ναι κουφέτα, θα
προσέθετα, αλλά φοβήθηκα ότι θα την ταράξω.
«Δεν παίρνω ποτέ από δαύτα, παιδί μου. Αλλά μόλις ήπια το νεράκι, είπα “είμαι καλά, Παναγίτσα μου;” και πήρα δύναμη. Δεν πονούσα πια.»
*Καθώς βγαίνω απ’ τον σταθμό του μετρό, βλέπω μάρμαρα σπασμένα και
φανάρια στον δρόμο ρημαγμένα. Ό,τι έχει απομείνει από τα δακρυγόνα της
προηγούμενης νύχτας, ό,τι έχει απομείνει από την αξιοπρέπεια μιας
προηγούμενης εποχής κάνει τα μάτια υγρά.
Σκέφτομαι πως όσο οι αλήθειες θα χώνονται ολοένα πιο βαθιά στο χώμα
το ελληνικό, η κοινή γνώμη θα βαυκαλίζεται, αναζητώντας ενόχους με το
βλέμμα στραμμένο οπουδήποτε αλλού παρά μέσα στον καθρέφτη της, θα δίνει
εθνικές μάχες μόνο στη Γιουροβίζιον, θα ξεχνιέται με τούρκικα σήριαλ και
θα υφίσταται σιωπηρή τα βασανιστήρια της καθημερινότητας στις ουρές των
υπηρεσιών. Αλλά σε είκοσι - τριάντα χρόνια από τη στιγμή που
πληκτρολογούνται τούτες οι γραμμές, θα ξαναβγούμε περήφανοι στις αγορές
κι ίσως θα ανήκουμε στους ισχυρούς του (τρίτου;) κόσμου… Πλησίασα ένα
περίπτερο και στάθηκα μπροστά στον πάγκο με τις σοκολάτες. Ήθελα να
βεβαιωθώ ότι δε θα επιλέξω κάποια συσκευασία με την ένδειξη «χωρίς
ζάχαρη». Σε λίγο, η γλύκα ανιχνεύτηκε απ’ τους γευστικούς κάλυκες και η
απόλαυση μεταφέρθηκε αστραπιαία σε κάθε σπιθαμή του σώματος.
Στην άκρη του πεζοδρομίου καθόταν ένας νέος υπό την επήρεια ουσιών,
αλλά φαινόταν καλά, ήρεμος και ευάλωτος. Δεν ζητούσε ελεημοσύνη, ούτε
καν προσοχή. Ήθελα όμως να σκύψω και να του ψιθυρίσω – είμαστε καλά και
είμαστε ακόμη εδώ, σ’ αυτή τη χώρα, στο πεδίο μιας σκληρής μάχης
ευρύτερης, μεταξύ ανθρώπων κι ενός διεθνούς συστήματος. Ήθελα να
μπορούσα να τον κεράσω κάτι γλυκό, να γιορτάσουμε το τώρα, με
θεραπευτική ζάχαρη μέσα του – αυτήν έψαχνες μάλλον, αλλά δεν πίστεψες
ότι έχει όντως μαγικές ιδιότητες απέναντι στον πόνο, και πήρες για
υποκατάστατο μιαν άσπρη σκόνη που της έμοιαζε, αλλά… δεν.
Μην τολμήσετε, εσείς οι ένοχοι, να με επικαλεστείτε ξανά: «για τη νέα
γενιά», «για τα παιδιά μας»… [ανατριχίλα]. Θα προσπαθήσω ειλικρινά να
διασώσω όλα τα (πάλαι ποτέ) «κεκτημένα», να αποφευχθεί η οπισθοδρόμηση,
αλλά κανένα νόμισμα, καμιά ιδεολογία, κανένας στόχος, κανένα τέλος
πάντων έργο ανθρώπινο - άρα πεπερασμένο και προσωρινό - δεν ανέχομαι να
καταστεί εργαλείο εξαθλίωσης και αιχμαλωσίας ανθρώπων· να προσκυνάται κι
από πάνω ευλαβικά, σαν εικόνισμα. Μην ασχημονείτε επ’ ονόματί μου.
Ποιοι νομίζετε ότι είστε, που δεν σέβεστε τουλάχιστον τον άνθρωπο όταν
μάχεται; Ναι, έχω να παλέψω με τα κύματα – η πιο παραγωγική μου ηλικία
έχει περίεργη «εσάνς» ανάμνησης και το μέλλον μου μοιάζει να ‘χει
κλειστεί σε φέρετρο, ηρωικά τυλιγμένο με τη γαλανόλευκη.
Αφήστε με ήσυχο, λοιπόν, να το κλάψω μόνος. Και να φτιάξω μέλλον διαφορετικό, με λάθη ολόδικά μου πια.
Στη Λία των 98 χρόνων, που γηράσκει αεί… διδάσκουσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου