Aν οι αναλογίες με τη Βαϊμάρη έχουν σήμερα όντως κάποιο
νόημα, αυτό δεν είναι σίγουρα εκείνο που νομίζουν οι φιλελεύθεροι
Η "επιστροφή" στη Βαϊμάρη: εκσυγχρονίζοντας τον
αντικομμουνισμό
Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
A. Einstein, S. Freud, Oμάδα «Σπάρτακος», Joseph Goebbels
κ.ά, Φωνές από τη Βαϊμάρη, μετάφραση: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, εκδόσεις
Ύψιλον, σελ. 84
Heinrich A. Winkler, Bαϊμάρη. Η ανάπηρη δημοκρατία,
1918-1933, μετάφραση: Άντζη Σαλταμπάση, εκδόσεις Πόλις, σελ. 394
Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό,
καλά θα κάνει να σωπαίνει και για τον φασισμό
Μαξ Χορκχάιμερ
Αν η τρέχουσα οικονομική κρίση συγκρίνεται κατά κόρον με
αυτήν του 1929, η κατάχρηση του όρου «έκτακτη ανάγκη» στον δημόσιο λόγο
παραπέμπει αυτόματα στη δραματική περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης – εξ ου
και πληθαίνουν οι αναφορές, άλλοτε στο «φασισμό της εποχής μας» (ακροαριστερός
βερμπαλισμός) και άλλοτε στη «δημοκρατία των άκρων» (αφελής ή κουτοπόνηρος
αντιολοκληρωτισμός). Είτε υπαινικτικά, λοιπόν, είτε ρητά, το ζήτημα της
αναβίωσης του φασισμού επανέρχεται, με διαφορετικές αφορμές και από διαφορετικούς
δρόμους, και οπωσδήποτε όχι μόνο στην Ελλάδα.
Η καταστροφική ανοησία του «σοσιαλφασισμού»
Στα καθ’ ημάς, ένας από τους δρόμους αυτούς, ο «αριστερός»,
ταυτίζει την αυταρχική σοσιαλδημοκρατία του καιρού μας με το φασισμό,
αναβιώνοντας, για τις ανάγκες της τρέχουσας αντιπαράθεσης, το δόγμα της
Κομμουνιστικής Διεθνούς που εμφανίστηκε στα 1924 και «απογειώθηκε», ως επίσημη
γραμμή της, μετά το 1928. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, σοσιαλδημοκρατία και
φασισμός είναι δύο επιλογές της αστικής τάξης χωρίς διαφορές: και οι δύο
εκφράζουν τη «δικτατορία του μεγάλου κεφαλαίου».
Τόσο ο Πουλαντζάς (στο «Φασισμός και Δικτατορία»), όσο και ο
Τρότσκι (στη «Μάχη ενάντια στο φασισμό
στη Γερμανία») αναλύουν εξαντλητικά το θέμα, καταδεικνύοντας το αδιέξοδο μιας
προσέγγισης που κόστισε ακριβά στην Αριστερά. Στα κείμενά τους εξηγούν την
αστοχία του «σοσιαλφασισμού» από τρεις διαφορετικές προοπτικές:
α) από αυτήν του φασισμού, η ιδιοτυπία του οποίου ως μορφής κράτους, αλλά και η μαζικότητά του ως κόμματος και αυτόνομου κινήματος, αγνοούνται κραυγαλέα στη λογική του «σοσιαλφασισμού»·
β) από τη σκοπιά της σοσιαλδημοκρατίας, για την οποία ο φασισμός υπήρξε θανάσιμη απειλή και
γ) από τη σκοπιά του κομμουνισμού, που αν εκείνη την εποχή ήταν απαλλαγμένος από τον οικονομισμό, θα διέβλεπε ότι η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας στην εργατική τάξη είχε ισχυρές πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις, άρα δεν ήταν δυνατό να εξαφανιστεί αυτόματα μέσα στην οικονομική κρίση. Η επιρροή αυτή ήταν ποιοτικά διαφορετική από την «εξωτερική» επίδραση που είχαν στην εργατική τάξη οι φασιστικές οργανώσεις, δεδομένου ότι οι τελευταίες αποσκοπούσαν στην πολιτική εκμηδένιση της εργατικής τάξης (όχι δηλαδή στην ταξική συνεργασία), συνεπώς τα μέσα που χρησιμοποιούσαν ήταν διαφορετικά από αυτά των σοσιαλδημοκρατών – εξ ου και η ταύτιση των δύο ήταν ανυπόστατη. Κι όμως, ακόμα και τον Σεπτέμβριο του 1932, όταν δηλαδή ο φασιστικός κίνδυνος βρίσκονταν προ των πυλών, το KPD κήρυττε αμείλικτο πόλεμο εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς η τελευταία δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει το φασισμό – αντίθετα, αναδεικνυόταν σε συμπληρωματική του δύναμη· στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτό που κυρίως έκανε το KPD για να αναχαιτίσει τη φασιστική απειλή ήταν ...να μάχεται κατά της σοσιαλδημοκρατίας [1].
α) από αυτήν του φασισμού, η ιδιοτυπία του οποίου ως μορφής κράτους, αλλά και η μαζικότητά του ως κόμματος και αυτόνομου κινήματος, αγνοούνται κραυγαλέα στη λογική του «σοσιαλφασισμού»·
β) από τη σκοπιά της σοσιαλδημοκρατίας, για την οποία ο φασισμός υπήρξε θανάσιμη απειλή και
γ) από τη σκοπιά του κομμουνισμού, που αν εκείνη την εποχή ήταν απαλλαγμένος από τον οικονομισμό, θα διέβλεπε ότι η επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας στην εργατική τάξη είχε ισχυρές πολιτικές και ιδεολογικές διαστάσεις, άρα δεν ήταν δυνατό να εξαφανιστεί αυτόματα μέσα στην οικονομική κρίση. Η επιρροή αυτή ήταν ποιοτικά διαφορετική από την «εξωτερική» επίδραση που είχαν στην εργατική τάξη οι φασιστικές οργανώσεις, δεδομένου ότι οι τελευταίες αποσκοπούσαν στην πολιτική εκμηδένιση της εργατικής τάξης (όχι δηλαδή στην ταξική συνεργασία), συνεπώς τα μέσα που χρησιμοποιούσαν ήταν διαφορετικά από αυτά των σοσιαλδημοκρατών – εξ ου και η ταύτιση των δύο ήταν ανυπόστατη. Κι όμως, ακόμα και τον Σεπτέμβριο του 1932, όταν δηλαδή ο φασιστικός κίνδυνος βρίσκονταν προ των πυλών, το KPD κήρυττε αμείλικτο πόλεμο εναντίον της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς η τελευταία δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει το φασισμό – αντίθετα, αναδεικνυόταν σε συμπληρωματική του δύναμη· στην πραγματικότητα, ωστόσο, αυτό που κυρίως έκανε το KPD για να αναχαιτίσει τη φασιστική απειλή ήταν ...να μάχεται κατά της σοσιαλδημοκρατίας [1].
Παμφασισμός: εκσυγχρονίζοντας τον αντικομμουνισμό χωρίς τα
«βαρίδια» της αντιφασιστικής μνήμης
Η δεύτερη «επιστροφή» στη Βαϊμάρη, που είναι και το θέμα του
παρόντος κειμένου, αποδεικνύεται σήμερα ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ φιλελεύθερων
της Αριστεράς και της Δεξιάς. Τη συναντάμε όλο και πιο συχνά στην αρθρογραφία
της τελευταίας τριετίας (στα Νέα, την Καθημερινή, και πρόσφατα στην παρουσίαση
του βιβλίου του Χάινριχ Βίνκλερ από τον Γιώργο Σιακαντάρη, στο book’s journal).
Στην «επιστροφή» αυτή είναι δύσκολο να δεις κανείς κάτι
διαφορετικό από μια σύγχρονη εκδοχή του ψυχροπολεμικού αντιολοκληρωτισμού: ένα
είδος «παμφασισμού» («κόκκινος και μαύρος φασισμός»...), σύμφωνα με τον οποίο
οι (ορθολογικές) δημοκρατίες, από τη Βαϊμάρη μέχρι σήμερα, κινδυνεύουν από τα
«(ανορθολογικά) άκρα», τα οποία και εξισώνονται ταχυδακτυλουργικά ως τέτοια.
Στα συμφραζόμενα αυτού του φιλελεύθερου-σοσιαλδημοκρατικού παμφασισμού, στη
βεβαιότητα δηλαδή ότι κάθε προσπάθεια ριζικής αλλαγής της κοινωνίας, απ’
οπουδήποτε προερχόμενη, φέρνει νομοτελειακά περισσότερο σκοτάδι από αυτό που
επιδιώκει να αντιμετωπίσει, συνηχούν, το μίσος για την ουτοπία του Διαφωτισμού
και της Επανάστασης, που έτρεφαν στοχαστές όπως ο Μπερκ (αξίζει να διαβάσει
κανείς επ’ αυτού τον «Αντιδιαφωτισμό» του Z. Sternhell), οι ψοφοδεείς γερμανοί
σοσιαλδημοκράτες που παρουσιάζει ο Βίνκλερ στο υπό συζήτηση βιβλίο του για τη
Βαϊμάρη, και, οποία σύμπτωσις, ο νεοσυντηρητισμός του 21ου αιώνα, που δυστυχώς
εκτείνεται πολύ πέραν της ακροδεξιάς.
Συγκρίνοντας την ελπίδα με την απελπισία
Ας μείνουμε, όμως, στο γερμανικό Μεσοπόλεμο. Από τη μία
πλευρά, η Ρόζα δηλώνει πως ό,τι συμβαίνει στη Ρωσία –η άνοδος, δηλαδή, της
τρομοκρατίας– είναι άρρηκτα δεμένο με την αδράνεια της γερμανικής εργατικής
τάξης και την πολιτική του γερμανικού ιμπεριαλισμού· από την άλλη, ο Γιόζεφ Γκέμπελς
«προειδοποιεί» τους γερμανούς ότι κάθε τους μάρκο προς τους Σπαρτακιστές θα
γίνει ρούβλια για τους ρώσους επαναστάτες («Φωνές από τη Βαϊμάρη», σ. 53-58).
Πώς γίνεται, λοιπόν, να ταυτίζονται αυτοί οι υπαρξιακά διαφορετικοί; Πώς μπορεί
να εξισώνεται το KPD –το κόμμα που, μετά τη φρίκη του πολέμου, συγκεντρώνει την
ελπίδα του κόσμου για την επικράτηση της δικαιοσύνης–, με τους ναζί, το κόμμα
της αντεπαναστατικής απελπισίας, όπως προσφυώς τους ονόμασε ο Τρότσκι; Σε
τελική ανάλυση: τι άλλο από παραχώρηση και ευφημισμός για την ακροδεξιά είναι η
εξίσωσή της με ό,τι φωτεινό συμβολίζει ο γερμανικός κομμουνισμός της περιόδου
1918-1933 – με όλες του τις υποκειμενικές αδυναμίες, το σεκταρισμό και, ενίοτε,
τον τυχοδιωκτισμό του; Είναι, νομίζω, εύστοχη η επιλογή του Γεράσιμου
Λυκιαρδόπουλου να βάλει στο επίκεντρο του τομιδίου για τη Βαϊμάρη το κείμενο
του «Σπάρτακου» και την ομιλία του Γκέμπελς αντικρυστά· ηχηρότερο σαρκασμό του
αντιολοκληρωτισμού από αυτόν, προσωπικά θα δυσκολευόμουν να σκεφτώ.
Συγκαλύπτοντας τον εξτρεμισμό της σοσιαλδημοκρατίας
Όσο εξωφρενική κι αν είναι πάντως η εξίσωση των δύο μεγεθών,
όσο ανιστόρητη (στην Ευρώπη του 20ού αιώνα καμία εδραιωμένη κοινοβουλευτική
δημοκρατία δεν ανατράπηκε από τα αριστερά...) και όσο μεροληπτική κι αν
αποδείχτηκε ιστορικά υπέρ της ακροδεξιάς, παραμένει εντούτοις πολιτικά
«λειτουργική». Κι αυτό, γιατί επισκιάζει τον πολιτικό και κοινωνικό ρόλο της
σοσιαλδημοκρατίας, όχι μόνο στο εσωτερικό της Γερμανίας, αλλά και διεθνώς: την
υποταγή των σοσιαλδημοκρατών στον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό, την άσκηση
ενός ρόλου κοινωνικά συντηρητικού και ανοιχτά κατασταλτικού, με αποτέλεσμα την
αποκοπή του SPD από τις κοινωνικές δυνάμεις που περίμεναν κοσμογονικές αλλαγές
μετά την πτώση της Αυτοκρατορίας – και τις περίμεναν από τη σοσιαλδημοκρατία.
Σε αντίθεση με το ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το 1914 η
γερμανική σοσιαλδημοκρατία υπερψήφισε τις πολεμικές αποζημιώσεις και, παρά τη
συντριβή της Γερμανίας στον πόλεμο, το 1918 όχι μόνο δεν αναθεωρούσε, αλλά
συνεχίζοντας μαζί με τον Έμπερτ «να μισεί την επανάσταση σαν την πανούκλα»,
απέκρυπτε το εύρος της γερμανικής ευθύνης για την αιματοχυσία του Α’ Παγκοσμίου
Πολέμου, και επέλεγε το δρόμο της συνταγματοποίησης της κοινωνικής σύγκρουσης,
το δρόμο της «ταξικής συνεργασίας» που κατήγγελλαν οι ιταλοί Σοσιαλιστές· όλα
αυτά, στο όνομα της ανοικοδόμησης και της αποτροπής του εμφυλίου – στην
πραγματικότητα: σε βάρος της αναδιανομής και της πραγματικής κοινωνικής
αλλαγής, ακόμα και εκείνης που προέβλεπε το πρόγραμμα του SPD.
Στον αντίποδα, το παθολογικό μίσος της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας για την επανάσταση δεν άφηνε χώρο για ανάλογα συναισθήματα
προς την αντεπανάσταση. Γράφει ο Βίνκλερ (που, σημειωτέον, είναι μέλος του
SPD): «Οι Λαϊκοί Πληρεξούσιοι δεν μπορούσαν να αποφύγουν τη συνεργασία με την
παλιά ελίτ. Αν ήθελαν να γίνει γρήγορα η αποστράτευση, έπρεπε να συνεργαστούν
με το Γενικό Επιτελείο Στρατού· αν δεν ήθελαν να καταρρεύσει η δημόσια
διοίκηση, έπρεπε να φορτωθούν την πλειοψηφία του παλαιού δημοσιοϋπαλληλικού
μηχανισμού· και, τέλος, ήταν αναγκασμένοι να συνεργαστούν με τους
επιχειρηματίες, προκειμένου να αρχίσει να επαναλειτουργεί η οικονομία.
Εντούτοις το εύρος της συνεργασίας ήταν μεγαλύτερο και οι μεταρρυθμίσεις
λιγότερες από όσο απαιτούσαν οι περιστάσεις» (σ. 15).
Εθνικισμός, συνταγματισμός, αντικομμουνισμός
Η συνθηκολόγηση των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών με τον παλιό
καθεστώς (το στρατό, τους αντιδημοκράτες διοικητικούς και τους γαιοκτήμονες)
δεν είχε να κάνει, όπως θα πρότεινε μια απλοϊκή εξήγηση, με την ανταπόκριση της
Γερμανίας στην επαχθή Συνθήκη των Βερσαλλιών· η Συνθήκη αυτή, λέει ο Βίνκλερ,
δεν ήταν πιο επώδυνη από αυτήν του Μπρεστ-Λιτόφσκ που υπέγραψαν οι Μπολσεβίκοι
με τη Γερμανία. Το θέμα, υπ’ αυτή την έννοια, ήταν ποιες κοινωνικές δυνάμεις
(εν τέλει: ποια κοινωνική εξουσία) θα διαχειρίζονταν την εν λόγω «εθνική
ταπείνωση».
Στη Ρωσία ήταν οι δυνάμεις της επανάστασης και οι
Μπολσεβίκοι. Στη Γερμανία, αντίθετα, ήταν οι Σοσιαλδημοκράτες, που για να
προωθήσουν έναν συγκεκριμένο τύπο δημοκρατίας –τον κοινοβουλευτικό–, κατέπνιξαν
τους άλλους, και πρώτα απ’ όλα τα εργατικά συμβούλια. Για να αποφύγουν οι ίδιοι
τον εμφύλιο, συντήρησαν τον στρατιωτικό μηχανισμό που παρήγαγε πραξικοπήματα,
όπως αυτό του Καπ το 1920· για να αποφύγουν μια αιματοχυσία παρόμοια με αυτή στη
Ρωσία, συναίνεσαν στη σύσταση των εθελοντικών στρατιωτικών αποσπασμάτων (των
φονικών Freikorps), άφησαν τις δυνάμεις της τάξης να ρίχνουν με τα μυδράλια
κατά της εφημερίδας των Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ, απείλησαν διά του Νόσκε ότι
θα πυροβολούν επί τόπου όποιον θα μάχονταν με όπλο κατά των κυβερνητικών
στρατευμάτων, και αποδεκάτισαν την ηγεσία των Σπαρτακιστών, στερώντας από τον
γερμανικό κομμουνισμό μια ηγεσία που να μη μπερδεύει την επανάσταση με τον
αριστερισμό (βλ. σχετικά Χομπσμπάουμ, «Επαναστάτες», σ. 55-67). Κοντά σ’ αυτά
εκστράτευσαν κατά της Ρωσίας – κι εδώ ο διεθνής ρόλος της γερμανικής
σοσιαλδημοκρατίας αποσαφηνίζεται πλήρως. Ας δώσουμε και πάλι το λόγο στον
Βίνκλερ: «Ένα κοινό αντίπαλο δέος θα μπορούσε να δημιουργήσει μια γέφυρα μεταξύ
νικητών και ηττημένων· το αντίπαλο αυτό δέος δεν ήταν άλλο από τη Ρωσία των
μπολσεβίκων (…) Όσα μέλη του Συμβουλίου των Λαϊκών Πληρεξουσίων ανήκαν στο
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πλειοψηφίας είχαν πολλούς λόγους να υποστηρίζουν τη
συνεργασία Γερμανίας και Συμμάχων με στόχο την απόκρουση του μπολσεβικισμού.
Κατ’ αρχάς, μόνο με μια μετριοπαθή γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε κανείς να
προσδοκά την άρση του αποκλεισμού που συνέχιζε να εμποδίζει την εισαγωγή
τροφίμων στη Γερμανία· αυτή ακριβώς η προσδοκία ενίσχυε τις μετριοπαθείς
πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας»
(σ. 9-10).
Το παιχνίδι της νομιμότητας: Από το φιλελεύθερο-συνταγματικό
ορθολογισμό στο ναζιστικό παραλογισμό
Ο Βίνκλερ, λοιπόν, δεν διστάζει να το παραδεχτεί ανοιχτά: το
μεγαλύτερο μειονέκτημα της «πιο δημοκρατικής δημοκρατίας στον κόσμο» δεν ήταν η
δράση των δυνάμεων που την αρνούνταν –«των άκρων»–, αλλά ότι η ίδια είχε
θεσπιστεί κατά τέτοιον τρόπο που επέτρεπε την αυτοκατάργησή της· θα προσθέταμε:
και την υποταγή της στον ανασυγκροτούμενο ιμπεριαλισμό. Πώς; Συνυπογράφοντας
την επιβίωση του αυταρχικού κράτους μέσα στο Σύνταγμα, ενθαρρύνοντας τον
καιροσκοπισμό των κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών (που στα δύσκολα θα μετέθεταν το
βάρος προς τα πάνω, προς τον πρόεδρο), παρέχοντας εν τέλει θέση ισχύος στον
πρόεδρο του Ράιχ – και όχι στο Ράιχσταγκ (σ. 67-68). Σ’ αυτά συνοψίζεται η
τραγωδία της Βαϊμάρης: Από τη μια πλευρά, ένα κομμουνιστικό κίνημα που δεν είχε
πολιτική για μια μη επαναστατική κατάσταση, και του οποίου τα επαναστατικά
ξεσπάσματα ήταν εξαρχής καταδικασμένα (τόσο το 1919, όσο και το 1923, όπως
δείχνει σε μερικές μόνο αράδες ο Σερζ, στις «Αναμνήσεις» του)· από την άλλη,
και κατά κύριο λόγο, μια «νομικίστικη, στείρα και πλήρως συντηρητική αντίληψη
για το πώς θα μπορούσε να αρθρωθεί ένας ομαλός τύπος δημοκρατικής πολιτικής
οργάνωσης»[2], αντίληψη που ενσάρκωνε ιδεωδώς το κόμμα των Έμπερτ και Νόσκε.
Ανάμεσα, λοιπόν, σε ένα κομμουνιστικό κόμμα που δεν
μπορούσε, και ένα σοσιαλδημοκρατικό που δεν ήθελε παρά την εξουσία, αλλά και
υπό τη σιδηρά σκέπη ενός Συντάγματος που επέτρεπε στον Χίτλερ να παίξει μέχρι
τέλους το παιχνίδι της νομιμότητας, οι κυρίαρχες τάξεις επέβαλαν στον
Χίντενμπουργκ τον δικό τους ορθολογισμό – την πολιτική «τελική λύση» για τη
διαχείριση της τεράστιας κοινωνικής κρίσης και μιας πολυετούς πολιτικής
αστάθειας. Ο Βίνκλερ αναφέρεται ρητά στις πιέσεις που άσκησαν στον
γερο-Χίντενμπουργκ η μεγάλη πρωσική γαιοκτησία και η δεξιά πτέρυγα της βαριάς
βιομηχανίας, είναι δε γνωστό ότι το μεγάλο κεφάλαιο της χώρας συνεργάστηκε
ενθουσιωδώς με τους ναζί και επωφελήθηκε από την καταναγκαστική εργασία,
τουλάχιστον όσο και οι μικρο-μεσαίες επιχειρήσεις από την απαλλοτρίωση της
περιουσίας των Εβραίων. Περιττό να πούμε προς όφελος τίνος απέβη η υπόσχεση
συμφιλίωσης αστών και εργατών που έδιναν οι ναζί, σε μια χώρα με εκατομμύρια
ανέργους, και με τον Χίτλερ να εξοντώνει με συνοπτικές διαδικασίες όσους πήραν
τοις μετρητοίς το «Σοσιαλιστικό» στον τίτλο του κόμματός του.
Ηθικό δίδαγμα;
Δικαιολογείται, κατόπιν όλων τούτων, η σημερινή «επιστροφή»
στη Βαϊμάρη; Ακόμα κι αν είχε νόημα μια τέτοια επιστροφή, ζητήματα όπως η
επικράτηση του φασισμού/ναζισμού δεν είναι δυνατό να μπαίνουν στην προκρούστεια
κλίνη του «ορθολογισμός/ανορθολογισμός», ούτε η κλίμακα αυτή μπορεί να
υποκαθιστά την ιστορική, πολιτική και κοινωνική ανάλυση, χάριν ιδεολογικών
προκαταλήψεων· μια τέτοια «μέθοδος» αδικεί κατάφωρα πρωτίστως τον ίδιο τον
Βίνκλερ και την έρευνά του. Το κυριότερο: αν οι αναλογίες με τη Βαϊμάρη έχουν
σήμερα όντως κάποιο νόημα, αυτό δεν είναι σίγουρα εκείνο που νομίζουν οι
φιλελεύθεροι. Σε ακραίους καιρούς, ο εθνικισμός, ο νομικισμός και η
συνταγματοποίηση της πολιτικής, κάθε δηλαδή συγκάλυψη των ταξικών διαφορών ενώ
αυτές βαθαίνουν και διευρύνονται, είναι συνταγές ενίσχυσης –και όχι ανάσχεσης–
των άκρων. Η σοσιαλδημοκρατία της Βαϊμάρης έκανε πως δεν το κατάλαβε, και όπως
όλοι γνωρίζουμε, αυτή την παραγνώριση δεν την πλήρωσε ακριβά μόνο η ίδια. Στα
καθ’ ημάς, υπάρχει άραγε πιο πειστικό επιχείρημα γιατί η Αριστερά, ειδικά σε
συνθήκες κρίσης, δεν μπορεί να είναι μια σώφρων –δηλαδή νομιμόφρων και
εθνικόφρων– σοσιαλδημοκρατία;
***
Αν και τον πρώτο λόγο στα βιβλία είθισται να έχει ο
συγγραφέας, το κίνητρό μου να ξεφυλλίσω τις «Φωνές της Βαϊμάρης» ήταν ο
μεταφραστής τους, Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Είναι σημαντικό να έχουμε αυτούσια
κείμενα από τους «πρωταγωνιστές» της πνευματικής και πολιτικής ζωής του
γερμανικού Μεσοπολέμου – εν προκειμένω: εννέα κείμενα διαλεγμένα «καθ’
υπόδειξιν» του Γιώργου Μερτίκα από το Weimar Republic Sourcebook, τόμο που
επιμελήθηκαν οι Anton Kaes, Martin Jay και Edward Dimendberg, στα 1994· είναι,
όμως, εξίσου σημαντικό ότι άνθρωποι σαν το Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο εξακολουθούν
να δουλεύουν με το ίδιο μεράκι, για να μας προσφέρουν μικρά διαμάντια που
βαθαίνουν την κατανόηση και την ευαισθησία μας. Η «παρέα του Χαλανδρίου», ο
απόηχος της οποίας έφτασε σε μένα χάρη στην Ειρήνη Μαρκίδη, δίνει ακόμα,
ευτυχώς, γενναιόδωρα δείγματα μιας δημιουργικότητας ανεξάντλητης. Είναι γι’
αυτό που η μακροημέρευση των «Σημειώσεων», αλλά και των εκδόσεων «Έρασμος»,
ψυχή των οποίων είναι επί χρόνια ο μεταφραστής, συγκαταλέγονται στα
ενθαρρυντικά του καιρού μας, εν μέσω νεφών.
* Το κείμενο δημοσιεύεται στo ένθετο «Αναγνώσεις» της
Κυριακάτικης Αυγής.
[1] Θα ήταν άδικο και ανακριβές, βεβαίως, να ισχυριστούμε
ότι οι γερμανοί κομμουνιστές έκαναν μόνο αυτό. Η αντιμετώπιση, μάλιστα, την
ανόδου των ναζί συχνότατα υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια της ιδεολογικής
αντιπαράθεσης. Η αντιφασιστική βία, εξάλλου, αφορούσε την περίοδο εκείνη και
οργανώσεις που συνδέονταν με τη σοσιαλδημοκρατία. Βλ. σχετικά: Σέρτζιο
Μπολόνια, Ναζισμός και εργατική τάξη. Κρίση, κράτος πρόνοιας και αντιφασιστική
βία στη Γερμανία του μεσοπολέμου, Antifa-scripta: 2011 και Eve Rosenshaft,
Beating the Fascists?: Τhe German Communists and political violence, Cambridge
University Press: 1983.
[2] Geoff Eley, Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία. Ιστορία της
Ευρωπαϊκής Αριστεράς 1850-1923, Σαββάλας: Αθήνα, τ. 1, σ. 292-298
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου