Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Νικημένοι

Νικημένοι

του Πάνου Τσορμπατζόγλου
 
pressinaction.gr | Ιστοσελίδα με άποψη Είχε καρφωμένο το βλέμμα του στην αίτηση αλλά δεν την έβλεπε.  Το μυαλό του αδυνατούσε να συγκεντρωθεί στα έξι απαραίτητα δικαιολογητικά που θα έπρεπε να τη συνοδεύουν.  Ένα θάμπωμα, μια ομίχλη όπως σ’ εκείνες της ταινίες που θέλουν να σε οδηγήσουν πίσω στο παρελθόν.  Σε ιστορίες στενόχωρες που, μάταια, ο νους προσπαθεί να απομονώσει στις σκοτεινές πτυχές της μνήμης.  Με γεύσεις στυφές σαν κακομαγειρεμένο δύσπεπτο φαγητό.  
Είχε δύσκολη νιότη.  Φτωχή οικογένεια, προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με ότι της τύχαινε.  Ήταν ο δεύτερος από τα δυο της αγόρια και αυτός που «τα ‘παιρνε τα γράμματα» όπως κόμπαζε η κυρά Αλεξάνδρα η μάνα του, πάλε ποτέ μαχητική αλλά πλέον κουρασμένη καπνεργάτρια,  όταν τη ρωτούσαν οι γειτόνισσες για το «αν θα συνεχίσει το παιδί να πηγαίνει σχολείο».  Βλέπεις τα δικά τους, όπως τα περισσότερα παιδιά της γειτονιάς, ούτε θελαν ούτε μπορούσαν να βγάλουν τις τάξεις. Προτιμούσαν μια δουλειά που θα τους έδινε κάποιο χαρτζιλίκι και θα τους προετοίμαζε για την περιπέτεια της ζωής.  Μιας ζωής που τα σύνορα της δράσης της ήταν στενά και δεδομένα.

 

Κατόρθωσε να μπει στο πανεπιστήμιο με υποτροφία.  Καλός φοιτητής και διαβαστερός  στο τέλος κέρδισε με το σπαθί του μια ακόμη υποτροφία για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό.  Πριν φύγει έχασε τον πατέρα του και, το χειρότερο, πέθανε κι ο αδερφός του πάνω που είχαν αρχίσει να βελτιώνονται οι συνθήκες  της ζωής τους.  Επέστρεψε εσπευσμένα στην Ελλάδα χωρίς να προφτάσει να κάνει την καριέρα του πανεπιστημιακού που ονειρεύονταν αλλά με σοβαρούς τίτλους σπουδών που εντωμεταξύ πρόλαβε να αποκτήσει.  Είχε να φροντίσει τη μάνα του που  σακατεμένη πια από τις κακουχίες του βίου της ήταν γαντζωμένη στη ζωή  απλά για να τον καμαρώνει. 

Δεν ήθελε ιδιαίτερα να παντρευτεί.  Προτιμούσε το ροκ της εργένικης και ανέμελης ζωής του από το μπλουζ του ξαφνικού γάμου που του πρόκυψε.  Η γνωστή ιστορία.  Η γκόμενα που έμεινε έγκυος και που «δεν είναι σωστό αγόρι μου να την αφήσει έτσι που τα έκανες» όπως η κυρά Αλεξάνδρα τον ορμήνεψε.  Γιατί όλα τα ήξερε η κυρ’ Αλεξάνδρα.  Και όλα τα πέρναγε από την κρησάρα της ηθικής της που φτιάχτηκε στα χρόνια της άδολης αριστεράς των οραμάτων και της ελπίδας.   «Δεν είναι σωστό».  Τελεία και παύλα.  Και βρέθηκε παντρεμένος.  Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει.  Με μια γυναίκα άοσμη και άγευστη.  Αλλά «καλό κορίτσι».  Πάντα κατά την κυρά Αλεξάνδρα που βέβαια ήθελε - τι ήθελε δηλαδή απαιτούσε - να ξοφλήσει κι αυτός και η γυναίκα του όλες τις συναλλαγματικές των «θυσιών που έκανε για χάρη τους».  Έτσι η συγκατοίκηση μαζί τους ήταν πέραν κάθε συζήτησης.  Εξ άλλου τα παιδιά που πρόκυψαν, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, ήθελαν φροντίδα.  Τη δική της ασφαλώς ανεξάρτητα αν κανένας δεν της τη ζήτησε. 
Και τα χρόνια περνούσαν.  Αυτός πρόκοψε και στη δουλειά του.  Έγινε μεγαλοστέλεχος γνωστής πολυεθνικής με πακέτο οικονομικών παροχών που άλλαξαν τη ζωή του ριζικά και, όπως νόμιζε, αμετάκλητα.  Ήταν σχεδόν πλούσιος.  Σπούδασε και τα δυο παιδιά του και όταν εκείνα του ανακοίνωσαν ότι θα συνεχίσουν τη ζωή τους στο εξωτερικό δεν έφερε καμία αντίρρηση.  Εν τω μεταξύ πέθανε και η μητέρα του πράγμα που τον έκανε να αισθανθεί, ανεξάρτητα από την επώδυνη στην αρχή απουσία της,  πραγματικά ελεύθερος.  Η ζωή με τη γυναίκα του ήταν κάτι περισσότερο από συμβατική.  Εκτός από τη δουλειά του όπου η σοβαρότητα, η αυτοπειθαρχία και η κανόνες ήταν κάτι δεδομένο, στην προσωπική του ζωή ήταν απολύτως «χύμα».  Εραστής του Ομηρικού  «Πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω», όσο και του αγαπημένου του Καβάφη που προέτρεπε «στο ταξίδι για την Ιθάκη να εύχεσαι να είναι μακρύς ο δρόμος» δεν άφηνε καμιά στιγμή να του πέσει κάτω.  Γιατί ήθελε να απολαύσει το ταξίδι της ζωής.  Με μια βουλιμία που, αναμφίβολα, είχε τις ρίζες της στην ανέχεια των παιδικών του χρόνων.  Αποτέλεσμα, να ζει σαν να ήταν μόνος.  Σαν το παρόν να ταυτίζονταν με το μέλλον.  Ξόδευε ότι κέρδιζε μέχρι δεκάρας.  « Η μάνα μου έλεγε, ισχυρίζονταν, ότι ό,τι δεν περισσεύει δε φτάνει».  Και γελούσε με τις νουθεσίες φίλων και γνωστών που τον προέτρεπαν να κάνει κάτι και «για τα γεράματα του».  Οι τέτοιου τύπου συμβουλές τις εκλάμβανε κάποιες φορές σαν παρατηρήσεις, ιδιαίτερα όταν προέρχονταν από τη γυναίκα του, με αποτέλεσμα να «αυτονομείται» ακόμη περισσότερο από αυτό που θεωρείται έγγαμος βίος.  Εξ ου και ο χωρισμός του προέκυψε φυσιολογικά.
Λίγο πριν το διαζύγιο αγόρασε με στεγαστικό δάνειο ένα μικρό, χαριτωμένο, ρετιρέ σε μια από τις ακριβές περιοχές της πόλης, περισσότερο για να έχει αφήσει κάτι στα παιδιά του να τον θυμούνται.  Εκεί έστησε και τη νέα του ζωή που δεν ήταν τίποτε διαφορετικό από την παλιά αν εξαιρέσεις την απαλλαγή από το επιτιμητικό βλέμμα της γυναίκας του που πλέον δεν υπήρχε.   «Και είχε μια ζωή στρωμένη», όπως τραγουδούσε και ο δικός του ο Κηλαηδόνης όταν «ξαφνικά παθαίνει συγκοπή»!  Αληθινή και με τη βούλα της κλινικής Παπανικολάου όπου τον κουβάλησε μεσ’ τη μαύρη νύχτα εκείνου του χειμώνα, στις αρχές του καινούργιου αιώνα, η τελευταία του «σύντροφος».  Την γλύτωσε και μάλιστα φτηνά, όπως τον διαβεβαίωσε ο γιατρός του, που όμως τον προειδοποίησε:  «Μεγάλε ξέχνα τα ξενύχτια και τη μεγάλη ζωή αν θέλεις να συνεχίσεις αξιοπρεπώς.  Αλλιώς ψάξε για καμιά γεωργιανή να σε ξεσκατίζει μια και δε βλέπω τη δικιά σου να έχει τη διάθεση να το κάνει».  Του ήρθε νταμπλάς!  Αλλά αισιόδοξος από τη φύση του ήταν βέβαιος ότι όλα θα στρώσουν.  Θα στρώσουν αλλά πώς;
Οι σχέσεις του με τις γυναίκες άρχισαν να υποφέρουν από κενά και σιωπές.  Το μικρό του διαμέρισμα δεν έπασχε από τον συνωστισμό των πρώτων χρόνων.  Ζούσε σε μια κλίμακα χαμηλότερη από πριν.  Και στη δουλειά του.  Οι δυνατές του φωνές εξαφανίστηκαν μαζί με τον ανεξάντλητο, ως πρόσφατα, δυναμισμό του.  Έμοιαζε σαν να τον άκουγαν περισσότερο από τυπικό σεβασμό παρά από εκτίμηση κι ενδιαφέρον.   Τα νεότερα στελέχη που προηγούμενος δεν τολμούσαν να τον αμφισβητήσουν του φαινόταν τώρα ότι περισσότερο τον ανέχονταν σαν αναγκαίο κακό.  Όμως αυτός το πάλευε.  «Εντάξει, έλεγε, είναι φανερό ότι έχασα μια μάχη.  Όμως ο πόλεμος δεν έχει κριθεί.  Αρκεί να ανασυνταχθώ και να ξαναπροσπαθήσω».
Όμως δεν ήταν έτσι.  Η δεύτερη μάχη που χάθηκε ήταν όταν του ανακοίνωσαν την απόλυση του.  Δεν το περίμενε παρ’ όλο που το φοβόταν.  Στα πανηντατόσα του βρέθηκε χωρίς δουλειά αλλά με μια καλή αποζημίωση για παρηγοριά.  Το δίλημμα του τι θα κάνει από εκεί και πέρα ήταν βασανιστικό.  Όμως ήταν πάντα αισιόδοξος.  «Θα κάνω κάτι δικό μου», αποφάσισε.  «Για καλό και κακό θα πάρω τη μειωμένη, δυστυχώς, σύνταξη και θα παλέψω να τακτοποιήσω τη ζωή μου με τη νέα, δική μου αποκλειστικά, επιχείρηση».  «Εξ άλλου ο πόλεμος συνεχίζεται..».
 Η επόμενη ήττα του ήταν οδυνηρή.  Η επιχείρηση ήδη δεν πήγαινε καλά όταν την πρόλαβε η μεγάλη κρίση του τέλους της δεκαετίας.  Μέσα σε λίγους μήνες σχέδια, όνειρα, ηθικό και ελπίδες φύραιναν τόσο όσο και η ζωή του.  Και κάποια στιγμή ήρθε το τέλος.  Χρωστούσε παντού, ακόμη και όπου η προηγούμενη αξιοπιστία του είχε αντίκρισμα, ενώ τα έσοδα του συμποσούνταν στην πενιχρή σύνταξη του.  Η καταφυγή στη βοήθεια των παιδιών του ήταν μια ανάσα ζωής όμως λίγη για να γιατρέψει την οικονομική και την βιολογική του υγεία.  Γιατί πλέον υπέφερε και από την καρδιά του.  Το παλιό του έμφραγμα με σύμμαχο τη στενοχώρια και την απελπισία τον έριξαν στο κρεβάτι.  Ήταν πάντα περήφανος και αξιοπρεπής.  Όμως ο παλιός μαχητής μέσα του είχε πεθάνει.  Τα παιδιά του ήξεραν το πρόβλημα αλλά όχι στην ανατριχιαστική του λεπτομέρεια.  Ο γιος του,  την τελευταία φορά που συζήτησαν για τα οικονομικά του, ζήτησε να του σταλεί ο λογαριασμός της τραπέζης όπου κατέθετε τη δόση του στεγαστικού, έτσι ώστε να συνεχίσει την πληρωμή του αυτός. Ήταν μια ανακούφιση που όμως δεν τον έβγαζε από το εφιαλτικό του αδιέξοδο.  Αυτό των δανεικών που έπρεπε να εξοφληθούν αλλά και των καθημερινών αναγκών του σε φάρμακα και τρόφιμα που η κατακρεουργημένη πλέον σύνταξη του δεν επαρκούσε να καλύψει.  Αναγκάστηκε να ξαναχτυπήσει την πόρτα των παιδιών του.  Το έμβασμα που, χωρίς αντιρρήσεις, του στείλανε, κάλυψε το μεγάλο μέρος αυτών που χρωστούσε και τον επέτρεψε για ένα διάστημα να κυκλοφορεί και να κοιμάται χωρίς να σκιάζεται.  Και να συνεχίζει τη ζωή του στο ασπρόμαυρο της μιζέριας του.
Πλησίαζε Πάσχα.  Είχε στην τσέπη του ένα εικοσάευρω.   Ήταν το τελευταίο που του απέμεινε από τα χρήματα που έλαβε από τα παιδιά του και από το πασχαλινό δώρο της σύνταξης.  Τις τελευταίες μέρες ταλαιπωρούνταν από πυρετό και μια ατονία που του χάρισε μια γρίπη εκτός εποχής και προϋπολογισμού.  Δεν τον χωρούσε το σπίτι του.  Σηκώθηκε και σύρθηκε με δυσκολία ως το γειτονικό καφενείο όπου με ένα δίευρω εξαντλούσε το χρόνο του και τη διάθεση του να κουβεντιάζει με διάφορους που, οι περισσότεροι, ήταν συμπάσχοντες συνομήλικοι του.   «Ξέρεις ο δήμος θα μοιράσει γαλοπούλα και τρόφιμα τη μεγάλη εβδομάδα και λέω να κάνω αίτηση κι εγώ».  Ο Νίκος που του το ψιθύρισε συνωμοτικά ήταν λίγο μεγαλύτερος του, παλιός μικρομαγαζάτορας, συνταξιούχος σε χειρότερη μοίρα από τον ίδιο.  Δεν ήθελε να τον ακούσουν οι άλλοι προσπαθώντας να κρατήσει επάνω του όσα κουρέλια  αξιοπρέπειας του απέμειναν.   «Σκέψου το.  Το ξέρω ότι έχεις κι εσύ πρόβλημα.  Το ΚΕΠ παρακάτω δέχεται τις αιτήσεις σε συνεργασία με το δήμο».
Το σκέφτηκε ελάχιστα, όσο επέτρεπε η πολυτέλεια του λιγοστού χρόνου που είχε στη διάθεση του.  Οι γιορτές που πλησίαζαν θα τον εύρισκαν άρρωστο και μόνο.  Το τελευταίο βράδυ τα λάθη του, βρικόλακες και τέρατα, χόρευαν στους τοίχους της κρεβατοκάμαρας του  στριγγλίζοντας την απελπισία του.  Σηκώθηκε ξέπνοος. 
«Τι στ’ αλήθεια κάνω εδώ»;  αναρωτήθηκε καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού.  Ποιον αλήθεια νοιάζει και για ποιον θα πρέπει να νοιάζομαι;  Κουβαλάω τον ίσκιο μου και είναι κι αυτός δυσβάστακτος.   Κι αν τέλειωνα τώρα;  Τα παιδιά έχουν χαράξει τη ζωή τους και τα ελάχιστα που χρωστώ σε φίλους, αν τα χάσουν, δε νομίζω ότι θα τους στενοχωρήσει».  Ξαναπλάγιασε και έβαλε τα χέρια του προσκεφάλι.  Κοίταζε το πουθενά και του φάνηκε οικείο.  «Δε θα λείψω σε κανέναν και σε τίποτε», μουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια.  Η φωνή της κυρά Αλεξάνδρας συμφώνησε μαζί, σαρκάζοντας ως συνήθως.  «Κι αν πεθάνεις τρύπα στον ουρανό δεν θα γίνει..».   Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.  Το ύψος του ρετιρέ ξεπερνούσε τα δέκα μέτρα.  «Μια βουτιά και τέλος», σκέφτηκε.  Φαντάστηκε τον εαυτό του να καβαλά τα κάγκελα και να στέκεται στην άκρη του πεζουλιού πριν βουτήξει.  Ένοιωσε τον πόνο της σύγκρουσης του κορμιού του με το πεζοδρόμιο και .. πανικοβλήθηκε!  Όχι δεν το μπορούσε.  Δεν είχε νόημα.  «Δεν θα ωφελήσει κανέναν»«Είναι δειλία» «Είναι φυγομαχία».  Είναι.. είναι..
Είπε κι άλλα.  Δικαιολογίες για την αλήθεια του της τελευταίας στιγμής.  Και μετά, αφού ξημέρωσε, έσπευσε στο ΚΕΠ και πήρε την αίτηση να τη συμπληρώσει στο σπίτι.
Είχε καρφωμένο το βλέμμα του στην αίτηση αλλά δεν την έβλεπε.  Το μυαλό του αδυνατούσε να συγκεντρωθεί στα έξι απαραίτητα δικαιολογητικά που θα έπρεπε να τη συνοδεύουν.  Ένα θάμπωμα, μια ομίχλη όπως σ’ εκείνες της ταινίες που θέλουν να σε οδηγήσουν πίσω στο παρελθόν.  Το παρελθόν που θα ‘θελε να ξαναζήσει.  Για να το αλλάξει.  Για να μην υποστεί αυτή την ήττα.  Για να μη χάσει τη μάχη.  Που ήταν η τελευταία, ήθελε να πιστεύει, στον χαμένο πόλεμο της ζωής του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου