Οι σύγχρονοι Βούδες της «μη βίας»
Γράφει: Πέτρος Κατσάκος
Τρεις
«φουσκωτοί» ξυλοφορτώνουν τον Δημήτρη Στρατούλη. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ
πρόκειται για τρεις χρυσαυγίτες που έχουν επιτεθεί στον βουλευτή του
ΣΥΡΙΖΑ έξω από το ΟΑΚΑ στο ημίχρονο ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Ακολουθούν
οι συνήθεις καταδικαστικές ανακοινώσεις των κομμάτων και φυσικά η
μήνυση της Χρυσής Αυγής προς το ίδιο το θύμα της επίθεσης για
συκοφαντία.
Αυτά το πρώτο εικοσιτετράωρο που ακολούθησε την επίθεση. Μετά
ανέλαβαν οι «άλλοι». Οι «γνωστοί άγνωστοι» που έσπευσαν να μας θυμίσουν
τις επιθέσεις που έχουν δεχτεί κατά καιρούς βουλευτές και υπουργοί του
ΠΑΣΟΚ και τις ΝΔ από τους «αγανακτισμένους» που συνήθως χαϊδεύει ο
ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί ξεκινά ο γνωστός συμψηφισμός της βίας «από όπου και αν
προέρχεται».
Οι γνωστές αναλύσεις, επιχειρηματολογίες που
ταυτίζουν τον νεοναζισμό της Χρυσής Αυγής με την «αριστερή βία» στην
λογική της «συνάντησης των άκρων». Μία συστηματική τακτική
συκοφάντησης και αποπροσανατολισμού με πανομοιότυπες φράσεις που
προκαλούν εύλογα ερωτήματα για το αν προέρχονται από κάποιο σύγχρονο
εγχειρίδιο πολιτικής προπαγάνδας. Όσο και να ψάξεις, όσο και αν
μελετήσεις όλες αυτές τις νεοφιλελεύθερες αναλύσεις που ενώ ξεκινούν ως
άσκηση κριτικής στο ναζισμό και στον φασισμό, δεν θα βρεις μία που να
μην καταλήγει σε μια ακόμη επίθεση στην Αριστερά.
Μια συστηματική ομογενοποίηση της βίας όπου τα «άκρα» ταυτίζονται με
αποτέλεσμα οι όμοιες πρακτικές τους να ακυρώνουν τις αντίθετες
ιδεολογικές τους αφετηρίες. Εσχάτως μάλιστα κάποιοι επιχειρούν
να πείσουν το ακροατήριό τους πως οι κακές πρακτικές του ενός άκρου,
της Αριστεράς, ευθύνονται για την άνοδο του άλλου, της Ακροδεξιάς.
Η ίδια αυτή θεωρία συγκαταλέγει στους θιασώτες της βίας ατάκτως,
αποδοκιμασίες και ρίψεις γιαουρτιών, συνδικαλιστικές πρακτικές θεμιτές ή
αθέμιτες, κουκουλοφόρους και εραστές του χάους. Όλα ένας χυλός, χωρίς
καν διαβάθμιση από τις πρακτικές αμφίβολης αισθητικής και πολιτικής
ορθότητας ως τις πράξεις δολοφονικής βίας. Οτιδήποτε, αρκεί ο πολιτικός
αντίπαλος να χρεωθεί τον νεοναζισμό κι έτσι να απονομιμοποιηθεί.
Ένας πολιτικά ορθός λόγος, δημοκρατικός και δήθεν φιλειρηνικός που με
ευκολία καταδικάζει τις «πρακτικές των άκρων» στο όνομα ενός
δημοκρατικού πολιτικού «κέντρου». Ενός μετριοπαθούς κέντρου που
στηλιτεύει την «βία των άκρων» και τηρεί σιγή ιχθύος στην κρατική βία
όταν αυτή εκφράζεται είτε με γκλομπ και χημικά είτε με την μορφή της
οικονομικής και κοινωνικής βίας των περικοπών, των απολύσεων και της
φτωχοποίησης.
Η εξίσωση των άκρων δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αντίληψη
που επιθυμεί να δικαιολογήσει την αναίρεση των δημοκρατικών κατακτήσεων
και δικαιωμάτων στο όνομα της δήθεν υπεράσπισης της δημοκρατίας.
Ξεχνούν όμως οι νεοφιλελεύθεροι θιασώτες της «θεωρίας των άκρων» πως
η ναζιστική βία δεν είναι βία που στρέφεται εναντίον του κράτους, αλλά
εναντίον της κοινωνίας και έχει ως στόχο να προκαλέσει την ένταση του
κρατικού αυταρχισμού και την ακύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων.
Ξεχνούν ηθελημένα πως η βία των ναζιστικών οργανώσεων λειτουργεί
παραπληρωματικά προς τη βία του κράτους και μάλιστα σε περιόδους κρίσης .
Είναι βολικό για τους απολογητές του «πολιτισμένου κέντρου» να
υπονομεύουν τους κοινωνικούς αγώνες κρατώντας ίσες αποστάσεις ανάμεσα
στο δικαίωμα του καταπιεστή να καταπιέζει και στο δικαίωμα του
καταπιεζόμενου να αντιδρά με την «φιλική συμμετοχή» της Χρυσής Αυγής
στον δημόσιο διάλογο με την φράση κλισέ «Καταδικάζω τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται»...
Και η συζήτηση σταματά εκεί χωρίς οι αρνητές της βίας να μπαίνουν στον
κόπο να προσδιορίσουν τον χαρακτήρα της εξορκισμένης βίας.
Μας καλούν να διαλέξουμε «Υπέρ ή κατά της βίας» σε μια αφηρημένη και
γενικευμένη καταδίκη της βίας υποστηρίζοντας μια ευγενική ουτοπική,
ουμανιστική κοινωνική και πολιτική στάση. Ένα δίλλημα εξωπραγματικό και
ανιστόρητο καθώς παραγνωρίζει τις ως σήμερα ιστορικά αναγκαίες και
δικαιωμένες βίαιες μορφές πάλης και βίας. Μια θεωρία βγαλμένη λες από τα
κηρύγματα του Γκάντι και του Βούδα και σύμφωνα με την οποία δεν
υπάρχει δίκαιη βία. Με εκβιαστικό τρόπο μπαίνει το δίλλημα «βία» ή «μη
βία» αφαιρώντας από την συζήτηση την ιστορική αναγκαιότητα της βίας μιας
και ιστορικά, έχουν αναδειχθεί μορφές δίκαιης βίας όπως ο αγώνας
εναντίον του κατακτητή σε διάφορες παραλλαγές, και φυσικά η άμυνα
ενώπιον της επικείμενης βλάβης ενός αγαθού μας.
Και όμως υπάρχει δίκαιη βία, όπως υπάρχει και άδικη βία που καθίσταται νόμιμη δια της κρατικής νομιμοποίησής της. Υπάρχει
η οικονομική βία, μια βία σιωπηρή, αλλά εκκωφαντικά απάνθρωπη, που την
βλέπουμε καθημερινά γύρω μας με την μορφή της ανεργίας, της
υποαπασχόλησης και της φτώχειας. Η αθόρυβη αυτή νομιμοποιημένη
βία είναι διαρκώς παρούσα, σαν το αίμα που κυλάει στις αρτηρίες του
συστήματος- από τη ρητή βία του επιστάτη μέχρι την άρρητη βία που ασκεί
στον εργαζόμενο ο τρόμος της ανεργίας και της έκπτωσης στη φτώχεια.
Ας αντιστρέψουμε λοιπόν το ερώτημα και ας το επιστρέψουμε στους
εμπνευστές του. Το ερώτημα είναι: Ο πολίτης δικαιούται να αμφισβητεί, να
επιδεικνύει ανυπακοή ή και να ανατρέπει με την «βία» ένα άδικο νομικό
σύστημα ή τις πιο αντιδραστικές διατάξεις του;
Σε μιαν εποχή που έχει εξαπολυθεί μία επίθεση κατά των εργαζομένων με
την μορφή της κοινωνικής γενοκτονίας. Σε μια εποχή που τα νομοθετήματα
επιβάλλονται με την βίαιη καταστολή και την παντελή κατάργηση του
εργατικού δικαίου, είναι δυνατόν να θεωρείται αντικοινωνική και ανήθικη
δράση η κινητοποίηση και ο αγώνας του για την κατάργηση τους;
Οι φιλελεύθεροι «ειρηνιστές» καταδικάζουν ηθικά την βία από όπου και
αν προέρχεται αλλά την ίδια ώρα συνηγορούν υπέρ της «κοινοβουλευτικής
βίας» όταν αυτή εκφράζεται από την προβλεπόμενη πλειοψηφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου