Κυριακή 10 Μαρτίου 2013

Όχι πια γκρίνιες, μόνο προτάσεις

Όχι πια γκρίνιες, μόνο προτάσεις


Πολυξένη Αδάμ-Βελένη


 Δεν είναι καιρός για γκρίνιες σ’αυτή την πόλη. Ούτε για αποτιμήσεις και για το ποιος ευθύνεται και γιατί. Έτσι, δεν θα μιλήσω για τις εξαρχής παθογένειες του έργου του Μετρό, μολονότι υπάρχουν αρκετές, δεν θα θυμηθώ την εμμονή ορισμένων δημάρχων να κάνουν μετρό εντός των τειχών επιμένοντας να πάρουν μόνοι τους τη «δόξα» για ένα έργο πνοής κι ανάπτυξης (αλήθεια μήπως να επαναπροσδιορίσουμε τον όρο «ανάπτυξη» σε αυτόν τον τόπο;), όπως έλεγαν, για την πόλη και μη συμφωνώντας προς ικανοποίηση των πολιτικών τους ματαιοδοξιών, σε ένα τεράστιο δίκτυο μετρό που θα ένωνε τις ανατολικές και δυτικές συνοικίες.
Δεν θα μιλήσω για τις αλλεπάλληλες έγγραφες ενημερώσεις των αρχαιολογικών υπηρεσιών προς τις πολιτικές ηγεσίες και τους ενδιαφερόμενους κατασκευαστές ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Δεν θα μιλήσω για το προκαταδικαστικό για τις αρχαιότητες μνημόνιο που υπεγράφη μεταξύ της κατασκευάστριας εταιρίας και του Υπουργείου Πολιτισμού, πολύ πριν η λέξη «μνημόνιο» γίνει ο καθημερινός μας βρόγχος, δεν θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω τη βιασύνη και την προχειρότητα του όλου έργου ως μελετοκατασκευή, δεν θα μιλήσω για τη μυστικότητα διεξαγωγής του, δεν θα μιλήσω για τις πρόσφατες αποφάσεις της τύχης των ανευρεθείσων αρχαιοτήτων, καθώς δεν μου επιτρέπεται εκ της θέσεώς μου.

Θα σας μιλήσω, όμως, σαν αρχαιολόγος που ανέσκαψε στην πόλη της Θεσσαλονίκης επί 28 συναπτά έτη και σαν γέννημα και θρέμμα αυτής, μιας πόλης που αναμφίβολα αγαπάμε πολλοί. Θα επικεντρωθώ αποκλειστικά και μόνο στη σπουδαιότητα του ευρήματος, το οποίο είναι τόσο μεγάλο που νομίζω πως μας υπερβαίνει όλους. Υπερβαίνει όλες τις προβλέψεις μας, υπερβαίνει τις προσδοκίες μας. Το εύρημα δεν ήταν αναπάντεχο. Δεν «ήρθε από το μηδέν». Εμείς που ανασκάπταμε στη Θεσσαλονίκη γνωρίζαμε ότι θα βρεθούν σημαντικές αρχαιότητες στον κεντρικό άξονα της σύγχρονης αλλά και της ρωμαϊκής/βυζαντινής πόλης.

Είχαμε προειδοποιήσει άλλωστε. Ωστόσο, ήταν αναπάντεχα καλή η κατάσταση τής διατήρησής του. Αυτό το επί αιώνες σταυροδρόμι με ζωή που ξεκινά από τον 4ο αιώνα, προχωράει στον 6ο μ.Χ. και που συνεχίζει τη ζωή του στους επόμενους αιώνες φθάνοντας μέχρι τις μέρες μας (σε ψηλότερη στάθμη), είναι πραγματικά κάτι μοναδικό, αφού η πολύ καλή διατήρησή του το κάνει να μοιάζει σαν να μην έπαυσε ποτέ να χρησιμοποιείται, σαν να μην επιστρωματώθηκε από τις επιχώσεις των αιώνων. Αναδύθηκε από τη σιωπή του και έγινε και πάλι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Το σταυροδρόμι αυτό ήρθε σαν δώρο στην πόλη που επί δεκαετίες τώρα αναζητά τη φυσιογνωμία της, την ταυτότητά της, την ιδιαιτερότητά της για να προκαλέσει την προσοχή των επισκεπτών της και να γίνει τόπος προορισμού.

Νομίζω, λοιπόν, ότι το ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί πλέον δεν είναι αν θα μετακινηθεί ή όχι αυτός ο μοναδικός, ο κεντρικός δρόμος της πόλης από τον 4ο αιώνα και μετά, μέχρι τώρα, προκειμένου να προχωρήσει ή όχι-κατά τις ρήσεις της εταιρείας- το μετρό, αλλά με ποιόν τρόπο αυτό το εκπληκτικό εύρημα θα αναδειχτεί καλλίτερα. Νομίζω ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει το ψευδεπίγραφο διακύβευμα Μετρό ή Δρόμος. Δρόμος οπωσδήποτε, το μετρό θα πρέπει να δούμε πως. Άλλωστε, μεγάλο μέρος του έχει ήδη κατασκευαστεί. Τότε τι; Θ’ απομείνουν οι σήραγγες κουφάρια ανεκμετάλλευτα;

Νομίζω, επίσης, πως έχουν τεθεί και άλλα διάφορα τέτοιου τύπου ψευτοδιλήμματα με κυριότερο ότι τινάζεται το όλο έργο στον αέρα, ότι θα πληρώσουν οι πολίτες τις μέχρι τώρα δαπάνες και άλλα τέτοια απειλητικά κι εκφοβιστικά, που αναμφίβολα μας αποπροσανατολίζουν από τον πραγματικό μας στόχο και αυτός δεν μπορεί να είναι άλλος παρά η καλλίτερη δυνατή προβολή αυτού του ευρήματος.

Επομένως δεν θα πρέπει να τίθεται θέμα διαπραγμάτευσης αν θα διασωθούν ή όχι οι αρχαιότητες, αν θα μετακινηθούν και που θα πάνε. Στον αρχαιολογικό νόμο οι αρχαιότητες διαχωρίζονται σε κινητές και ακίνητες. Και τα μνημεία, και πόσο μάλλον οι δρόμοι, και μάλιστα τέτοιας κλίμακας διατήρησης και μεγέθους, είναι μία αστειότητα να μεταφέρονται. Γιατί η μεταφορά αυτή συνεπάγεται την πλήρη καταστροφή του μνημείου, την ουσία της ύπαρξής του, και καταστροφή μνημείων βάσει του Ελληνικού Συντάγματος δεν επιτρέπεται παρά μόνο για εθνικούς λόγους. Και εδώ οι εθνικοί λόγοι εκλείπουν. Αντιθέτως, υπάρχει μέγιστος εθνικός λόγος της διατήρησης αυτού του τεράστιου σε σημασία ευρήματος. Γιατί είναι ένα σπάνιο κομμάτι της βυζαντινής πόλης, της κοσμικής Θεσσαλονίκης, αυτό που δεν είχαμε, ένα κομμάτι του puzzle που έλειπε!

Σκεφτείτε τον δρόμο να συσκευάζεται σε κούτες, σύμφωνα με την απόφαση, και επανασυναρμολογείται (αν ποτέ γίνει αυτό) αλλού, εκτός τόπου και χρόνου. Πέρα από το γεγονός ότι δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν οι τοίχοι που είναι κτισμένοι με αργολιθοδομή, τοίχοι που φθάνουν και σε ύψος μέχρι 2 μέτρα σε ορισμένα σημεία, θα καταστραφεί όλη αυτή η αίσθηση που παίρνει κανείς περπατώντας τον δρόμο, αυτή η αίσθηση του «γυρίζω πίσω στον χρόνο και συγχρόνως ζω στον 21ο αιώνα», αυτή η αίσθηση της «βυζαντινής Πομπηίας», όπως χαρακτηριστικά είπε ο βυζαντινολόγος Πάολο Οντορίκο που τον επισκέφτηκε. Αποκαλύψαμε τη βυζαντινή μας Πομπηία λοιπόν. Και θέλουμε να την καταστρέψουμε. Για να κατασκευάσουμε έναν σταθμό μετρό κοινότοπο, σαν πολλούς άλλους που υπάρχουν στον κόσμο.

Και βέβαια δεν πρόκειται για μία εμμονή των αρχαιολόγων περί έρευνας και ανασκαφής διότι αυτό έχει ήδη γίνει. Με τη βοήθεια της Εταιρείας, και παρά τις όποιες γκρίνιες της για υπέρβαση των δαπανών, για δήθεν καθυστερήσεις που οφείλονται στις ανασκαφές, η έρευνα έχει γίνει. Να είναι καλά. Με τη συνδρομή τους η αρχαιολογική κοινότητα έχει στα χέρια της όλα τα επιστημονικά στοιχεία, έτσι ώστε να μπορέσει να μελετήσει το εύρημα. Επομένως δεν πρόκειται περί αυτού. Και αυτό το επιχείρημα καταρρίπτεται.

Αυτό, όμως, το τόσο σπουδαίο εύρημα είναι κοινό κτήμα των Θεσσαλονικέων και όχι των αρχαιολόγων. Και ακόμα παραπάνω. Το μοναδικό αυτό οικιστικό αρχιτεκτονικό σύνολο λόγω της σπανιότητάς του (ελάχιστα παρόμοια σύνολα αντίστοιχης εποχής είναι γνωστά σε όλη την Ευρώπη) είναι, επιπλέον, κτήμα της παγκόσμιας κοινότητας και δεν έχουμε κανένα απολύτως δικαίωμα να το αφανίσουμε προφασιζόμενοι δήθεν τη λογική και ότι δήθεν ότι θα διασωθεί αλλού μετακινώντας το. Γιατί η λογική και όχι το συναίσθημα υποτάσσει ότι αυτό το σταυροδρόμι πρέπει να παραμείνει στη θέση του. Και γιατί με αυτή τη λογική δεν προκλήθηκε αντίδραση για τα ευρήματα των άλλων σταθμών. Ναι, έγιναν υποχωρήσεις, για να προχωρήσει το έργο, το οποίο παρά το γεγονός ό,τι δεν χρειαζόταν να γίνει μετρό εντός των τειχών, αφού ξεκίνησε με κάποιον τρόπο έπρεπε να προχωρήσει. Αφού εξαρχής δεν εισακούστηκε η γνώμη των αρχαιολόγων, έπρεπε η αρχαία πόλη να ματώσει για να τελειώσει αυτό το έργο. Αλλά τα πάντα έχουν κάποιο όριο. Και αυτό το όριο είναι το σταυροδρόμι της Βενιζέλου, ο εκτεταμένος αρχαιολογικός χώρος που ήρθε στο φως είναι η κόκκινη γραμμή. Είναι το μνημείο που λες ότι εδώ σταματώ, δεν το καταστρέφω. Σταματώ και ξανασκέφτομαι τι θα κάνω για να το αναδείξω και -γιατί όχι- να το εκμεταλλευτώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Γιατί εδώ μπαίνουν και λόγοι οικονομικού συμφέροντος. Για να αποκτήσει η πόλη κάτι μοναδικό, για να είναι όχι μόνο κατ΄ όνομα αλλά και εμπράγματα η μοναδική βυζαντινή πόλη της Ευρώπης, η δεύτερη στον κόσμο μετά την Κωνσταντινούπολη που, ας μη ξεχνιόμαστε, βρίσκεται στην Τουρκία. Αυτό λοιπόν το σταυροδρόμι είναι ο δικός μας «Παρθενώνας». Πως θα σας φαινόταν, λοιπόν, ο Παρθενώνας στον Ταΰγετο; Με τι πρόσωπο θα εξακολουθούμε να μιλάμε τάχα περί βαριάς μας βιομηχανίας, αυτής του πολιτισμού, μια καραμέλα στα χείλη των πολιτικών χωρίς κανένα απολύτως μέχρι στιγμής αντίκρυσμα, όταν με τα ίδια μας τα χέρια καταστρέφουμε σημαντικότατα κατάλοιπα αυτού του πλούτου της χώρας;

Για τον λόγο αυτό θα πρότεινα κατ’ αρχάς στην ίδια την Εταιρεία να αντιμετωπίσει αυτή τη σπουδαία πρόκληση, να επαναπροσδιορίσει τους στόχους της και να επανέλθει με άλλη νοοτροπία και άλλη άποψη. Κι, αν επιλυθεί αυτό το δύσκολο πρόβλημα της κατασκευής του σταθμού με τη συνύπαρξη αρχαίων και σταθμού, αυτή η τεχνογνωσία θα της δώσει εξαιρετικό προβάδισμα, σε σχέση με το «know how» σε δύσκολες υπόσκαφες κατασκευές. Θα γίνει, ίσως, η πρώτη εταιρία στο κόσμο που θα επιλύσει αυτόν το γόρδιο δεσμό και στη συνέχεια, (γιατί όχι;) να «πουλήσει» φυσικά αυτή την τεχνογνωσία διεθνώς (άλλη μία πρωτοτυπία, άλλο ένα όφελος!). Και επιτέλους, ας δώσει οικονομοτεχνικά στοιχεία όλου αυτού του προγράμματος μετακίνησης και επανασυναρμολόγησης για να φανεί αν αυτό συμφέρει περισσότερο ή ο επανασχεδιασμός του σταθμού!

Κι αν η Εταιρεία δεν δείχνει προθυμία στην αλλαγή πλεύσης της, τότε η Θεσσαλονίκη έχει μία μοναδική ευκαιρία να γίνει το επίκεντρο που παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Γιατί ένα τέτοιο εύρημα θα έπρεπε λογικά να γίνει αντικείμενο επίλυσης όχι σε επίπεδο μιας εταιρείας, ούτε σε πανελλήνιο επίπεδο, αλλά να αποτελέσει θέμα διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού.

Πρόταση 1η: Ας προκηρυχτεί λοιπόν από τον Δήμο ένας διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός. Ας γίνει αντικείμενο μελέτης των ειδικών της παγκόσμιας κοινότητας.

Πρόταση 2η : Μέχρι να γίνουν αυτές οι διαδικασίες ας ανοίξει στο κοινό, όπως ήδη πρότεινε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων. Με την κατάλληλη προβολή θα προσελκύσει το διεθνές ενδιαφέρον των επισκεπτών, θα αυξηθεί η επισκεψιμότητα στην περιοχή, θα βελτιωθεί η αγοραστική κίνηση στα καταστήματα που, όντως, επί χρόνια ταλαιπωρούνται από τα έργα.

Πρόταση 3η: Σε περιπτώσεις σαν κι αυτές δεν χρειάζονται βιαστικές αποφάσεις. Ψυχραιμία, και επανεκτίμηση των πραγμάτων. Τελείωσε, άραγε, όλο το υπόλοιπο μετρό και μας έπιασε βιασύνη γι’αυτόν τον σταθμό; Χρειάζεται σύνεση γιατί διαφορετικά θα συμβεί κάτι μη αναστρέψιμο, κάτι που αντιβαίνει σε όλες τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας μνημείων. Και αν βιαστούμε να το καταστρέψουμε, πέρα από το ότι θα είμαστε υπόλογοι στις επόμενες γενιές δεν θα έχει πια και νόημα να μετανιώσουμε εκ των υστέρων για αυτό το προμελετημένο έγκλημα.

*Η Πολυξένη Αδάμ-Βελένη είναι διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης

**Η φωτογραφία είναι της Ελένης Βράκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου