«Αναλαμβάνουμε την ευθύνη»
των Σ.Μπενετάτου και Β. Ξυδιά
Το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ πήρε τις αποφάσεις που έπρεπε για την κυβερνητική στρατηγική και την οργανωτική του συγκρότηση. Δεν πήρε όμως την πιο κρίσιμη απ’ όλες· αυτήν που αφορά το εάν και με ποιο τρόπο ο ΣΥΡΙΖΑ, από εντολοδόχος και διαχειριστής της ογκούμενης κοινωνικής απελπισίας θα θελήσει να γίνει ο καταλύτης και επιταχυντής της αναμενόμενης πολιτικής ανατροπής· όχι στο απώτερο μέλλον, αλλά άμεσα, τώρα, μέσα στους επόμενους μήνες. Την απόφαση αυτή – που θα κρίνει, κατά τρόπο ίσως καθοριστικό, την ιστορική χρησιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ – θα πρέπει να λάβει η νέα Κεντρική Επιτροπή το συντομότερο. Αν δεν το κάνει εγκαίρως φοβόμαστε ότι τα πράγματα θα είναι πολύ άσχημα και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για τη χώρα.
Διότι αυτό που κρίνεται απ’ την έκβαση των απεργιακών αγώνων που ξεκίνησαν πριν ένα μήνα με την κατάληψη της ΕΡΤ και κλιμακώνονται τώρα με τις κινητοποιήσεις κατά του πολυνομοσχεδίου είναι αυτός ο ίδιος ο πόλεμος. Ας μην έχει κανείς αυταπάτες. Αν η Κυβέρνηση επιβάλει τις απολύσεις και τις διαθεσιμότητες, αυτή κινδυνεύει να είναι η τελευταία μεγάλη μάχη, και το πολιτικό σύστημα θα έχει ίσως πετύχει την οριστική επιβολή των μνημονίων στην Ελλάδα – όχι μόνο ως πολιτικό, διοικητικό και οικονομικό καθεστώς, αλλά κυρίως ως ψυχικό στίγμα που θα βαραίνει και θα διχάζει τους Έλληνες. Η επίταση της οικονομικής διάλυσης και η γενικευμένη κοινωνική εξαθλίωση, θα προκαλέσουν ασφαλώς επόμενους τριγμούς στον κυβερνητικό συνασπισμό, ενδεχομένως και την κατάρρευσή του· θα είναι όμως πολύ δύσκολο, για να μην πούμε αδύνατο, να ενοποιηθεί σε πολιτικό επίπεδο και να αποκτήσει κινηματική δυναμική η κοινωνική αντίδραση. Η κοινωνία θα βρίσκεται σε αλληλοσπαραγμό και η άνευ μάχης ηττημένη αντιπολίτευση, έχοντας διαψεύσει τις λαϊκές προσδοκίες, θα είναι εξ ίσου ανυπόληπτη με τους τυράννους.
Στο κρίσιμο τρίμηνο που διανοίγεται μπροστά μας από τώρα μέχρι τον Σεπτέμβριο, τόσο η κοινωνία, στο δικό της επίπεδο, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, στο δικό του, έχουν, εκτιμούμε, τρεις επιλογές. Η μία είναι η παραδοχή των τετελεσμένων της κυβερνητικής επίθεσης· με ρητορική καταγγελία, αλλά χωρίς ουσιαστικές αντιδράσεις και με μετάθεση της αναμέτρησης σε επόμενη φάση. Η δεύτερη – που τώρα γίνεται πιο πιθανή – είναι οι σκληροί κλαδικοί αγώνες, περιορισμένοι όμως στα συνήθη συνδικαλιστικά μέσα (π.χ. κλείνουμε τα σχολεία, δεν μαζεύουμε τα σκουπίδια κτό)· τουτέστιν απεργίες πίεσης, που, αν δεν στρέφονται κατά της υπόλοιπης κοινωνίας, πάντως γίνονται ερήμην της.
Προσκόλληση στην κλασική διεκδικητική λογική (αποδεδειγμένα αναποτελεσματική τα τελευταία χρόνια), όπου κάθε κλάδος περιορίζεται εκ των πραγμάτων στα δικά του αιτήματα, ενώ ο όποιος κοινωνικός συντονισμός μένει σε επίπεδο συνδικαλιστικών ηγεσιών. Και ο ΣΥΡΙΖΑ στα μετόπισθεν. Στην περίπτωση αυτή η κυβέρνηση δεν πρόκειται να υποχωρήσει, όσο κι αν διαρκέσουν οι απεργίες. Η πλειοψηφία της κοινωνίας θα είναι αδιάφορη ή ακόμα και εχθρική, και η ήττα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Εννοείται ότι μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή απ’ την αριστερά ούτε με την κυνική, όσο και αμφίβολη προσδοκία ότι τα ηττημένα κινήματα μπορούν πιθανόν να συμβάλουν, εν είδη πολιτικού αναλώσιμου, στη φθορά της κυβέρνησης, που σε βάθος χρόνου θα κεφαλαιοποιηθεί στην εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ. Διότι ακόμα κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, η νίκη θα είναι, όπως όλοι γνωρίζουν, πύρρειος, αφήνοντας έναν μετέωρο ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί να διαχειριστεί καμένη γη χωρίς την ενεργητική στήριξη της κοινωνίας.
Το ζήτημα λοιπόν για τα κοινωνικά κινήματα που έχουν ξεσπάσει ή πρόκειται να ξεσπάσουν στο επόμενο διάστημα δεν είναι το να δώσουν απλώς τη μάχη, αλλά να το κάνουν σε μια πραγματική προοπτική νίκης. Χρειάζεται γι’ αυτό μια στρατηγική που να επιτρέπει στα μαχόμενα τμήματα της κοινωνίας να βγουν μπροστά, αλλά με τέτοιο τρόπο που να ανοίγονται στην υπόλοιπη κοινωνία, και να της δίνουν το χέρι να τα ακολουθήσει.
Ένα άλλο πρότυπο κινητοποιήσεων
Γι’ αυτό και δεν είναι λύση η εξ αρχής μετάθεση του αγώνα στο πολιτικό επίπεδο, όσο κι αν η ανατροπή της κυβέρνησης πρέπει πράγματι να βρίσκεται στον ορίζοντα των κινητοποιήσεων. Προηγείται η γείωση των κινημάτων στην ευρύτερη κοινωνία· να καταφέρουν δηλαδή να εκφράσουν τη γενική αγωνία και να της δώσουν έμπρακτα θετική προοπτική. Κι αυτή είναι η τρίτη επιλογή· ο προσανατολισμός των κλαδικών αντιδράσεων σε ένα ενιαίο κίνημα διαπλεκόμενων κοινωνικών αγώνων με θετικό πρόσημο για την υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. Αυτό που κάνει στην περίπτωση αυτή τη διαφορά είναι ότι τόσο οι στόχοι, όσο και οι μορφές αγώνα υπερβαίνουν τη διεκδικητική λογική, δίνοντας στην κινητοποίηση θετικό χαρακτήρα. Ακόμα κι αν οι αγώνες ξεκινήσουν, όπως είναι πολύ πιθανόν, με τον συνήθη τρόπο, θα πρέπει πολύ γρήγορα να σχηματιστούν ισχυροί κινηματικοί πυρήνες μιας νέας αντίληψης που θα εστιάζει στη θετική λειτουργία του κάθε τομέα. Το πρότυπο είναι η ΕΡΤ: λειτουργικές καταλήψεις, όχι όμως με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά με πλήρη κανονική λειτουργία σε αντίθεση προς τις κυβερνητικές επιταγές επί τη βάσει της αυτοδιαχειριστικής αντιδιοίκησης των εργαζομένων.
Π.χ. οι εκπαιδευτικοί – εν ενεργεία και απολυμένοι μαζί – με την υποστήριξη των γονέων και των μαθητών, αναλαμβάνουν τη λειτουργία των σχολείων βάσει του δικού τους διοικητικού πλαισίου (ωράριο, αριθμός μαθητών ανά τμήμα κλπ). Φυσική εμπροσθοφυλακή στον αγώνα αυτόν θα είναι τα σχολεία που η κυβέρνηση κλείνει ή συγχωνεύει, καθώς και οι υπό διαθεσιμότητα κλάδοι, περιλαμβανομένων και των αναπληρωτών που απολύθηκαν τον Ιούνιο. Ανάλογες κινητοποιήσεις μπορούν να γίνουν στο χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπου οι εργαζόμενοι καλούνται να ασκήσουν το λειτούργημά τους με τους δικούς τους όρους προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Προς Θεού, θα είναι ολέθριο λάθος αν οι εργαζόμενοι – ειδικά αυτοί που εμπλέκονται στη συγκομιδή των απορριμμάτων – υιοθετήσουν αντανακλαστικά τις απεργιακές μεθόδους του παρελθόντος. (Λειτουργική κατάληψη στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι οι εργάτες καθαριότητας μαζεύουν τα σκουπίδια από τις γειτονιές και καλούν όλο τον λαό να πάμε να τα πετάξουμε εκεί που πρέπει – ενδεχομένως με μουσική προμετωπίδα γνωστούς τραγουδιστές). Ομοίως και στο χώρο της υγείας και σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους που ένας-ένας θα αναγκαστούν να πάρουν τη θέση τους στο συντονισμένο αυτό κοινωνικό μέτωπο. Και στα μετόπισθεν πρέπει να συσταθεί ένα ισχυρό, πολιτικοποιημένο κίνημα κοινωνικής αλληλεγγύης, που θα στηρίξει πρακτικά και ηθικά τους εργαζόμενους-απεργούς και θα βρει τους διαύλους για τη σύνδεση των κινητοποιήσεων με τα πιο παθητικά κομμάτια της κοινωνίας.
Αυτή η έμπρακτη αντίδραση στην κατεδάφιση των κοινών υποδομών του ελληνικού λαού είναι μεταξύ άλλων η ουσιαστική απάντηση σε όλους αυτούς που, καλοπροαίρετα ή κακοπροαίρετα, καταλογίζουν στους εργαζόμενους την κακοδιοίκηση και το υπερβολικό κόστος του δημοσίου. Ενώ παράλληλα, όσο η κινητοποίηση είναι σε εξέλιξη, ο κάθε κλάδος οφείλει να ανοίξει τα γενικότερα ζητήματα που αφορούν το λειτούργημα του. Να τεθούν επιτέλους σε βαθειά και ουσιαστική συζήτηση τα ζητήματα της παιδείας, της υγείας, της διοίκησης, των κοινών αγαθών (νερό, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες). Να ακουστούν τα προβλήματα και τα παράπονα του κόσμου, και να αναζητηθούν λύσεις, είτε άμεσες, είτε άλλες, που υπερβαίνουν, ενδεχομένως, το σημερινό πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Χωρίς όμως να χάνουμε την προσήλωσή μας στον κεντρικό στόχο, που τούτη την ώρα δεν είναι άλλος από την ακύρωση της καταστροφής.
Εννοείται πως δεν μιλάμε για μόνιμες «νησίδες αυτοδιαχείρισης». Οι λειτουργικές καταλήψεις και η αντιδιοίκηση που προτείνουμε είναι ειδικές μορφές πολιτικοποίησης του κοινωνικού αγώνα, που πατάνε στην ακραία αποξένωση των κυβερνητικών αποφάσεων από το κοινό αίσθημα, και κυρίως στην προοπτική μιας άμεσης κυβερνητικής ανατροπής στον χρονικό ορίζοντα μερικών μηνών. Γι’ αυτό και ένα τέτοιο κοινωνικό κίνημα ανατροπής δεν μπορεί να αναδειχθεί τούτη την ώρα βάσει μιας γενικώς νοούμενης «αυτονομίας των κινημάτων». Βασική παράμετρος για την ύπαρξη και την επιτυχία του είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κεντρικός πολιτικός φορέας της ανατροπής τόσο σε κοινωνικό όσο και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Κατ’ αρχάς ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αφαιρεί τον εαυτό του απ’ την κοινωνία της οποίας αποτελεί, και οφείλει να αποτελεί, οργανικό κομμάτι.
Υπό την έννοια αυτή η στάση του αποτελεί ουσιαστική παράμετρο για τη στρατηγική του κάθε επιμέρους κλάδου. Χωρίς καπελώματα και χωρίς έξωθεν επιβολή, αξιοποιώντας τις αναγκαίες κάθε φορά πολιτικές συμμαχίες, ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εμπνεύσει πρωτοβουλιακά και να υποκινήσει πολιτικά και οργανωτικά τον κάθε κλάδο. Κατά δεύτερον ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να εκφράσει το ενιαίο αυτό κοινωνικό κίνημα σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, συνδέοντας μαχητικά τις κοινωνικές διεκδικήσεις με το ζήτημα της δημοκρατίας και με την ελπίδα για ανατροπή του πολιτικού συστήματος, τόσο σε θεσμικό επίπεδο (Σύνταγμα), όσο και σε επίπεδο διακυβέρνησης. Αυτό δε το τελευταίο – δηλαδή η προοπτική της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ή ενός συμμαχικού μετώπου – είναι κρίσιμος όρος για όλα τα προηγούμενα, αφού μόνο αυτή μπορεί να καταστήσει ρεαλιστική την εναλλακτική αντιδιοίκηση των εργαζομένων που θα έχουν γίνει με την πολιτική του κάλυψη. Αυτός είναι και ο τρόπος για τη σύναψη ενός ουσιαστικού συμβολαίου του ΣΥΡΙΖΑ με την κοινωνία.
Αυτή είναι – δυστυχώς ή ευτυχώς – η μόνη δυνατότητα ανατροπής. Και είναι ή τώρα ή ποτέ. Δύσκολη, αλλά η μόνη εφικτή. Η ΚΕ πρέπει να πάρει όσο γίνεται πιο γρήγορα τις αποφάσεις που θα προλάβουν τις αποσπασματικές και αμήχανες συνδικαλιστικές αντιδράσεις και θα θέσουν τον ΣΥΡΙΖΑ στο τιμόνι του λαϊκού κινήματος, προσδιορίζοντας έτσι στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων το περιεχόμενο της νέας κοινωνικοπολιτικής ηγεμονίας που θα βγάλει τη χώρα απ’ το αδιέξοδο.
Δημοσιεύθηκε στον «Δρόμο της Αριστεράς», Σάββατο 27 Ιουλίου 2013, σελ. 12-13.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου