Πολλά έχουν γραφεί για τη φύση και τον ρόλο του κράτους στον καπιταλισμό, όπως και για το περιεχόμενο της ταξικής εξουσίας στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες της γενικευμένης ατομικής ιδιοκτησίας. Η διαλεκτική σκέψη και θεωρία έχει διατυπώσει εναλλακτικές ερμηνείες και προσεγγίσεις για το κρατικό φαινόμενο.

Σήμερα οι νέες θεωρίες για το κράτος ξεπερνούν τις πρόχειρες και ιδιοτελείς απόψεις του πρώιμου νεοφιλελευθερισμού που ήθελε το κράτος όσο το δυνατόν μικρότερο και παραδομένο στους αγοραίους ανέμους. Τα πράγματα έχουν γίνει ακόμη χειρότερα.


Το κράτος προσανατολίζεται πλέον στην ευθεία και ασύστολη εξυπηρέτηση των αναγκών του κεφαλαίου, ως διαχειριστής και όχι ως ρυθμιστής των συμφερόντων του χρηματοοικονομικού τομέα. Απροκάλυπτα πλέον και οι περιφερειακές ολοκληρώσεις, αντί να αντλήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα από τη χρηματοπιστωτική κρίση και να θεσπίσουν νομοθεσία ρύθμισης των ασύδοτων χρηματαγορών, προσαρμόζουν τις κρατικές λειτουργίες στις ανάγκες τους.

Γι' αυτό άλλωστε γίνονται ανεκτά, ως φυσική κατάσταση, όλα τα αυξανόμενα δημοκρατικά ελλείμματα, αφού οι κυρίαρχες αποφάσεις λαμβάνονται ερήμην των πολιτικών οργάνων. Ήδη στην Ευρώπη δημιουργείται η μεγάλη διαχωριστική γραμμή μεταξύ αυτοκρατορικού κέντρου και περιφέρειας1.

Πολλοί ρωτούν, ενόψει του ελπιζόμενου τέλους του καταστροφικού Μνημονίου με όρους λαού και κοινωνίας, «τι κράτος θέλουμε», προσθέτοντας αφελώς «Το θέλετε μικρό, μεγάλο, με πολλούς ή λίγους υπαλλήλους;». Άλλοι, για να δικαιολογήσουν την πολιτική της διάλυσης του κράτους χωρίς σχέδιο και προοπτική, θέτουν το ερώτημα αν θα επαναπροσλάβουμε και θα αποκαταστήσουμε τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης (υπό την ευρεία έννοια) που απολύονται αυτή την περίοδο. Μας καλούν δηλαδή να επιδείξουμε συμπεριφορά πειθάρχησης στο ανοσιούργημα που συντελείται εις βάρος του λαού και του τόπου, κατηγορώντας για λαϊκισμό τους συντρόφους που συμπαρίστανται στο δράμα χιλιάδων οικογενειών.

Όμως μόνον οι ιδιοτελείς ή οι αδαείς μπορούν ακόμη να επιμένουν ότι το κράτος δεν είναι η αρχή για την επίλυση των προβλημάτων, αλλά το πρόβλημα καθ'εαυτό2. Η ερώτηση, όπως τίθεται και όπως απαντιέται μερικές φορές, είναι αποπροσανατολιστική. Δεν αφορά την ορθολογική οικονομική σκέψη, αλλά ούτε και την Αριστερά.

Είναι ερώτηση-παγίδα για τους αφελείς και αδιάβαστους. Οι θέτοντες το ερώτημα θεωρούν ως αυταπόδεικτη αλήθεια την παραπλάνηση, την απάτη. Ότι δηλαδή έχουμε μεγάλο κράτος, πολλούς και ακριβούς δημόσιους υπαλλήλους, ενώ, όπως όλοι γνωρίζουν, συμβαίνει το εντελώς αντίθετο σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης και όλης της Ε.Ε.

Κανένας από τους προχειρολογούντες με το ερώτημα αυτό, δεν έχει μπει στον κόπο να παρουσιάσει αξιόπιστες στατιστικές. Κανένας δεν ζήτησε να γίνουν συγκρίσεις με τα δέκα, λόγου χάριν, καλύτερα και αποδοτικότερα κράτη στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, με κριτήρια

* τη δημοκρατικότητα - συμμετοχή των πολιτών,

* την κοινωνική γαλήνη - δικαιοσύνη,

* την ανθρώπινη ανάπτυξη σύμφωνα με τους δείκτες του ΟΗΕ,

* την περιβαλλοντική προστασία,

* τη βιώσιμη, αυτοτροφοδοτούμενη, αειφορική ανάπτυξη και βεβαίως

* τον δείκτη ανεργίας.

Όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, ακόμη και οι νεοφιλελεύθερες δεξαμενές σκέψης, αυτούς τους δείκτες - κριτήρια χρησιμοποιούν για να κατατάσσουν την ποιότητα και το μέγεθος των κρατικών μορφωμάτων. Ας τολμήσουν να οικοδομήσουν το ιδεατό μέγεθος του ελληνικού κράτους λοιπόν, σύμφωνα με τον μέσο όρο των δέκα καλύτερων κρατών παγκοσμίως, τηρουμένων των αναλογιών του πληθυσμού και λαμβανομένων υπόψη των εθνικών προβλημάτων!

Όσοι από εμάς μελετάμε συστηματικά τις επιδόσεις των προηγμένων κρατών, διαλαλούμε προς πάσα κατεύθυνση ότι το αντι-μνημονιακό, το μετα-μνημονιακό ελληνικό κράτος θα είναι ο βασικότερος μηχανισμός και εργαλείο ανάπτυξης και απασχόλησης. Το μεγαλύτερο βάρος της ανασυγκρότησης και της νέας οικονομικής ανόρθωσης θα το σηκώσει το νέο, ευέλικτο, συμμετοχικό, αξιοκρατικό, αλλά και πλήρες κράτος. Οι δημόσιες επενδύσεις, ο έλεγχος των ροών του χρήματος με το επιλεκτικό πρόγραμμα «κινητοποιήσεων», η ανάπτυξη των δημοσίων και κοινωνικών υπηρεσιών, της έρευνας, της παιδείας και του πολιτισμού, θα είναι τα βασικά εργαλεία για να μπει η χώρα σε πορεία ανάπτυξης.

Κυρίως όμως το κεντρικό μέλημα θα είναι η στήριξη της απασχόλησης, όπως έχει συμβεί σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις παγκοσμίως, είτε ως αποτέλεσμα του αντι-αποικιακού και εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, είτε ως πολιτική απεξάρτησης από το νομαδικό χρηματιστικό κεφάλαιο.

Κατά τη μεταβατική περίοδο το «μετα-αποικιακό» κράτος θα ενσωματώσει στις πλήρεις λειτουργίες του όλα τα στοιχεία της απόδοσης, της αλληλέγγυας αξιοκρατίας και του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού. Το σχέδιο λειτουργίας του κράτους βρίσκεται στις ύψιστες προτεραιότητές μας και θα το αναλύουμε κατά τομέα το προσεχές διάστημα, όταν η εκδικητική νεοφιλελεύθερη γελοιότητα και ο εξευτελισμός των θεσμών από την Τριαρχία των δανειστών κοπάσουν.

Ακόμη και το φημισμένο Ινστιτούτο Levy του αμερικανικού πανεπιστημίου Bard (από τα πλέον προηγμένα στις οικονομικές προβλέψεις και τα πλέον επαληθευμένα στις αναλύσεις τους Ινστιτούτα) καταδικάζει απερίφραστα ως αντεπιστημονική και καταστροφική την πολιτική της Τριαρχίας των δανειστών και παντελώς λανθασμένα τα μοντέλα που χρησιμοποιεί. Προβλέποντας ότι η ανεργία θα φτάσει στο τέλος του 2016 το 34% και τονίζοντας ότι το βάθος της ύφεσης υπερβαίνει ακόμη και αυτό της μεγάλης ύφεσης του 1930, δίνει μιαν άλλη πολιτική ανάκαμψης, «που θα επικεντρώνεται σε ένα πρόγραμμα δημιουργίας θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα»3. Προχωρώντας πιο πέρα, το Ινστιτούτο προτείνει με συγκεκριμένες κλιμακούμενες χρηματοδοτήσεις τη δημιουργία 200.000 θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα κατά την πρώτη αντιμνημονιακή περίοδο!

Η Τριαρχία όμως των δανειστών και η μνημονιακή κυβέρνηση προχωρούν στον καταστροφικό τους δρόμο και με τη βοήθεια των μνημονιακών δημοσιολόγων θέτουν τα αντικοινωνικά -αλλά συνάμα βλακώδη και αντιαναπτυξιακά- ερωτήματα, προσβλέποντας στη σύγχυση των αφελών, στη διάσπαση της κοινωνίας, στον κατακερματισμό των εργαζομένων και στη ζηλοφθονία των απολυμένων του ιδιωτικού τομέα έναντι των εργαζομένων του Δημοσίου. Και κανένας υπεύθυνος δεν τους είπε ότι η αύξηση των θέσεων εργασίας στο Δημόσιο συνεπιφέρει τελικά και τη μεγάλη αύξηση θέσεων στον ιδιωτικό τομέα.

Τα ψέματα όμως τελειώνουν. Και δεν είναι μόνον οι Έλληνες που τους πήραν χαμπάρι, αλλά κυρίως η διεθνής επιστημονική κοινότητα που εκπλήσσεται με τον ανορθολογισμό και το καταστροφικό μένος του μνημονιακού προγράμματος.

  * Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και Πρόεδρος της Ένωσης για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ, www.enypekk.gr).

  1 Βλ. Νίκου Κοτζιά, Ελλάδα, αποικία χρέους, εκδόσεις Πατάκης, Αθήνα 2013, και συνέντευξη καθηγητή Τζον Μπέλαμι Φόστερ στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» (4-8-2013).

  2 Βλ. Πέτερ Μπόφινγκερ, Στροφή στο μάρκο; Η Γερμανία χρειάζεται το ευρώ, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2012.

3 Βλ. άρθρο της Ellen Freilich του Reuters, εφημ. «Καθημερινή» (4-8-2013)