Ελένη
sraoshaμε κάθε σεβασμό στην κυρία Π. Ρεβενιώτη, που είναι ένα Κίνημα από μόνη της Για λόγους που δεν είναι δύσκολο να καταλάβετε, και προσωπικούς και αρχών, το ενδεχόμενο βομβαρδισμού της Συρίας κάθε άλλο παρά με ενθουσιάζει, και ας έχω γνώση πόσο αδίστακτος σφαγέας και πανάθλιος τύραννος είναι ο υιός Άσαντ.
Αφορμή να γράψω σήμερα είναι το κύμα μισανθρωπίας που μας πνίγει, ήδη από όταν αυτοκτόνησε ο Δημήτρης Χριστούλας. Βλέπω στα σοσιαλμήντια τη μεταθανάτια σκύλευση του Μιχάλη Ασλάνη (μέχρι και οι χιμπατζήδες, μαθαίνω, σέβονται τους νεκρους τους). Παρακολουθώ και στην Ελληνική Νοηματική θριαμβολογίες για το ότι τα σώματα ασφαλείας επιχειρούν ανεμπόδιστα στα Εξάρχεια· άλλωστε -- λέει -- πρόσφατα μπήκανε και στο Πολυτεχνείο και μάζεψαν το αχούρι, χρόνια -- λέει -- είχανε να μπούνε στο Πολυτεχνείο (40 περίπου, ε;). Θυμάμαι τον Θανάση Καναούτη και την "αψυχολόγητη" ενέργειά του να πηδήξει από το τρόλεϊ, από τον κλωβό Φαρανταίυ μέσα στον οποίο η βία που προερχόταν από τον Ιαβέρη της νομιμότητας κεφαλοκυνηγών απαιτούσε τα χρεωστούμενα κέρματα όπως ο Βαρκάρης της Αχερουσίας.
Αλλά δε θα γράψω για αυτά. Ούτε για την καταστροφή της εργατικής νομοθεσίας, της Υγείας και της Παιδείας, που θα χρειαστούν δεκαετίες για να ξαναχτιστούν, αν βεβαίως το επιτρέψει ο Σκαιός Αιώνας που 'ρχεται. Ούτε για τις μεταρρυθμίσεις-ξεπούλημα των πάντων. Ούτε για το σχέδιο να αντικατασταθεί κάθε εκπαιδευτικός των 1200 ευρώ με δύο ακόμα πιο εξαθλιωμένους, και άρα πειθήνιους, των 600 ευρώ, για να διδάσκουνε πέντε ώρες Αρχαία στο χωλό, τυφλό, ραιβό, ψωραλέο σχολείο των μαζών -- όσο οι ελίτ θα ετοιμάζονται για σπουδές και καριέρες και ταξίδια στην Ευρώπη του Ωσμάν και των ιστορικών κέντρων και των καλών συνοικιών, όπου όλα είναι καθαρά και οι άνθρωποι δεν είναι ζώα.
Αλλά ούτε για αυτά θα γράψω: δεν μπορώ και δεν ξέρω. Θα πω μια ιστορία άσχετη και ξεκάρφωτη. Η μικρή μου αδερφή μού θύμισε πρόσφατα ότι όσο εκείνη προσπαθούσε να μεγαλώσει, η συνύπαρξή μου με τους γονείς μου ήταν ένας διαρκής πόλεμος, ένας δεκαετής καβγάς με διαλείμματα. Μετά έφυγα από το πατρικό και επανεφεύρα τον εαυτό μου ως τον καλό γιο, τον υπεύθυνο κι αξιόπιστο, τη φωνή της σωφροσύνης. Μακριά κι αγαπημένα: να φεύγει το παιδί από το σπίτι όσο πιο νωρίς γίνεται.
Ο πατέρας μου λοιπόν μου θύμισε τις προάλλες το παλιό διαμέρισμα που μέναμε στην οδό Κ. Εγώ τότε θυμήθηκα την Ελένη, μια τρανς γυναίκα που έμενε στο ισόγειο, στο διαδρομάκι πίσω από το γκισέ του θυρωρού και προς τον καυστήρα. Η Ελένη είχε μεγάλα μελαγχολικά μάτια και κορακί μαλλιά. Το κουδούνι της έξω έγραφε μόνο ΕΛΕΝΗ. Μια μέρα λοιπόν χτύπησε την πόρτα μας στον τέταρτο η κυρία Π, η διαχειρίστρια. Συζητούσε χαμηλόφωνα με τον πατέρα μου, που την κράτησε στην πόρτα χωρίς να της πει να περάσει μέσα. Τον άκουσα να λέει "όχι, δεν υπογράφω". Μετά από λίγο έκλεισε την πόρτα.
Γύρισε θυμωμένος στην κουζίνα που καθόμασταν, εγώ πρέπει να έκανα τα μαθήματά μου στο τραπέζι, ήμουν στο δημοτικό. Άναψε τσιγάρο (22 αντινικότ -- τρέχα γύρευε) και είπε στη μητέρα μου ότι θέλουνε να διώξουν αυτή στο ισόγειο και μαζεύουν υπογραφές. Η μάνα μου αναρωτήθηκε γιατί ζητούν και από εμάς, που ήμασταν ενοικιαστές, να υπογράψουμε, "α, έτσι είναι ο κανονισμός". Ο πατέρας μου με υψωμένη τη φωνή (σπάνιο, πολύ σπάνιο) είπε ότι δεν τον νοιάζει ποιος είναι ο άλλος, πώς ζει και τι κάνει ο καθένας, ότι δεν πρόκειται να βάλει την υπογραφή του να πετάξουνε στον δρόμο έναν άνθρωπο που δεν του έφταιξε σε τίποτα. Η μητέρα μου, διστακτικά, είπε ότι δεν είναι δυνατόν να διώξουνε την κοπέλα στο ισόγειο μόνο και μόνο επειδή εκδίδεται (ήμουν μπροστά κι εγώ). Η απάντηση την εξέπληξε: "α δεν είναι αυτό, σιγά: είναι επειδή είναι τραβεστί". Η μάνα μου κοίταξε κατάπληκτη. Ο πατέρας μου συνέχισε ότι "αυτή η βλαμμένη η Π. μου είπε μέχρι κι ότι πρέπει να υπογράψω γιατί έχω μικρά παιδιά και γιο, κι εγώ της είπα --" και μετά σταμάτησε, αναλογιζόμενος πόσο αντιπαιδαγωγική ήταν η σκηνή που έτρεχε μέσα στην κουζίνα της οδού Κ. Τράβηξε μια τζούρα και πρόσθεσε ότι δεν υπογράφει και να κόψουν όλοι τον σβέρκο τους. Η μάνα μου απλώς αναρωτήθηκε τι τους νοιάζει και γιατί βάλθηκαν να πετάξουν την κοπέλα στον δρόμο κι ότι δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, και τι της ήρθε της κυρίας Π. στον τρίτο να κάνει κουμάντο στο ποιος μένει στο ισόγειο, άλλωστε αυτή χήρα είναι και μένει μόνη της κτλ.
Πιθανότατα κι άλλοι δεν υπέγραψαν, πάντως η Ελένη έμεινε στην ισόγεια γκαρσονιέρα στο διαδρομάκι πίσω από το γκισέ του θυρωρού και προς τον καυστήρα. Την βλέπαμε αραιά και πού, σε αυτές τις σύντομες συναντήσεις στην εξώπορτα. Μετά φύγαμε από την οδό Κ
Αλλά δε θα γράψω για αυτά. Ούτε για την καταστροφή της εργατικής νομοθεσίας, της Υγείας και της Παιδείας, που θα χρειαστούν δεκαετίες για να ξαναχτιστούν, αν βεβαίως το επιτρέψει ο Σκαιός Αιώνας που 'ρχεται. Ούτε για τις μεταρρυθμίσεις-ξεπούλημα των πάντων. Ούτε για το σχέδιο να αντικατασταθεί κάθε εκπαιδευτικός των 1200 ευρώ με δύο ακόμα πιο εξαθλιωμένους, και άρα πειθήνιους, των 600 ευρώ, για να διδάσκουνε πέντε ώρες Αρχαία στο χωλό, τυφλό, ραιβό, ψωραλέο σχολείο των μαζών -- όσο οι ελίτ θα ετοιμάζονται για σπουδές και καριέρες και ταξίδια στην Ευρώπη του Ωσμάν και των ιστορικών κέντρων και των καλών συνοικιών, όπου όλα είναι καθαρά και οι άνθρωποι δεν είναι ζώα.
Αλλά ούτε για αυτά θα γράψω: δεν μπορώ και δεν ξέρω. Θα πω μια ιστορία άσχετη και ξεκάρφωτη. Η μικρή μου αδερφή μού θύμισε πρόσφατα ότι όσο εκείνη προσπαθούσε να μεγαλώσει, η συνύπαρξή μου με τους γονείς μου ήταν ένας διαρκής πόλεμος, ένας δεκαετής καβγάς με διαλείμματα. Μετά έφυγα από το πατρικό και επανεφεύρα τον εαυτό μου ως τον καλό γιο, τον υπεύθυνο κι αξιόπιστο, τη φωνή της σωφροσύνης. Μακριά κι αγαπημένα: να φεύγει το παιδί από το σπίτι όσο πιο νωρίς γίνεται.
Ο πατέρας μου λοιπόν μου θύμισε τις προάλλες το παλιό διαμέρισμα που μέναμε στην οδό Κ. Εγώ τότε θυμήθηκα την Ελένη, μια τρανς γυναίκα που έμενε στο ισόγειο, στο διαδρομάκι πίσω από το γκισέ του θυρωρού και προς τον καυστήρα. Η Ελένη είχε μεγάλα μελαγχολικά μάτια και κορακί μαλλιά. Το κουδούνι της έξω έγραφε μόνο ΕΛΕΝΗ. Μια μέρα λοιπόν χτύπησε την πόρτα μας στον τέταρτο η κυρία Π, η διαχειρίστρια. Συζητούσε χαμηλόφωνα με τον πατέρα μου, που την κράτησε στην πόρτα χωρίς να της πει να περάσει μέσα. Τον άκουσα να λέει "όχι, δεν υπογράφω". Μετά από λίγο έκλεισε την πόρτα.
Γύρισε θυμωμένος στην κουζίνα που καθόμασταν, εγώ πρέπει να έκανα τα μαθήματά μου στο τραπέζι, ήμουν στο δημοτικό. Άναψε τσιγάρο (22 αντινικότ -- τρέχα γύρευε) και είπε στη μητέρα μου ότι θέλουνε να διώξουν αυτή στο ισόγειο και μαζεύουν υπογραφές. Η μάνα μου αναρωτήθηκε γιατί ζητούν και από εμάς, που ήμασταν ενοικιαστές, να υπογράψουμε, "α, έτσι είναι ο κανονισμός". Ο πατέρας μου με υψωμένη τη φωνή (σπάνιο, πολύ σπάνιο) είπε ότι δεν τον νοιάζει ποιος είναι ο άλλος, πώς ζει και τι κάνει ο καθένας, ότι δεν πρόκειται να βάλει την υπογραφή του να πετάξουνε στον δρόμο έναν άνθρωπο που δεν του έφταιξε σε τίποτα. Η μητέρα μου, διστακτικά, είπε ότι δεν είναι δυνατόν να διώξουνε την κοπέλα στο ισόγειο μόνο και μόνο επειδή εκδίδεται (ήμουν μπροστά κι εγώ). Η απάντηση την εξέπληξε: "α δεν είναι αυτό, σιγά: είναι επειδή είναι τραβεστί". Η μάνα μου κοίταξε κατάπληκτη. Ο πατέρας μου συνέχισε ότι "αυτή η βλαμμένη η Π. μου είπε μέχρι κι ότι πρέπει να υπογράψω γιατί έχω μικρά παιδιά και γιο, κι εγώ της είπα --" και μετά σταμάτησε, αναλογιζόμενος πόσο αντιπαιδαγωγική ήταν η σκηνή που έτρεχε μέσα στην κουζίνα της οδού Κ. Τράβηξε μια τζούρα και πρόσθεσε ότι δεν υπογράφει και να κόψουν όλοι τον σβέρκο τους. Η μάνα μου απλώς αναρωτήθηκε τι τους νοιάζει και γιατί βάλθηκαν να πετάξουν την κοπέλα στον δρόμο κι ότι δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, και τι της ήρθε της κυρίας Π. στον τρίτο να κάνει κουμάντο στο ποιος μένει στο ισόγειο, άλλωστε αυτή χήρα είναι και μένει μόνη της κτλ.
Πιθανότατα κι άλλοι δεν υπέγραψαν, πάντως η Ελένη έμεινε στην ισόγεια γκαρσονιέρα στο διαδρομάκι πίσω από το γκισέ του θυρωρού και προς τον καυστήρα. Την βλέπαμε αραιά και πού, σε αυτές τις σύντομες συναντήσεις στην εξώπορτα. Μετά φύγαμε από την οδό Κ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου