«Η Σάρα “έφυγε”...μας έμεινε η εκπαίδευση».
Του Χρήστου Δ. Τουρτούρα*
Υπάρχουν κάτι στιγμές που εύχεσαι να μην τις είχες ζήσει, γιατί είναι τέτοιες οι στιγμές αυτές που ζωντανεύουν μύχιους και απωθημένους φόβους. Μόλις χθες πληροφορήθηκε η ελληνική κοινή γνώμη το θάνατο της νεαρής μαθήτριας από τη Σερβία. Το πληροφορήθηκε, έδειξε να συγκινείται στιγμιαία και το ξεπέρασε μέσα στα τόσα άλλα που έχει ξεπεράσει τα δύο τελευταία χρόνια (για να μιλήσουμε μόνο για τα πρόσφατα). Αποτελεί, ωστόσο, προσωπική ανάγκη να αφιερώσω κάποιες αράδες -εν είδη μνημοσύνου- για την αδικοχαμένη Σάρα.
Η νεαρή κοπέλα ήταν μαθήτρια του 12ου Γυμνασίου
Θεσσαλονίκης, η περίπτωση του οποίου με είχε ιδιαίτερα απασχολήσει στο
πρόσφατο παρελθόν. Με είχε απασχολήσει, γιατί δέχθηκε τα αποτελέσματα
της, τόσο προσφιλούς για την απελθούσα υπουργό Παιδείας κ.
Διαμαντοπούλου, πολιτικής συγχώνευσης σχολείων.
Έτσι, το συγκεκριμένο σχολείο συγχωνεύθηκε με το 16ο Γυμνάσιο, με το οποίο και συστεγάζονταν, προκειμένου να αυξήσουν αμφότερα την αποτελεσματικότητά τους, όπως διατεινόταν την περίοδο εκείνη το Υπουργείο.
Ο προβληματισμός μου με οδήγησε σε συνεργασία με τους δύο προηγούμενους διευθυντές των συγκεκριμένων σχολείων, που κατέληξε σε κοινή εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο στον Πειραιά, τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε. Εκεί είχαμε αναλύσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δύο σχολείων και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, δεδομένης της σύνθεσης του μαθητικού τους πληθυσμού (το 46% των μαθητών τους, κατά μ. ό. κάθε χρονιά την τελευταία δεκαετία, ήταν παιδιά από άλλες χώρες και τα υπόλοιπα ντόπια παιδιά εργατικών οικογενειών με σοβαρά οικονομικά προβλήματα) αλλά και των ελλειμμάτων τους σε θέματα υποδομής (μη λειτουργία Τάξεων Υποδοχής ή Τμημάτων Ενισχυτικής Διδασκαλίας, καμία πρόνοια για διδασκαλία ή υποστήριξη των αλλοδαπών μαθητών στη μητρική τους γλώσσα, μη μετατροπή τέλος των δύο σχολείων σε Γυμνάσια Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, ως όφειλε η Πολιτεία να πράξει με βάση τα όσα προβλέπει ο σχετικός νόμος).
Στην εισήγησή μας είχαμε σταθεί ιδιαίτερα στην οικονομική επιβάρυνση των μαθητών των δύο σχολείων και των οικογενειών τους και είχαμε αποδείξει με μια σειρά αναλύσεων σε ποσοτικά δεδομένα που αφορούσαν στα δύο σχολεία, ότι κάθε άλλο παρά αντικείμενο συγχώνευσης θα έπρεπε να γίνουν αυτά, αν απέβλεπε αληθινά η ηγεσία του Υπουργείου στην αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους.
Έτσι, το συγκεκριμένο σχολείο συγχωνεύθηκε με το 16ο Γυμνάσιο, με το οποίο και συστεγάζονταν, προκειμένου να αυξήσουν αμφότερα την αποτελεσματικότητά τους, όπως διατεινόταν την περίοδο εκείνη το Υπουργείο.
Ο προβληματισμός μου με οδήγησε σε συνεργασία με τους δύο προηγούμενους διευθυντές των συγκεκριμένων σχολείων, που κατέληξε σε κοινή εισήγηση σε επιστημονικό συνέδριο στον Πειραιά, τον Σεπτέμβρη που μας πέρασε. Εκεί είχαμε αναλύσει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των δύο σχολείων και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους, δεδομένης της σύνθεσης του μαθητικού τους πληθυσμού (το 46% των μαθητών τους, κατά μ. ό. κάθε χρονιά την τελευταία δεκαετία, ήταν παιδιά από άλλες χώρες και τα υπόλοιπα ντόπια παιδιά εργατικών οικογενειών με σοβαρά οικονομικά προβλήματα) αλλά και των ελλειμμάτων τους σε θέματα υποδομής (μη λειτουργία Τάξεων Υποδοχής ή Τμημάτων Ενισχυτικής Διδασκαλίας, καμία πρόνοια για διδασκαλία ή υποστήριξη των αλλοδαπών μαθητών στη μητρική τους γλώσσα, μη μετατροπή τέλος των δύο σχολείων σε Γυμνάσια Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, ως όφειλε η Πολιτεία να πράξει με βάση τα όσα προβλέπει ο σχετικός νόμος).
Στην εισήγησή μας είχαμε σταθεί ιδιαίτερα στην οικονομική επιβάρυνση των μαθητών των δύο σχολείων και των οικογενειών τους και είχαμε αποδείξει με μια σειρά αναλύσεων σε ποσοτικά δεδομένα που αφορούσαν στα δύο σχολεία, ότι κάθε άλλο παρά αντικείμενο συγχώνευσης θα έπρεπε να γίνουν αυτά, αν απέβλεπε αληθινά η ηγεσία του Υπουργείου στην αύξηση της αποτελεσματικότητάς τους.
Πολύ συνοπτικά θα έλεγα πως καταλήξαμε να θεωρούμε απολύτως
σημαντικό το να μπορεί ένα εκπαιδευτικό σύστημα να απαντά πρωτίστως στις
καθημερινές ανάγκες των μαθητών και των μαθητριών του, να συναισθάνεται
τα καθημερινά προβλήματα αυτών και των οικογενειών τους, να αγωνίζεται
εν τέλει να κρατήσει ζωντανή την αρχική υπόσχεση που δίνει σε όλα τα
παιδιά για μια ίση και ανεμπόδιστη εκπαίδευση, αντίστοιχη στα ιδεώδη του
ανθρωπισμού και προσβλέπουσα σε μια κοινωνία ισότιμης και δημοκρατικής
προοπτικής.
Θεωρούσαμε προφανώς, ότι το σχολείο πετυχαίνει τους στόχους του, όταν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσης των μαθητών και μαθητριών του, όταν λειτουργεί μετασχηματιστικά ως προς τις ανισότιμες σχέσεις που λανθάνουν ή κυριαρχούν στην καθημερινότητά τους. Με άλλα λόγια, για εμάς εκπαίδευση και πολιτική και κοινωνία και οικονομία συμπλέκονται, συνυπάρχουν μες στην ιστορία και όχι έξω από αυτήν, ενώ μέσα από τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις την κινούν και την εξελίσσουν.
Χαρακτηριστικά, είχαμε αναφερθεί στην ανάγκη για «κριτική κατανόηση, αμφισβήτηση και μετασχηματισμό της υπάρχουσας κατάστασης, μέσα από το στοχασμό και τη δράση και με εργαλείο την κριτική, ριζοσπαστική Παιδαγωγική της αντίστασης, στη βάση της οποίας η σχολική αποτυχία και οι αντιθετικές συμπεριφορές αντίδρασης εξετάζονται μέσα από ένα πρίσμα πολιτικής ανάλυσης και όχι στα περιοριστικά θεωρητικά πλαίσια του δομολειτουργισμού και της παραδοσιακής παιδαγωγικής ψυχολογίας(...)». Είχαμε αναφέρει ακόμη πως «(...)θεωρούμε ζωτικής σημασίας την ανάδειξη της κεντρικής αντίφασης που ενυπάρχει στην πολιτική κατάργησης ή συγχώνευσης σχολείων με σκοπό την αναβάθμιση της αποτελεσματικότητάς τους. Αντίφασης που εδραιώνεται στη βελτίωση της λειτουργίας τους μέσα από την άγνοια των ιδιαιτεροτήτων τους γενικά και, πιο συγκεκριμένα, της ιδιαίτερης σύνθεσης του μαθητικού τους πληθυσμού, στη βάση της οποίας άλλωστε διαφοροποιούνται και οι ευρύτερες ανάγκες και τα ενδιαφέροντα στα οποία θα πρέπει πρώτιστα να απαντά ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αξιώνει να θεωρείται αποτελεσματικό».
Αυτά και άλλα πολλά –και εμπειρικά τεκμηριωμένα- είχαμε πει τότε, προκειμένου να πείσουμε ότι η αποτελεσματικότητα ενός σχολείου δεν εξαντλείται σε κάποιους δείκτες επίδοσης ούτε και μεθοδεύεται στη βάση οικονομικίστικων κομπογιαννιτισμών νεοφιλελεύθερης απόχρωσης. Αντιθέτως, υπηρετείται με συνέπεια, όταν αποσκοπεί στην εκπαίδευση των μαθητών και μαθητριών για κριτική ανάγνωση του κόσμου τους και στο μετασχηματισμό των ανισότιμων σχέσεων που τον διέπουν.
Σαν τη μικρή Σάρα είναι πολλά άλλα παιδιά του 12ου Γυμνασίου. Οι οικογένειές τους πλήττονται από σωρούς προβλημάτων άμεσης επιβίωσης, που βέβαια έχουν και άμεσο αντίκτυπο στη δική τους σχολική σταδιοδρομία. Συγχωνεύοντας τα δύο σχολεία και αυξάνοντας τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα, προφανώς δε λύσαμε το πρόβλημα, παρά το μεγεθύναμε ακόμη περισσότερο. Τα παιδιά και οι οικογένειές τους παρέμειναν σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας ή και ακραίας φτώχειας, ενώ και οι συνθήκες εκπαίδευσής τους παιδαγωγικά κρίνονται πως χειροτέρευσαν. Τότε, η επίσημη Πολιτεία απάντησε με αλαζονεία στις κραυγές διαμαρτυρίας των μαθητών, δασκάλων και γονιών για τη συγχώνευση των σχολείων, λέγοντας ότι για το καλό των παιδιών και της τοπικής κοινωνίας η απόφαση συγχώνευσης ήταν αναπόφευκτη. Σήμερα, η ίδια Πολιτεία σκύβει υποκριτικά το κεφάλι, δήθεν θρηνώντας για τον άδικο χαμό της μικρής μαθήτριας. Η υποκρισία της φαίνεται και από τη «γενναιόδωρη» παραχώρηση του κ. Δένδια να παρατείνει την απόφαση απέλασης από τη χώρα της άμοιρης μάνας του παιδιού για ένα εξάμηνο, την οποία μάνα εγκαλεί επιπλέον για πλημμελή άσκηση των γονεϊκών της καθηκόντων. Σε σημειολογικό επίπεδο, διαφαίνεται η πρόθεση να δειχθεί ότι ούτε ο θάνατος ενός παιδιού δεν υπερβαίνει το νόμο σε αυτήν τη χώρα. Βέβαια, ο νόμος δεν εφαρμόστηκε όσο η μαθήτρια ήτανε ζωντανή. Έτσι, στον ελληνικό «παράδεισο» αφαίρεσαν από τη Σάρα όσο ζούσε τη δυνατότητα ισότιμης εκπαίδευσης με τα γηγενή παιδιά της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης της πόλης μας, των οποίων θεωρείται αυτονόητο το δικαίωμα να φοιτούν σε «καλά», αστικά και μικρά δημόσια σχολεία του κέντρου της πόλης ή σε επίσης «καλά» και μικρά ιδιωτικά σχολεία. Αλλά της αφαίρεσαν και τη χαρά συνύπαρξης με τη μητέρα της, εξαναγκάζοντας τη μητέρα αυτή, που τώρα εγκαλούν, σε βαριά και λαθραία –άρα και απλήρωτη στο μεγαλύτερο μέρος της και ανασφάλιστη- εργασία και πολύωρη απουσία από το σπίτι. Τέλος, αφαίρεσαν από τη Σάρα ακόμη και τη δυνατότητα να ζήσει αφού, αν άλλες ήταν οι συνθήκες διαβίωσής της ή αν ήτανε γνωστές οι συνθήκες αυτές στο περιβάλλον του σχολείου και ήταν αυτό προσανατολισμένο στη βελτίωσή τους ή αν έστω η νεαρή μαθήτρια είχε απελαθεί, σήμερα δε θα ήτανε νεκρή.
Θεωρώ, λοιπόν, εκ των ων ουκ άνευ την ευαισθητοποίηση της εκπαιδευτικής κοινότητας σε θέματα πολιτικής οικονομίας, την κριτική κατανόηση από τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας, τόσο της δικής τους όσο και των μαθητών τους, με απώτερο σκοπό την αμφισβήτηση και την τελική ανατροπή της. Αλλιώτικα, ούτε εκπαιδευτικά αποτελέσματα νομιμοποιούμαστε να προσμένουμε ούτε Κράτη με ανθρώπινο πρόσωπο και κοινωνικό προσανατολισμό μπορούμε να ονειρευόμαστε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πάντα θύματα θα συναντούμε, που το χαμό τους θα θρηνούμε γοερά, συνάμα κι επιπόλαια, αφού τίποτε δε θα ’χουμε αντιληφθεί από τις πραγματικές διαστάσεις του δράματος που επιτελείται...Αντ’ αυτού, θα καταδικάζουμε τους εαυτούς μας σε λογικές ατομικίστικου ωφελιμισμού, όπως εκείνου του συναδέλφου που διατύπωσε στα πλαίσια ενός μαθήματός μου την απορία σε ποιο σημείο επιτυχίας θα είχε φτάσει ο ίδιος -όντας επιτυχημένος σχολικά και κοινωνικά καταξιωμένος- στην περίπτωση που σε μια άλλη κοινωνία ισότιμης διαχείρισης και ισόποσης κατανομής του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου σε όλα τα μέλη της, ο ίδιος δε θα είχε τη δυνατότητα να κερδίσει προσωπικά όσα κέρδισε έναντι όλων των άλλων στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία του έντονου ανταγωνισμού. Θα μας διαφεύγει έτσι, όπως διέφευγε και από το συνάδελφο, ότι η διαχείριση της επιτυχίας είναι κατασκευασμένη και η ουσία της επίπλαστη και παντελώς αυθαίρετη, μιας και προκύπτει από την προσπάθεια ιδιοποίησης των ψίχουλων που διατίθενται στους καταπιεσμένους από τους καταπιεστές τους.[1]
Θεωρούσαμε προφανώς, ότι το σχολείο πετυχαίνει τους στόχους του, όταν λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τις ιδιαίτερες συνθήκες διαβίωσης των μαθητών και μαθητριών του, όταν λειτουργεί μετασχηματιστικά ως προς τις ανισότιμες σχέσεις που λανθάνουν ή κυριαρχούν στην καθημερινότητά τους. Με άλλα λόγια, για εμάς εκπαίδευση και πολιτική και κοινωνία και οικονομία συμπλέκονται, συνυπάρχουν μες στην ιστορία και όχι έξω από αυτήν, ενώ μέσα από τις συγκρούσεις και τις αντιφάσεις την κινούν και την εξελίσσουν.
Χαρακτηριστικά, είχαμε αναφερθεί στην ανάγκη για «κριτική κατανόηση, αμφισβήτηση και μετασχηματισμό της υπάρχουσας κατάστασης, μέσα από το στοχασμό και τη δράση και με εργαλείο την κριτική, ριζοσπαστική Παιδαγωγική της αντίστασης, στη βάση της οποίας η σχολική αποτυχία και οι αντιθετικές συμπεριφορές αντίδρασης εξετάζονται μέσα από ένα πρίσμα πολιτικής ανάλυσης και όχι στα περιοριστικά θεωρητικά πλαίσια του δομολειτουργισμού και της παραδοσιακής παιδαγωγικής ψυχολογίας(...)». Είχαμε αναφέρει ακόμη πως «(...)θεωρούμε ζωτικής σημασίας την ανάδειξη της κεντρικής αντίφασης που ενυπάρχει στην πολιτική κατάργησης ή συγχώνευσης σχολείων με σκοπό την αναβάθμιση της αποτελεσματικότητάς τους. Αντίφασης που εδραιώνεται στη βελτίωση της λειτουργίας τους μέσα από την άγνοια των ιδιαιτεροτήτων τους γενικά και, πιο συγκεκριμένα, της ιδιαίτερης σύνθεσης του μαθητικού τους πληθυσμού, στη βάση της οποίας άλλωστε διαφοροποιούνται και οι ευρύτερες ανάγκες και τα ενδιαφέροντα στα οποία θα πρέπει πρώτιστα να απαντά ένα εκπαιδευτικό σύστημα που αξιώνει να θεωρείται αποτελεσματικό».
Αυτά και άλλα πολλά –και εμπειρικά τεκμηριωμένα- είχαμε πει τότε, προκειμένου να πείσουμε ότι η αποτελεσματικότητα ενός σχολείου δεν εξαντλείται σε κάποιους δείκτες επίδοσης ούτε και μεθοδεύεται στη βάση οικονομικίστικων κομπογιαννιτισμών νεοφιλελεύθερης απόχρωσης. Αντιθέτως, υπηρετείται με συνέπεια, όταν αποσκοπεί στην εκπαίδευση των μαθητών και μαθητριών για κριτική ανάγνωση του κόσμου τους και στο μετασχηματισμό των ανισότιμων σχέσεων που τον διέπουν.
Σαν τη μικρή Σάρα είναι πολλά άλλα παιδιά του 12ου Γυμνασίου. Οι οικογένειές τους πλήττονται από σωρούς προβλημάτων άμεσης επιβίωσης, που βέβαια έχουν και άμεσο αντίκτυπο στη δική τους σχολική σταδιοδρομία. Συγχωνεύοντας τα δύο σχολεία και αυξάνοντας τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα, προφανώς δε λύσαμε το πρόβλημα, παρά το μεγεθύναμε ακόμη περισσότερο. Τα παιδιά και οι οικογένειές τους παρέμειναν σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας ή και ακραίας φτώχειας, ενώ και οι συνθήκες εκπαίδευσής τους παιδαγωγικά κρίνονται πως χειροτέρευσαν. Τότε, η επίσημη Πολιτεία απάντησε με αλαζονεία στις κραυγές διαμαρτυρίας των μαθητών, δασκάλων και γονιών για τη συγχώνευση των σχολείων, λέγοντας ότι για το καλό των παιδιών και της τοπικής κοινωνίας η απόφαση συγχώνευσης ήταν αναπόφευκτη. Σήμερα, η ίδια Πολιτεία σκύβει υποκριτικά το κεφάλι, δήθεν θρηνώντας για τον άδικο χαμό της μικρής μαθήτριας. Η υποκρισία της φαίνεται και από τη «γενναιόδωρη» παραχώρηση του κ. Δένδια να παρατείνει την απόφαση απέλασης από τη χώρα της άμοιρης μάνας του παιδιού για ένα εξάμηνο, την οποία μάνα εγκαλεί επιπλέον για πλημμελή άσκηση των γονεϊκών της καθηκόντων. Σε σημειολογικό επίπεδο, διαφαίνεται η πρόθεση να δειχθεί ότι ούτε ο θάνατος ενός παιδιού δεν υπερβαίνει το νόμο σε αυτήν τη χώρα. Βέβαια, ο νόμος δεν εφαρμόστηκε όσο η μαθήτρια ήτανε ζωντανή. Έτσι, στον ελληνικό «παράδεισο» αφαίρεσαν από τη Σάρα όσο ζούσε τη δυνατότητα ισότιμης εκπαίδευσης με τα γηγενή παιδιά της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης της πόλης μας, των οποίων θεωρείται αυτονόητο το δικαίωμα να φοιτούν σε «καλά», αστικά και μικρά δημόσια σχολεία του κέντρου της πόλης ή σε επίσης «καλά» και μικρά ιδιωτικά σχολεία. Αλλά της αφαίρεσαν και τη χαρά συνύπαρξης με τη μητέρα της, εξαναγκάζοντας τη μητέρα αυτή, που τώρα εγκαλούν, σε βαριά και λαθραία –άρα και απλήρωτη στο μεγαλύτερο μέρος της και ανασφάλιστη- εργασία και πολύωρη απουσία από το σπίτι. Τέλος, αφαίρεσαν από τη Σάρα ακόμη και τη δυνατότητα να ζήσει αφού, αν άλλες ήταν οι συνθήκες διαβίωσής της ή αν ήτανε γνωστές οι συνθήκες αυτές στο περιβάλλον του σχολείου και ήταν αυτό προσανατολισμένο στη βελτίωσή τους ή αν έστω η νεαρή μαθήτρια είχε απελαθεί, σήμερα δε θα ήτανε νεκρή.
Θεωρώ, λοιπόν, εκ των ων ουκ άνευ την ευαισθητοποίηση της εκπαιδευτικής κοινότητας σε θέματα πολιτικής οικονομίας, την κριτική κατανόηση από τους εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων της υφιστάμενης κοινωνικής πραγματικότητας, τόσο της δικής τους όσο και των μαθητών τους, με απώτερο σκοπό την αμφισβήτηση και την τελική ανατροπή της. Αλλιώτικα, ούτε εκπαιδευτικά αποτελέσματα νομιμοποιούμαστε να προσμένουμε ούτε Κράτη με ανθρώπινο πρόσωπο και κοινωνικό προσανατολισμό μπορούμε να ονειρευόμαστε. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, πάντα θύματα θα συναντούμε, που το χαμό τους θα θρηνούμε γοερά, συνάμα κι επιπόλαια, αφού τίποτε δε θα ’χουμε αντιληφθεί από τις πραγματικές διαστάσεις του δράματος που επιτελείται...Αντ’ αυτού, θα καταδικάζουμε τους εαυτούς μας σε λογικές ατομικίστικου ωφελιμισμού, όπως εκείνου του συναδέλφου που διατύπωσε στα πλαίσια ενός μαθήματός μου την απορία σε ποιο σημείο επιτυχίας θα είχε φτάσει ο ίδιος -όντας επιτυχημένος σχολικά και κοινωνικά καταξιωμένος- στην περίπτωση που σε μια άλλη κοινωνία ισότιμης διαχείρισης και ισόποσης κατανομής του δημόσιου και κοινωνικού πλούτου σε όλα τα μέλη της, ο ίδιος δε θα είχε τη δυνατότητα να κερδίσει προσωπικά όσα κέρδισε έναντι όλων των άλλων στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία του έντονου ανταγωνισμού. Θα μας διαφεύγει έτσι, όπως διέφευγε και από το συνάδελφο, ότι η διαχείριση της επιτυχίας είναι κατασκευασμένη και η ουσία της επίπλαστη και παντελώς αυθαίρετη, μιας και προκύπτει από την προσπάθεια ιδιοποίησης των ψίχουλων που διατίθενται στους καταπιεσμένους από τους καταπιεστές τους.[1]
Βαρύ το γεγονός του θανάτου της μαθήτριας, βαριά και η διαπίστωση ότι
η αλήθεια αναδεικνύεται μέσα από θλιβερά περιστατικά...Ο προβληματισμός
προκύπτει μέσα από την απώλεια...Είθε, λοιπόν, να στοιχειώσει τα όνειρα
και τις ζωές όλων μας, ώστε να μην πάει χαμένη άλλη μια
θυσία.
*Χρήστος Δ. Τουρτούρας
Λέκτορας Παιδαγωγικής
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης/Α.Π.Θ.
*Χρήστος Δ. Τουρτούρας
Λέκτορας Παιδαγωγικής
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης/Α.Π.Θ.
[1]
Διαφωτιστικό είναι το παράδειγμα της πίτας που μοιράζεται σε 10 άτομα,
όταν αυθαίρετα και πραξικοπηματικά το ένα από τα δέκα αυτά άτομα κρατά
για τον εαυτό του τα 9/10 της πίτας και υποχρεώνει τα υπόλοιπα εννέα να
διεκδικούν ό,τι μπορούν περισσότερο από το 1/10 που απόμεινε. Εκεί
λοιπόν, μπορεί να έχουμε μια επίφαση επιτυχίας από το ένα από τα εννέα
άτομα που θα καταφέρει, στην καλύτερη περίπτωση, να εξασφαλίσει για τον
εαυτό του ολόκληρο το ένα κομμάτι που απόμεινε να αναλογεί και στους
εννιά μαζί. Έτσι, βρίσκεται να κατέχει το 1/10 της πίτας –ό,τι θα είχε
εξαρχής, αν δεν υπήρχε η αυθαίρετη βία του καταπιεστή- έχοντας αφήσει
όμως τους υπόλοιπους 8 συνανθρώπους του νηστικούς και τον καταπιεστή του
στο απυρόβλητο, ατιμώρητο να έχει «σκάσει» από το φαΐ. Ωστόσο,
σημαντικότερο αυτής της ίδιας της πραγματικότητας της εκμετάλλευσης
μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός της ενσωμάτωσης της λογικής της
ανθρωποφαγίας που τη διέπει, της εσωτερίκευσης της πρακτικής της βίας,
από τα ίδια τα θύματά της και στη συνέχεια της οριζόντιας έκφρασης κι
εκδήλωσής της μεταξύ τους, μετατρέποντας τους συνανθρώπους και
συντρόφους σε συνδιεκδικητές και αντιπάλους. Το μεγαλύτερο κακό που
κάνει επομένως ο καταπιεστής σε αυτούς που καταπιέζει, δεν είναι η
ανέχεια στην οποία τους υποβάλλει, αλλά η αλλοτριωτική του νοοτροπία που
τους κληροδοτεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου