Kρίση: ο «πόλεμος» της γενιάς μου
Της Ελένης Χοντολίδου
Μεγάλωσα με ιστορίες της μάνας μου και του πατέρα μου από τον πόλεμο και την κατοχή. Ιστορίες που έχω ακούσει τόσες φορές που είναι σα να τις έζησα η ίδια. Η συνάντηση της μονάδας του πατέρα μου που ήταν ημιονηγός - ήγουν μουλαράς - στο αλβανικό μέτωπο με τους Ιταλούς αιχμαλώτους, το αυτοσχέδιο «γλέντι» που έστησαν δείχνοντας ο ένας στον άλλο φωτογραφίες από μάνες, γυναίκες, παιδιά, η επιστροφή με τα πόδια, η άρνηση φούρναρη σε χωριό να τους δώσει μία φραντζόλα ψωμί, το ξέσπασμα του πατέρα μου σε λυγμούς, όχι για τα όσα πέρασε αλλά για την έλλειψη αναγνώρισης από τους άλλους.
Πώς η θεία Θεοδοσία στην Κατερίνη -όπου έφτασε ο αδυνατισμένος και γεννειοφόρος μουλαράς πριν φτάσει στο σπίτι του πίσω από το τουρκικό προξενείο - δεν αναγνώρισε τον πατέρα μου. Πώς τον έβαλαν στο υπόγειο να ξεψειριαστεί, πώς του πήραν από μπροστά του το τρίτο πιάτο φαί να μην αρρωστήσει. Πώς ο πατέρας του τον περίμενε στο σπίτι και του έδωσε τσιγάρο για πρώτη φορά, σημάδι ότι ενηλικιώθηκε, ότι είναι επιτρεπτό να καπνίζει μπροστά στον πατέρα.
Μεγάλωσα με ιστορίες της μάνας μου και του πατέρα μου από τον πόλεμο και την κατοχή. Ιστορίες που έχω ακούσει τόσες φορές που είναι σα να τις έζησα η ίδια. Η συνάντηση της μονάδας του πατέρα μου που ήταν ημιονηγός - ήγουν μουλαράς - στο αλβανικό μέτωπο με τους Ιταλούς αιχμαλώτους, το αυτοσχέδιο «γλέντι» που έστησαν δείχνοντας ο ένας στον άλλο φωτογραφίες από μάνες, γυναίκες, παιδιά, η επιστροφή με τα πόδια, η άρνηση φούρναρη σε χωριό να τους δώσει μία φραντζόλα ψωμί, το ξέσπασμα του πατέρα μου σε λυγμούς, όχι για τα όσα πέρασε αλλά για την έλλειψη αναγνώρισης από τους άλλους.
Πώς η θεία Θεοδοσία στην Κατερίνη -όπου έφτασε ο αδυνατισμένος και γεννειοφόρος μουλαράς πριν φτάσει στο σπίτι του πίσω από το τουρκικό προξενείο - δεν αναγνώρισε τον πατέρα μου. Πώς τον έβαλαν στο υπόγειο να ξεψειριαστεί, πώς του πήραν από μπροστά του το τρίτο πιάτο φαί να μην αρρωστήσει. Πώς ο πατέρας του τον περίμενε στο σπίτι και του έδωσε τσιγάρο για πρώτη φορά, σημάδι ότι ενηλικιώθηκε, ότι είναι επιτρεπτό να καπνίζει μπροστά στον πατέρα.
Και οι ιστορίες από τα μετόπισθεν: η πείνα των ανθρώπων στην πόλη, η μάνα μου να νυχτοπερπατά το βράδυ και να κλέβει γαλέτες από το μερίδιο της επομένης. Η αγωνία για τους δικούς της ανθρώπους στο μέτωπο. Η δουλειά της πάνω στο βελόνι, μέχρι και στου Χιρς έκανε πρόβες σε πελάτισα μέσα στον πόλεμο και έραβε τουαλέτες γι αυτούς που δεν είχε αγγίξει ο πόλεμος. Και η απίστευτη φτώχεια. Ο μικρός μου θείος σχεδόν πήγε στο Πανεπιστήμιο με κοντά παντελονάκια. Και οι άνθρωποι φορούσαν ρεμπατεμένα ρούχα και σολιασμένα δις και τρις παπούτσια με μόνιμο το αίσθημα της πείνας.
Ταυτοχρόνως μαζί με αυτές τις ιστορίες άκουγα και άλλες που συνέβαιναν την ίδια εποχή: γλέντια και καζούρες και σκανταλιές απίστευτες, τόσο που σε κάνουν να αμφιβάλλεις για την πείνα και τις κακουχίες. Είναι, φαίνεται, στην ανθρώπινη φύση να αντιμετωπίζει το κακό με αντισταθμιστικούς ψυχικούς μηχανισμούς. Ο κύκλος του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Περί ψυχικής ανθεκτικότητας σε καταστάσεις κρίσεις» μας το δίδαξε πολύ καλά. Στα δύσκολα ο άνθρωπος επιστρατεύει και χιούμορ και ψυχικές δυνάμεις και διάθεση και συντροφικότητα (όχι πάντα, βεβαίως). Και εν τέλει, εάν κάτι μπορεί να βιωθεί, εννοώ εάν δεν σε καταβάλλει ολοσχερώς και συνεχίσεις να ζεις, ζεις με κάποιον τρόπο. Συνηθίζεις αυτά που έχεις.
Αυτές τις σκέψεις έκανα τα χρόνια του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας όταν συναντούσα σε συνέδρια -εδώ ή άλλού- συναδέλφους που είχαν γεννήσει με δικά τους σεντόνια, που καραδοκούσαν πότε θα έρθει το ρεύμα για αν αποστειρώσουν τα μπουκάλια για το μωρό, να γράψουν δύο e-mail… Kαι σκεφτόμουνα πόσο τυχερή είμαι που δεν γνώρισα παρά τη δικτατορία, αλλά ως παιδί και αυτό είναι αλλιώς, που δεν θα ζήσω πόλεμο και αισθανόμουνα «ξεχωριστή».
Μέχρι που άρχισε η κρίση. Καθώς είμαι παντελώς αναλφάβητη στα οικονομικά με έπιασε μία άνευ λόγου και ουσίας φοβία ότι θα είμαι φτωχιά, πολύ φτωχιά, μόνη μου, σάμπως και οι άλλοι θα ήταν πλούσιοι! Σιγά-σιγά απαρνήθηκα συνήθειες χρόνων που είναι ντροπή να κατονομάσω και εκτός από τα κλάματα που με πιάνουν όταν αλλοδαποί φίλοι μου τηλεφωνούν ή μου γράφουν και με ρωτούν αν μου φτάνουν τα λεφτά, αν, αν, αν… Κι αυτό γιατί δεν θέλω να με λυπούνται. Γιατί είμαστε όντως για κλάματα, αλλά δεν το αντέχω. Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του πατριωτικού άσματος «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» η γενιά μου ζει αυτόν ακριβώς τον θάνατο που δεν συμβαίνει στα χαρακώματα, δεν θα γυρίσουμε με τα πόδια από το Αλβανικό μέτωπο και ίσως κάποιοι τυχεροί εξ ημών δεν πεινάσουμε στην πραγματικότητα. Βεβαίως κάποιοι πεινούν, διπλασιάστηκε ο αριθμός των γονιών που δήλωσαν ότι θέλουν να παίρνουν τα παιδιά τους πρωινό στο σχολείο στα όρια του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αναρωτιέμαι πόσοι ακόμη θα ήθελαν να το κάνουν. Όμως η Ελλάδα αργοπεθαίνει και μάλιστα χωρίς ελπίδα καμιά!
Προστατευμένη από τον στοργικό δημόσιο τομέα δεν αντιμετώπισα ακόμη την ανεργία, την ανασφάλεια, την ανέχεια, το σπίτι μου είναι ζεστό, αλλά το σύμπαν γύρω μου καταρρέει: η χώρα αφαιμάσσεται καθώς τα ταλαντούχα παιδιά στην πλειοψηφία τους μεταναστεύουν, οι δημόσιες δομές καταρρέουν η μία μετά την άλλη, το πανεπιστήμιο που με έκανε άνθρωπο μεταλλάσσεται σε αχούρι…
Ζούμε μέσα στην κρίση αλλά ζούμε ΚΑΙ καλά, δηλαδή μαζευόμαστε σε σπίτια και είναι αυτονόητο πλέον ότι θα είναι ρεφενέ, αλλάζουμε τα ρούχα μεταξύ μας πιο συχνά και πιο συστηματικά από παλιά, δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, βοηθάμε όσο και όπως μπορούμε ο καθένας και η κάθε μία με τις οικείες δυνάμεις… Θα έχουμε να διηγούμαστε στα παιδιά των παιδιών μας ότι η κρίση ήταν ο πόλεμος της γενιάς μας.
Ταυτοχρόνως μαζί με αυτές τις ιστορίες άκουγα και άλλες που συνέβαιναν την ίδια εποχή: γλέντια και καζούρες και σκανταλιές απίστευτες, τόσο που σε κάνουν να αμφιβάλλεις για την πείνα και τις κακουχίες. Είναι, φαίνεται, στην ανθρώπινη φύση να αντιμετωπίζει το κακό με αντισταθμιστικούς ψυχικούς μηχανισμούς. Ο κύκλος του Ανοιχτού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Περί ψυχικής ανθεκτικότητας σε καταστάσεις κρίσεις» μας το δίδαξε πολύ καλά. Στα δύσκολα ο άνθρωπος επιστρατεύει και χιούμορ και ψυχικές δυνάμεις και διάθεση και συντροφικότητα (όχι πάντα, βεβαίως). Και εν τέλει, εάν κάτι μπορεί να βιωθεί, εννοώ εάν δεν σε καταβάλλει ολοσχερώς και συνεχίσεις να ζεις, ζεις με κάποιον τρόπο. Συνηθίζεις αυτά που έχεις.
Αυτές τις σκέψεις έκανα τα χρόνια του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας όταν συναντούσα σε συνέδρια -εδώ ή άλλού- συναδέλφους που είχαν γεννήσει με δικά τους σεντόνια, που καραδοκούσαν πότε θα έρθει το ρεύμα για αν αποστειρώσουν τα μπουκάλια για το μωρό, να γράψουν δύο e-mail… Kαι σκεφτόμουνα πόσο τυχερή είμαι που δεν γνώρισα παρά τη δικτατορία, αλλά ως παιδί και αυτό είναι αλλιώς, που δεν θα ζήσω πόλεμο και αισθανόμουνα «ξεχωριστή».
Μέχρι που άρχισε η κρίση. Καθώς είμαι παντελώς αναλφάβητη στα οικονομικά με έπιασε μία άνευ λόγου και ουσίας φοβία ότι θα είμαι φτωχιά, πολύ φτωχιά, μόνη μου, σάμπως και οι άλλοι θα ήταν πλούσιοι! Σιγά-σιγά απαρνήθηκα συνήθειες χρόνων που είναι ντροπή να κατονομάσω και εκτός από τα κλάματα που με πιάνουν όταν αλλοδαποί φίλοι μου τηλεφωνούν ή μου γράφουν και με ρωτούν αν μου φτάνουν τα λεφτά, αν, αν, αν… Κι αυτό γιατί δεν θέλω να με λυπούνται. Γιατί είμαστε όντως για κλάματα, αλλά δεν το αντέχω. Παρά τις αντίθετες διαβεβαιώσεις του πατριωτικού άσματος «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» η γενιά μου ζει αυτόν ακριβώς τον θάνατο που δεν συμβαίνει στα χαρακώματα, δεν θα γυρίσουμε με τα πόδια από το Αλβανικό μέτωπο και ίσως κάποιοι τυχεροί εξ ημών δεν πεινάσουμε στην πραγματικότητα. Βεβαίως κάποιοι πεινούν, διπλασιάστηκε ο αριθμός των γονιών που δήλωσαν ότι θέλουν να παίρνουν τα παιδιά τους πρωινό στο σχολείο στα όρια του Δήμου Θεσσαλονίκης. Αναρωτιέμαι πόσοι ακόμη θα ήθελαν να το κάνουν. Όμως η Ελλάδα αργοπεθαίνει και μάλιστα χωρίς ελπίδα καμιά!
Προστατευμένη από τον στοργικό δημόσιο τομέα δεν αντιμετώπισα ακόμη την ανεργία, την ανασφάλεια, την ανέχεια, το σπίτι μου είναι ζεστό, αλλά το σύμπαν γύρω μου καταρρέει: η χώρα αφαιμάσσεται καθώς τα ταλαντούχα παιδιά στην πλειοψηφία τους μεταναστεύουν, οι δημόσιες δομές καταρρέουν η μία μετά την άλλη, το πανεπιστήμιο που με έκανε άνθρωπο μεταλλάσσεται σε αχούρι…
Ζούμε μέσα στην κρίση αλλά ζούμε ΚΑΙ καλά, δηλαδή μαζευόμαστε σε σπίτια και είναι αυτονόητο πλέον ότι θα είναι ρεφενέ, αλλάζουμε τα ρούχα μεταξύ μας πιο συχνά και πιο συστηματικά από παλιά, δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλον, βοηθάμε όσο και όπως μπορούμε ο καθένας και η κάθε μία με τις οικείες δυνάμεις… Θα έχουμε να διηγούμαστε στα παιδιά των παιδιών μας ότι η κρίση ήταν ο πόλεμος της γενιάς μας.
*Εικόνα: Ελένη Βράκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου