O Τέος Ρόμβος μιλάει στον Θοδωρή Αντωνόπουλο
Από
τις πλέον εμβληματικές μορφές του ελληνικού underground, ο 68χρονος
σήμερα εκδότης, συγγραφέας, μεταφραστής και ακτιβιστής δέχεται τη LiFΟ
στο σπίτι του, στη Σύρο, όπου ζει μόνιμα, και ξεδιπλώνει τη ζωή του.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟ
Υπάρχουν
γύρω μας κάποιοι άνθρωποι σπάνιοι, ιδιαίτεροι, ξεχωριστοί, που σε
γοητεύουν όχι μόνο με τη ζωή, το έργο και την προσωπικότητά τους αλλά
και με τον τρόπο που εξακολουθούν να πορεύονται στην καθημερινότητα. Που
δεν επιδίωξαν ποτέ τιμές και δόξες, γιατί απλώς τους ήταν αχρείαστες -
είναι, εξάλλου, η ίδια η παρουσία τους χαρισματική. Άνθρωποι που
εκφράζουν μια Ελλάδα διαφορετική και που ο λόγος τους αποτελεί ανάσα,
βάλσαμο κι ελιξίριο. Αναζητήσαμε έναν από αυτούς και σας τον
παρουσιάζουμε.
«Όλοι αυτοί οι τύποι που περνάνε τα σύνορα χωρίς χαρτιά, χωρίς διαβατήρια, μόνο με τον χάρτη στο μυαλό, ακολουθήστε τους, ξέρουν πάντα ένα καλό μονοπάτι.». Η φράση αυτή από τα Τρία φεγγάρια στην πλατεία (Εξαρχείων, α' έκδοση, 1985), αγαπημένη αναφορά μιας ταραγμένης νιότης, ανάδευε συχνά στο μυαλό μου τα χρόνια που η Αθήνα πλημμύριζε μετανάστες, κι ας είχε γραφτεί για ταξιδιώτες σαφώς πιο αισιόδοξων εποχών. «Οι συνθήκες διαφέρουν, αλλά το νόημα δεν αλλάζει, ένα όνειρο κυνηγάς και στις δύο περιπτώσεις» μου λέει ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο 68χρονος σήμερα -και πάντα αειθαλής- Τέος Ρόμβος. Μια θρυλική φιγούρα του ελληνικού underground κι ένας από εκείνους που ουσιαστικά το δημιούργησαν. Ένας άνθρωπος που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, όχι με το «εκτόπισμά» του αλλά με την ανεπιτήδευτη απλότητα, την οικειότητα, την ειλικρίνεια, τη μακροθυμία και τη γλυκύτητα που τον διακρίνουν. Κοσμογυρισμένος, έχοντας ζήσει μια ζωή μυθιστορηματική, έχει αποσυρθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Άνω Σύρο, σ' ένα ταπεινό, αλλά με θέα ζηλευτή σπιτάκι κοντά στον Άγιο Νικόλαο των Φτωχών -«έναν τέτοιο άγιο, ναι, να τον πιστέψεις!» μου κάνει-, μαζί με τη γραμματέα, συνεργάτιδα και επί τριακονταετία σύντροφό του Χαρά Πελεκάνου. Όσοι τυχεροί βρέθηκαν τον Σεπτέμβριο στις Νύχτες Πρεμιέρας τον είδαν και στο εξαίρετο ντοκιμαντέρ του Γιάννη Χαριτίδη Φωνές από το υπόγειο να επιχειρεί, μαζί με τους Λεωνίδα Χρηστάκη, Νάνο Βαλαωρίτη, Πάνο Κουτρουμπούση, Σπύρο Μεϊμάρη, Δημήτρη Πουλικάκο, να ορίσει το ελληνικό underground. Οι υπόλοιποι προσευχόμαστε να βρεθεί διανομέας - ή, έστω, κάποια εκδήλωση όπου να προβληθεί!
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχείρησε να εγκατασταθεί μόνιμα στην επαρχία. Την περίοδο 1981-83 έζησε στο Κρανίδι. Οι περισσότεροι ντόπιοι τον στραβοκοιτούσαν, κάποιοι μάλλον πιο προχωρημένοι τον έλεγαν Τσαρλς Μάνσον. Από τότε κατάλαβε πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστεί στην ελληνική επαρχία ένας κοσμοπολίτης ρέμπελος σαν ελόγου του, δεν απογοητεύτηκε όμως. Το '93, λίγο μετά το τελευταίο ταξίδι του στο Βερολίνο, βρήκαν με τη Χαρά κι αγόρασαν ένα ερείπιο στην Άνω Σύρο που σιγά σιγά μετέτρεψαν στο σημερινό τους σπιτικό. Ο Τέος καμαρώνει για την πολλή προσωπική εργασία και τα διακόσια δέντρα και φυτά που φύτεψαν με τη Χαρά ολόγυρα.
Ξυπνάει καθημερινά με την αυγή. Ετοιμάζει πρωινό και ταυτόχρονα φαγητό για ένα σύνταγμα γατιά. Εργάζεται κάνα δίωρο κι έπειτα πάνε με τη Χαρά για μια αναζωογονητική βουτιά, συνήθεια που, καιρού επιτρέποντος, διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ακολουθεί προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, γεύμα, λίγη σιέστα, ξανά δουλειά μέχρι αργά αλλά και φροντίδα του σπιτιού και του κήπου, συχνά-πυκνά κι εξορμήσεις για μακρινούς περιπάτους μετά συλλογής άγριων χόρτων, με τα οποία ο Τέος λατρεύει να φτιάχνει πίτες. «Δεν έχω πολλές πολυτέλειες αφότου σταμάτησα να τρώω κρέας και ψάρι» εξομολογείται. Προ μερικών ετών έκοψε και το τσιγάρο. «Κοίτα, μη γράψεις πως έγινα κάνας Ταλιμπάν υγιεινιστής, απλώς αποφάσισα ότι μπορώ πια και δίχως αυτά, νιώθω μάλιστα πολύ καλύτερα!». Διασκεδάζουν ανταλλάσσοντας επισκέψεις με φίλους, πηγαίνοντας σε καμιά καλή ταβέρνα, σπανιότερα σε κάποιο μπαρ, αλλά και πραγματοποιώντας εκδρομές στα γειτονικά νησιά για αναψυχή αλλά και έρευνα.
Τι αναζητούν; Τις πλήθος αρχαίες αλλά και νεότερες επιγραφές που έχουν διασωθεί διάσπαρτες στη Σύρο και άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, πολλές από τις οποίες έχουν ερωτικό περιεχόμενο κάθε λογής, άλλες πάλι αναθηματικό (ευχές, αφιερώσεις κ.λπ.). «Εδώ στις Κυκλάδες έχουμε κηρυχθεί ανεπιθύμητοι, εχθροί του λαού!» λέει. «Τους έχουμε, βλέπεις, χαλάσει πολλές αρπακολλατζήδικες δουλειές με τις δραστηριότητες του Δικτύου Αιγαίου. Δρόμοι άχρηστοι, φράγματα περιττά, ρύπανση, τσιμεντοποίηση, έργα φαραωνικά που μόνους κερδισμένους θα είχαν τους εργολάβους, τους κολλητούς τους κι όσους έτρωγαν από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Πριν από κάποια χρόνια παραλίγο να λιντσάρουν στη Νάξο τα μέλη της τοπικής περιβαλλοντικής ομάδας επειδή αντιδράσανε στην κατασκευή τεράστιου κομβικού λιμανιού. Εν τέλει, ζήτησα από τον Μανώλη Γλέζο να παρέμβει με μια συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Δικτύου Αιγαίου, την «Εύπλοια», και τα πράγματα ηρέμησαν. Τώρα πια δεν υπάρχουν λεφτά να φαγωθούν, οπότε περιορίστηκαν και τα προβλήματα. Μέχρι και η «Εύπλοια» εκδίδεται πλέον πλημμελώς. Κλείνει κιόλας δέκα χρόνια ζωής, ίσως χρειάζεται κάποια ανανέωση» σκέφτεται. Αλλά ο ίδιος πώς τα καταφέρνει οικονομικά; «Από τα προσωπικά μου βιβλία έχω πάρει ελάχιστα χρήματα τριάντα τόσα χρόνια τώρα. Οι Έλληνες εκδότες είναι φειδωλοί προς τους συγγραφείς. Μόνο για τις μεταφράσεις μου έχω πληρωθεί, αλλά βεβαίως ποτέ για τις δεκάδες επανεκδόσεις. Όμως είμαι ολιγαρκής και δεν χρειάζομαι πολλά, ζω με τα λίγα κι αφήνω τα πολλά σε όσους τα έχουν "ανάγκη". Δεν υπήρξα αριβίστας, δεν θέλησα να "φάω", να "χωθώ", να "πιάσω την καλή". Βαριόμουν αφάνταστα και μόνο τη διαδικασία να μπω σε όλο αυτό. Εργάζομαι γιατί καταρχάς μου αρέσει να δημιουργώ. Αν κερδίσω κάτι, έχει καλώς, όμως δεν το βάζω προτεραιότητα, γι' αυτό και είμαι ευτυχής. Μέσα στη δημιουργία είναι που σώζεσαι» με βεβαιώνει.
Στο σχολείο έτυχε, λέει, να έχει έναν υπέροχο δάσκαλο που εφάρμοζε την αλληλοδιδακτική μέθοδο - «ήταν το πρώτο μεγάλο μάθημα συντροφικότητας κι αλληλεγγύης που πήρα στη ζωή μου και με σημάδεψε ανεξίτηλα» αναπολεί. «Στα 16 μου χρόνια, ο ίδιος ο πατέρας μου, φύση καλλιτεχνική και γι' αυτό ανοιχτόμυαλος, με παρότρυνε να φύγω από την Ελλάδα και να μπαρκάρω στα καράβια. Ήμουν, ξέρεις, τυχερός σε αυτό, αν σκεφτείς ότι ζούμε σε μια χώρα όπου τα παιδιά συνηθίζουν να μένουν προσκολλημένα στους γονείς τους συχνά κι αφότου κάνουν δική τους οικογένεια, με αποτέλεσμα να μην ενηλικιώνονται ποτέ πραγματικά».
Γεννήθηκε το '45 στο Κουκάκι, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου. «Δίπλα μας ο Ιλισός ποταμός και αντίκρυ ο Λόφος της Σικελίας με το Ελ Πάσο, το γήπεδο της Καλλιθέας. Ο Ιλισός, πριν από το εγκληματικό του μπάζωμα, ήταν ένας πολύ ωραίος βιότοπος που διέσχιζε όλη την Αθήνα κι εμείς, σαν παιδιά, συνεχίσαμε και μετά να τον αναζητούμε, τρυπώνοντας στους υπονόμους για να βγούμε στην κοίτη - από τότε, βλέπεις, ένιωθα underground! Θυμάμαι ακόμα το Ζάππειο, όπου τη μέρα σύχναζαν οικογένειες και σχολιαρόπαιδα και το βράδυ ερωτικοί άνθρωποι, ομοφυλόφιλοι βασικά, που αναζητούσαν σεξ επιτακτικά. Εποχές κι εκείνες. Αλητάμπουρας όμως καθώς ήμουν, ο τόπος δεν με χώραγε και γρήγορα έφυγα στο εξωτερικό. Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες κι ύστερα Λατινική Αμερική, μέχρι Ιαπωνία έφτασε η χάρη μου. Έκανα ό,τι μπορείς να φανταστείς για τα προς το ζην, ποτέ όμως κομπίνες και απατεωνιές, δεν το είχα».
Στο Παρίσι ο Τέος σπούδασε κινηματογράφο, γύρισε κιόλας κάτι πειραματικά φιλμάκια, στη Γερμανία δούλεψε στην τηλεόραση, εμπειρία που αργότερα, πίσω στην Αθήνα, του εξασφάλισε εργασία σε γυρίσματα ταινιών. Συμμετείχε κιόλας στην ταινία Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι του Νίκου Αλευρά (1977), ενώ το '98 γύρισε σε συνεργασία με τον φίλο του Νίκο Θεοδοσίου το συριανό ντοκιμαντέρ Οι τοίχοι που τραγουδούν. Η καλύτερη, πάντως, απασχόληση που είχε, λέει, ποτέ ήταν αυτή του νυχτοφύλακα στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε στη Φρανκφούρτη: «Εκείνη ήταν δουλειά, όχι μαλακίες! Μπορούσα όλη νύχτα να διαβάζω και να γράφω, πήγαινα δίπλα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και περιεργαζόμουν τα εκθέματα, κλοτσούσα τον σκελετό του δεινόσαυρου να δω αν ήταν γερός, ξεφύλλιζα τα περί εγκληματολογίας βιβλία στη βιβλιοθήκη της Νομικής, χαιρετιζόμουν με τους αλήτες που κοιμόντουσαν τις νύχτες στο γκαράζ.». Μιλά για την πρώτη «γερμανική» του περίοδο, τους συγγραφείς που συναναστράφηκε εκεί, τον φίλο του Γιοργκ Φάουζερ, γνωστό συγγραφέα αργότερα, τον Καρλ Βάισνερ που έφερε τα δικαιώματα των μπιτ συγγραφέων στην Ευρώπη, τον Γιούργκεν Πλογκ, τις καταλήψεις και τα κοινόβια -εμπειρία που θέλησε να μεταφέρει και στην Ελλάδα «στήνοντας» το κοινόβιο της Μπενάκη στα Εξάρχεια το '76-, τον γαλλικό Μάη του '68 και την κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου όπου συμμετείχε. Οι πολύ υψηλές, όπως τελικά φάνηκε, προσδοκίες εκείνης της εποχής διαψεύστηκαν, όμως ο ίδιος εξακολουθεί να πιστεύει στις αξίες της αλληλεγγύης, της συνεργασίας και της συμβίωσης: «Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο άνθρωπος είναι βασικά εγωιστής, "παρτάκιας", θέλει πολλή δουλειά κι εκπαίδευση για ν' αλλάξει. Η δεκαετία του '60 έδωσε το έναυσμα, τη συνέχεια την άφησε σ' εμάς να την πραγματώσουμε. Παραμένω απολύτως βέβαιος ότι η ανθρωπότητα θα είναι πολύ καλύτερη, αν μάθουμε να συνυπάρχουμε πέρα από θρησκείες, σύνορα, φυλές, φύλα κι ερωτικούς προσανατολισμούς». Θεωρεί, μάλιστα, ότι η κρίση ξαναφέρνει στην επιφάνεια αυτές ακριβώς τις αξίες, όχι πια ως όραμα αλλά ως ζωτική αναγκαιότητα: «Η χειραφέτηση του ανθρώπου είναι να μπορείς να γίνεις ο άλλος. Να μην είναι ο πλησίον η κόλαση αλλά ο παράδεισός σου. Τα υπόλοιπα ακολουθούν. Αν μάθουμε να μοιραζόμαστε έστω τα λίγα που έχουμε, θα γίνουμε όλοι δυνατότεροι και σοφότεροι» εκτιμά.
Εξόρμηση για βουτιά στον Αζόλιμνο. «Είναι απόλαυση η θάλασσα τέτοια εποχή. Πόσο μάλλον όταν σε περιμένει έπειτα έξω ένας μεζές και λίγο κρασάκι. Αυτά είναι, φίλε μου, η ζωή, τι άλλο; Φιγούρες, φιοριτούρες και ψευτομαγκιές;» μου λέει καθώς στεγνώνουμε στη φθινοπωρινή αντηλιά. «Έχουμε συχνά την ψευδαίσθηση ότι επειδή κάποιοι από μας μορφωθήκαμε, προχωρήσαμε στη ζωή και γίναμε άνθρωποι σκεπτόμενοι, προχώρησε μαζί μας και όλη η χώρα. Αυτό είναι λάθος. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αδύναμοι και συμπεριφέρονται σαν αγέλη που θέλει πάντα να ακολουθεί κάποιον ηγέτη. Είναι και το θέμα της οικογένειας, που στον συντηρητικό ευρωπαϊκό Νότο είναι ακόμα κυρίαρχο και καταπιεστικό. Σε σχέση, βέβαια, με τη δική μου νιότη έχουν γίνει άλματα. Ακόμα και σε αυτονόητα σήμερα δικαιώματα, όπως το να μιλάει κανείς ελεύθερα δημόσια ή να διαθέτει ερωτικά τον εαυτό του όπως αυτός θέλει. Φαντάσου πως μέχρι το '74 έκρυβες την εφημερίδα σου, τα πιστεύω σου, μέτραγες τα λόγια σου ακόμα και σε γνωστούς σου. Εύχομαι να μην τα ξαναζήσουμε όλα αυτά σε κάποια άλλη εκδοχή, είναι πονηροί καιροί» θα πει.
Πίσω στο σπίτι ξεφυλλίζουμε τεύχη της «Τρύπας», της αβανγκάρντ έκδοσης που εξέδιδε μεταξύ '79 και '81, «εποχές που η τρύπα μας ήταν ανοιχτή σε όλους», καθώς σημείωνε με τον παροιμιώδη αυτοσαρκασμό του. Χαζεύουμε τεύχη του «Ιδεοδρομίου» του Λεωνίδα Χρηστάκη και μιας σειράς άλλων underground εκδόσεων που έχει κρατήσει, ελληνικών και ξένων (κυρίως γερμανικών). Τι να πρωτοαπολαύσεις! Περνάμε στα βιβλία του, τα Τρία φεγγάρια στην πλατεία, μια συλλογή διηγημάτων αφιερωμένη «σ' όλους αυτούς που ξεπήδησαν από το τίποτα και χάνονται στο πουθενά», το ανατρεπτικά ερωτικό Κείμενο Πάθος, τον Γεώργιο Νέγρο, τον Τίγρη του Αιγαίου, μια έξοχη πειρατική βιογραφία και ταυτόχρονα «θαλασσινό εγκώμιον ελευθερίας και γυναικών» που συνέγραψε σε γλώσσα εποχής, την ιστορία του Πλωτίνου Ροδοκανάκη, σπουδαίου Έλληνα αναρχικού του 19ου αιώνα που έδρασε στο Μεξικό, τον Πλάνο Δρόμο, την Τηλεφυματίωση, τα Κρυφά Ταξίδια. «Γραφή αλήτισσα» κατά τον Γιώργο Σταματόπουλο, πυρετώδης, ονειρική και ταυτόχρονα ρεαλιστική, συχνά πολιτική, προπάντων όμως «υπέροχα ερωτογραφική», όπως τη χαρακτήρισε ο Ηλίας Πετρόπουλος: «. Μια πλημμυρίδα συναισθημάτων, εσωτερικών συγκρούσεων, αγάπης, ηδονής, γενναιοδωρίας, δόσιμο ολοκληρωτικό, ο έρωτας παθιασμένος, νιώθω ν' αναβλύζει δίχως περιορισμούς, παντοδύναμος, ανεξέλεγκτος, ζωικός από βαθιά μέσα μου, από μεριές του εαυτού μου άγνωστες, απροσπέλαστες, να κυριεύει τον νου και τις πράξεις μου, φτάνει στον παροξυσμό. το μυαλό μου κομματιάζεται σε θρύμματα αισθήσεων και τα οπτικοακουστικά κύματα που σαρώνουνε σαν μεγάλο τραβηχτό κύμα του ωκεανού διαπερνάνε και δονούν τα ανεξέλεγκτα κέντρα του εγκεφάλου δίνοντας κομπιαστά εντολές στο κορμί που σπαρταράει σεληνιασμένο και καρφωμένο μέσα σ' ένα άλλο ανθρώπινο κορμί, εικόνα αρχέγονη που επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνια τώρα.» (Κείμενο Πάθος, 1995). «Δεν μπορώ να γράφω κατά παραγγελία», εξηγεί. «Χρειάζομαι να ψάχνω μέσα στην ψυχή των ανθρώπων και των τόπων, που είναι ο καθένας τους μια χώρα, μια ήπειρος διαφορετική. Να καταφέρνω να ταυτίζομαι μαζί τους. Κάτι σαν αυτό που κάνετε οι δημοσιογράφοι όταν παρουσιάζετε πρόσωπα ή μέρη». Ο Τέος έχει κάνει επίσης αξιόλογες μεταφράσεις, όπως το Ανθολόγιο των Κακών Αμερικάνων, τα Παραμύθια της Αφρικής, που συνέλεξε κατά τη διαμονή του στο Κογκό (1984-85), το Αντεργκράουντ της Νέας Εποχής («Ιδεοδρόμιο»), το Ρώτα τον Άνεμο του Τζον Φάντε, τις Σημειώσεις ενός πορνόγερου του Μπουκόφσκι κ.ά.
Σερβίροντας κόκκινο κρασί, και με τη χειροποίητη πίτσα που ξεφουρνίζει να μας σπάει τη μύτη, φέρνει την κουβέντα στο ιστορικό βιβλιοπωλείο-εκδόσεις Octopus Press στην Κωλέττη 9 στα Εξάρχεια (1974-76), σημείο αναφοράς της εναλλακτικής Αθήνας της Μεταπολίτευσης. «Το σπίτι αυτό, παλιότερα, πριν φτιάξω το μαγαζί, λειτουργούσε σαν μπουρδέλο, όπως μάθαμε από τον Θανάση/Θανάσω, τον γκέι ηλεκτρολόγο της γειτονιάς. Εκεί εργαζόταν η Ζιζή, μια κοπέλα από καλή οικογένεια, που την είχε παρασύρει ο αγαπητικός της. Πήγε η μάνα της να τη βρει κι εκείνος σκότωσε με πιστόλι την κοπέλα μόλις έκανε να φύγει. Τον βάλανε φυλακή και το σπίτι έκτοτε, λέει, στοίχειωσε. Θησαυρός γνώσεων ήταν εκείνη η Θανάσω - μας έλεγε, μεταξύ άλλων, για δυο γκέι ξαδέρφια που έκαναν παρέα με Γερμανούς αξιωματικούς στην Κατοχή. Ο ένας ήταν κρυφά στην ΟΠΛΑ, το μαθαίνει ο άλλος, τον καρφώνει, τον σκοτώνουν. Τέτοια γίνονταν στα Εξάρχεια τότε!». Τον Μάρτιο του '75 οι φασίστες έκαψαν το βιβλιοπωλείο, πιθανόν επειδή ο Τέος είχε στείλει δώρο στους φυλακισμένους χουντικούς το Τι να κάνουμε του Λένιν και το Αλφάβητο του Κομμουνισμού του Μπουχάριν, ένας εμπρησμός που μάλλον διασκέδασε τον αθεόφοβο Τέο. «Το Octopus γρήγορα έγινε ένας χώρος άνθησης παράξενων ιδεών και σουρεαλιστικών ή ντανταϊστικών χειρονομιών. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα κοινοβιακή, ερωτική, εξεγερσιακή και μπίτνικ. Το γνήσια ελευθεριακό πνεύμα που είχε εμφυσήσει εκεί o Ρόμβος ήταν ό,τι έπρεπε για μας τους πιτσιρικάδες που ασφυκτιούσαμε μες στην οικογένεια, στο σχολείο, στο φροντιστήριο, διψάγαμε για ελευθεριακές ιδέες και, επιπλέον, είχαμε και τα δύο πόδια στη σεξουαλική στέρηση.» γράφει σχετικά ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης, υπεύθυνος σήμερα των εκδόσεων Βιβλιοπέλαγος. «Οι πάντες περνούσαν τότε από κει - φρικιά, αναρχικοί, καλλιτέχνες, πρεζόνια, προβληματικά παιδιά που ψάχνονταν στους πέντε δρόμους. Λειτουργούσε, ξέρεις, κάπως και σαν ψυχοθεραπευτήριο!» λέει ο Τέος. «Εγώ, ως μεγαλύτερος, στεκόμουν δίπλα τους και βοηθούσα όπου μπορούσα» συνεχίζει. «Στο μεταξύ, η φυσιογνωμία κι ανθρωπογεωγραφία των Εξαρχείων -στέκι ασφαλιτών στη χούντα- άλλαζε ραγδαία με το τόσο ρέμπελο φοιτηταριό που ενέσκηψε. Την άνοιξη του '75 πραγματοποιήσαμε με φίλους το πρώτο εναλλακτικό χάπενινγκ στην πλατεία, βγήκαμε και παίξαμε ζωντανές μουσικές με τον Χρήστο Ζυγομαλά, τον Γιώργο Πιτροπάκη, τον Γιώργο Νταμπαντούμπα, τον Ηλία Πολίτη και άλλους. Σαν προχώρησε η ώρα ανάψανε τα αίματα, γίνανε κάτι τσαμπουκάδες, πλάκωσαν τα εκατό. πταίσματα, βέβαια, μπροστά σε αυτά που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια! Είχαμε, επίσης, δημιουργήσει με τους Γιώργο Κακουλίδη, Νίκο Μπαλή, Άγγελο Μαστοράκη, Σοφία Βλάχου και άλλους ένα σπίτι-κοινόβιο στην οδό Μπενάκη που κάποια στιγμή, το '76, μετατράπηκε σε άτυπα γραφεία για την Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Ρολφ Πόλε και μη έκδοσής του στη Γερμανία, με εμένα να έχω αναλάβει διερμηνέας του. Οι ασφαλίτες είχαν γίνει σκιά μας, εμείς όμως εκεί, ακάθεκτοι!
Ήταν ωραία εποχή, αισιόδοξη, με ωραίους, αισιόδοξους ανθρώπους ολόγυρα. Η πρέζα δεν είχε ακόμα θεριέψει, υπήρχε περισσότερη αθωότητα, λιγότερο μίσος και ιδέες ακόμα πολύ φρέσκες για να διαψευστούν. Βέβαια, το κοινόβιο κάποια στιγμή διέλυσε, είχαμε μαζευτεί πολλοί πια εκεί μέσα.». Είναι δύσκολο να συμβιώνεις για πολύ έστω με ένα επιπλέον άτομο, σκέψου με περισσότερα. Τα περισσότερα κοινόβια που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του '60 και μετά αποδείχθηκαν βραχύβια, παρατηρώ. «Φυσικά, εφόσον είμαστε, οι περισσότεροι, αθεράπευτα νάρκισσοι. Όταν μπαίνεις σε αυτή την ιστορία πρέπει να μάθεις να ανέχεσαι, να αποδέχεσαι τον άλλο, να κάνεις συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Σταδιακά κατανοείς την αναγκαιότητα της συνύπαρξης. Με πόσους ταιριάζουν τελικά τα χνότα σου; Εκεί είναι το στοίχημα. Αξίζει, όμως, τον κόπο» απαντά. Χρειάζεται, λέει, καταρχάς μια κοινή γλώσσα: «Δες ένα αντίστοιχο παράδειγμα, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο παραμένει ένωση μόνο οικονομική, θα είναι προβληματική. Εάν αποκτήσει μια κοινή γλώσσα, τα πράγματα θα προχωρήσουν πιο γρήγορα».
Ο ίδιος, πάντως, από την ελληνική κοινοβιακή εμπειρία του κέρδισε, αν μη τι άλλο, τη Χαρά της ζωής του, την οποία, μάλιστα, παρά την απέχθειά του στον συμβατικό γάμο, στεφανώθηκε κανονικά στο Γιουσουρούμ το 1976. «Νταραβεριζόταν τότε μ' έναν γνωστό μου», θυμάται, «ενώ την ορέγονταν κι άλλοι επίδοξοι εραστές. Ήταν και τα ήθη μας τότε χαλαρά. Εν τέλει, όμως, διάλεξε εμένα που ήμουνα πιο χαλαρός τύπος και μου το έδειξε εμπράκτως, κοντολογίς με αποπλάνησε, κάτι που μ' ενθουσίασε! Μου ήταν, ξέρεις, πάντα ανυπόφορο να παριστάνω τον άντρα κυνηγό, τον σούπερ επιβήτορα, τον κάμακα κ.λπ. Η θηλυκή πλευρά μέσα μου ήταν πολύ ισχυρή. Συνηθίζω να λέω ότι γεννήθηκα και έζησα ως κορίτσι μέχρι τα 6 μου χρόνια. Υπάρχει, άλλωστε, καλύτερος τρόπος να προσεγγίσεις μια γυναίκα; Μπαίνεις ο ίδιος στη θέση της κι έτσι όλα γίνονται καλύτερα! Οι γυναίκες, εξάλλου, δεν είναι από τη φύση τους μονογαμικές, οι άνδρες τις εξαναγκάζουν να γίνουν. Αντίθετα, μπορούν να παραμένουν σεξουαλικά ενεργές και σε μεγαλύτερη ηλικία, δίχως να έχουν τα στυτικά προβλήματα του άνδρα. Γι' αυτό και η λαϊκή θυμοσοφία "είναι όλες πουτάνες". Πόθος να υπάρχει.». Πιστεύει, λέει, ακράδαντα στον έρωτα σε κάθε του δυνατή μορφή, ετεροφυλόφιλη, ομοφυλόφιλη, αμφισεξουαλική, πανσεξουαλική, ό,τι. Όλα τα έχει δοκιμάσει, όλα τον ενδιαφέρουν, με όλα νιώθει άνετος. Είναι το δικό του «φτιάξιμο» απ' όταν αποφάσισε πως οι ουσίες δεν ήταν για εκείνον. «Ανήκω στη γενιά που ύμνησε τον ελεύθερο έρωτα και τον πανηδονισμό και δεν μετάνιωσα ποτέ γι' αυτό» συνεχίζει. «Ούτε και για την αξία που δίνω στη γυναίκα. Αυτές, άλλωστε, εξακολουθούν να κυβερνούν όλη τη Μεσόγειο κι ας αφήνουν τον άντρα να νομίζει ότι εκείνος κάνει κουμάντο. Στη Σύρα π.χ. και σε άλλα νησιά θα δεις συχνά γυναίκες να κάνουν αντρικές δουλειές και να έχουν αντρικές θεωρούμενες συνήθειες - γιαγιάδες να καπνίζουν αρειμανίως, να ξενυχτάνε, να οδηγούν μηχανές, τέτοια! Σε χώρες σαν τη δική μας μπορεί οι άντρες να είναι οι πρωταγωνιστές, τη σκηνοθεσία όμως την κάνουν οι γυναίκες» αποφαίνεται. Παιδιά όχι, δεν θέλησε ούτε εκείνος ούτε η Χαρά, επειδή επιθυμούσαν να ζήσουν πιο ελεύθεροι, δίχως εξαρτήσεις κι εμπόδια στην προσωπική τους αναζήτηση και ολοκλήρωση. Τώρα, στα 68 του, λέει πως ναι, έπραξε σωστά. «Παιδιά» του είναι οι νεότεροι φίλοι του καθώς και το έργο του, μέσα από το οποίο ενδεχομένως να προσφέρει κάτι στην ανήσυχη νεότητα. Δεν ήθελε, εξάλλου, λέει, να μοιάσει στον μεγαλύτερο αδελφό του που έκανε τρεις γάμους, πέντε παιδιά κι οκτώ εγγόνια κι αγωνιά για όλα!
«Όλοι αυτοί οι τύποι που περνάνε τα σύνορα χωρίς χαρτιά, χωρίς διαβατήρια, μόνο με τον χάρτη στο μυαλό, ακολουθήστε τους, ξέρουν πάντα ένα καλό μονοπάτι.». Η φράση αυτή από τα Τρία φεγγάρια στην πλατεία (Εξαρχείων, α' έκδοση, 1985), αγαπημένη αναφορά μιας ταραγμένης νιότης, ανάδευε συχνά στο μυαλό μου τα χρόνια που η Αθήνα πλημμύριζε μετανάστες, κι ας είχε γραφτεί για ταξιδιώτες σαφώς πιο αισιόδοξων εποχών. «Οι συνθήκες διαφέρουν, αλλά το νόημα δεν αλλάζει, ένα όνειρο κυνηγάς και στις δύο περιπτώσεις» μου λέει ο ίδιος ο συγγραφέας του, ο 68χρονος σήμερα -και πάντα αειθαλής- Τέος Ρόμβος. Μια θρυλική φιγούρα του ελληνικού underground κι ένας από εκείνους που ουσιαστικά το δημιούργησαν. Ένας άνθρωπος που σε κερδίζει από την πρώτη στιγμή, όχι με το «εκτόπισμά» του αλλά με την ανεπιτήδευτη απλότητα, την οικειότητα, την ειλικρίνεια, τη μακροθυμία και τη γλυκύτητα που τον διακρίνουν. Κοσμογυρισμένος, έχοντας ζήσει μια ζωή μυθιστορηματική, έχει αποσυρθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Άνω Σύρο, σ' ένα ταπεινό, αλλά με θέα ζηλευτή σπιτάκι κοντά στον Άγιο Νικόλαο των Φτωχών -«έναν τέτοιο άγιο, ναι, να τον πιστέψεις!» μου κάνει-, μαζί με τη γραμματέα, συνεργάτιδα και επί τριακονταετία σύντροφό του Χαρά Πελεκάνου. Όσοι τυχεροί βρέθηκαν τον Σεπτέμβριο στις Νύχτες Πρεμιέρας τον είδαν και στο εξαίρετο ντοκιμαντέρ του Γιάννη Χαριτίδη Φωνές από το υπόγειο να επιχειρεί, μαζί με τους Λεωνίδα Χρηστάκη, Νάνο Βαλαωρίτη, Πάνο Κουτρουμπούση, Σπύρο Μεϊμάρη, Δημήτρη Πουλικάκο, να ορίσει το ελληνικό underground. Οι υπόλοιποι προσευχόμαστε να βρεθεί διανομέας - ή, έστω, κάποια εκδήλωση όπου να προβληθεί!
Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχείρησε να εγκατασταθεί μόνιμα στην επαρχία. Την περίοδο 1981-83 έζησε στο Κρανίδι. Οι περισσότεροι ντόπιοι τον στραβοκοιτούσαν, κάποιοι μάλλον πιο προχωρημένοι τον έλεγαν Τσαρλς Μάνσον. Από τότε κατάλαβε πόσο δύσκολο ήταν να προσαρμοστεί στην ελληνική επαρχία ένας κοσμοπολίτης ρέμπελος σαν ελόγου του, δεν απογοητεύτηκε όμως. Το '93, λίγο μετά το τελευταίο ταξίδι του στο Βερολίνο, βρήκαν με τη Χαρά κι αγόρασαν ένα ερείπιο στην Άνω Σύρο που σιγά σιγά μετέτρεψαν στο σημερινό τους σπιτικό. Ο Τέος καμαρώνει για την πολλή προσωπική εργασία και τα διακόσια δέντρα και φυτά που φύτεψαν με τη Χαρά ολόγυρα.
Ξυπνάει καθημερινά με την αυγή. Ετοιμάζει πρωινό και ταυτόχρονα φαγητό για ένα σύνταγμα γατιά. Εργάζεται κάνα δίωρο κι έπειτα πάνε με τη Χαρά για μια αναζωογονητική βουτιά, συνήθεια που, καιρού επιτρέποντος, διατηρούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Ακολουθεί προετοιμασία του μεσημεριανού φαγητού, γεύμα, λίγη σιέστα, ξανά δουλειά μέχρι αργά αλλά και φροντίδα του σπιτιού και του κήπου, συχνά-πυκνά κι εξορμήσεις για μακρινούς περιπάτους μετά συλλογής άγριων χόρτων, με τα οποία ο Τέος λατρεύει να φτιάχνει πίτες. «Δεν έχω πολλές πολυτέλειες αφότου σταμάτησα να τρώω κρέας και ψάρι» εξομολογείται. Προ μερικών ετών έκοψε και το τσιγάρο. «Κοίτα, μη γράψεις πως έγινα κάνας Ταλιμπάν υγιεινιστής, απλώς αποφάσισα ότι μπορώ πια και δίχως αυτά, νιώθω μάλιστα πολύ καλύτερα!». Διασκεδάζουν ανταλλάσσοντας επισκέψεις με φίλους, πηγαίνοντας σε καμιά καλή ταβέρνα, σπανιότερα σε κάποιο μπαρ, αλλά και πραγματοποιώντας εκδρομές στα γειτονικά νησιά για αναψυχή αλλά και έρευνα.
Τι αναζητούν; Τις πλήθος αρχαίες αλλά και νεότερες επιγραφές που έχουν διασωθεί διάσπαρτες στη Σύρο και άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, πολλές από τις οποίες έχουν ερωτικό περιεχόμενο κάθε λογής, άλλες πάλι αναθηματικό (ευχές, αφιερώσεις κ.λπ.). «Εδώ στις Κυκλάδες έχουμε κηρυχθεί ανεπιθύμητοι, εχθροί του λαού!» λέει. «Τους έχουμε, βλέπεις, χαλάσει πολλές αρπακολλατζήδικες δουλειές με τις δραστηριότητες του Δικτύου Αιγαίου. Δρόμοι άχρηστοι, φράγματα περιττά, ρύπανση, τσιμεντοποίηση, έργα φαραωνικά που μόνους κερδισμένους θα είχαν τους εργολάβους, τους κολλητούς τους κι όσους έτρωγαν από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Πριν από κάποια χρόνια παραλίγο να λιντσάρουν στη Νάξο τα μέλη της τοπικής περιβαλλοντικής ομάδας επειδή αντιδράσανε στην κατασκευή τεράστιου κομβικού λιμανιού. Εν τέλει, ζήτησα από τον Μανώλη Γλέζο να παρέμβει με μια συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Δικτύου Αιγαίου, την «Εύπλοια», και τα πράγματα ηρέμησαν. Τώρα πια δεν υπάρχουν λεφτά να φαγωθούν, οπότε περιορίστηκαν και τα προβλήματα. Μέχρι και η «Εύπλοια» εκδίδεται πλέον πλημμελώς. Κλείνει κιόλας δέκα χρόνια ζωής, ίσως χρειάζεται κάποια ανανέωση» σκέφτεται. Αλλά ο ίδιος πώς τα καταφέρνει οικονομικά; «Από τα προσωπικά μου βιβλία έχω πάρει ελάχιστα χρήματα τριάντα τόσα χρόνια τώρα. Οι Έλληνες εκδότες είναι φειδωλοί προς τους συγγραφείς. Μόνο για τις μεταφράσεις μου έχω πληρωθεί, αλλά βεβαίως ποτέ για τις δεκάδες επανεκδόσεις. Όμως είμαι ολιγαρκής και δεν χρειάζομαι πολλά, ζω με τα λίγα κι αφήνω τα πολλά σε όσους τα έχουν "ανάγκη". Δεν υπήρξα αριβίστας, δεν θέλησα να "φάω", να "χωθώ", να "πιάσω την καλή". Βαριόμουν αφάνταστα και μόνο τη διαδικασία να μπω σε όλο αυτό. Εργάζομαι γιατί καταρχάς μου αρέσει να δημιουργώ. Αν κερδίσω κάτι, έχει καλώς, όμως δεν το βάζω προτεραιότητα, γι' αυτό και είμαι ευτυχής. Μέσα στη δημιουργία είναι που σώζεσαι» με βεβαιώνει.
Στο σχολείο έτυχε, λέει, να έχει έναν υπέροχο δάσκαλο που εφάρμοζε την αλληλοδιδακτική μέθοδο - «ήταν το πρώτο μεγάλο μάθημα συντροφικότητας κι αλληλεγγύης που πήρα στη ζωή μου και με σημάδεψε ανεξίτηλα» αναπολεί. «Στα 16 μου χρόνια, ο ίδιος ο πατέρας μου, φύση καλλιτεχνική και γι' αυτό ανοιχτόμυαλος, με παρότρυνε να φύγω από την Ελλάδα και να μπαρκάρω στα καράβια. Ήμουν, ξέρεις, τυχερός σε αυτό, αν σκεφτείς ότι ζούμε σε μια χώρα όπου τα παιδιά συνηθίζουν να μένουν προσκολλημένα στους γονείς τους συχνά κι αφότου κάνουν δική τους οικογένεια, με αποτέλεσμα να μην ενηλικιώνονται ποτέ πραγματικά».
Γεννήθηκε το '45 στο Κουκάκι, κάτω από τον λόφο του Φιλοπάππου. «Δίπλα μας ο Ιλισός ποταμός και αντίκρυ ο Λόφος της Σικελίας με το Ελ Πάσο, το γήπεδο της Καλλιθέας. Ο Ιλισός, πριν από το εγκληματικό του μπάζωμα, ήταν ένας πολύ ωραίος βιότοπος που διέσχιζε όλη την Αθήνα κι εμείς, σαν παιδιά, συνεχίσαμε και μετά να τον αναζητούμε, τρυπώνοντας στους υπονόμους για να βγούμε στην κοίτη - από τότε, βλέπεις, ένιωθα underground! Θυμάμαι ακόμα το Ζάππειο, όπου τη μέρα σύχναζαν οικογένειες και σχολιαρόπαιδα και το βράδυ ερωτικοί άνθρωποι, ομοφυλόφιλοι βασικά, που αναζητούσαν σεξ επιτακτικά. Εποχές κι εκείνες. Αλητάμπουρας όμως καθώς ήμουν, ο τόπος δεν με χώραγε και γρήγορα έφυγα στο εξωτερικό. Αυστρία, Γερμανία, Γαλλία, Κάτω Χώρες κι ύστερα Λατινική Αμερική, μέχρι Ιαπωνία έφτασε η χάρη μου. Έκανα ό,τι μπορείς να φανταστείς για τα προς το ζην, ποτέ όμως κομπίνες και απατεωνιές, δεν το είχα».
Στο Παρίσι ο Τέος σπούδασε κινηματογράφο, γύρισε κιόλας κάτι πειραματικά φιλμάκια, στη Γερμανία δούλεψε στην τηλεόραση, εμπειρία που αργότερα, πίσω στην Αθήνα, του εξασφάλισε εργασία σε γυρίσματα ταινιών. Συμμετείχε κιόλας στην ταινία Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι του Νίκου Αλευρά (1977), ενώ το '98 γύρισε σε συνεργασία με τον φίλο του Νίκο Θεοδοσίου το συριανό ντοκιμαντέρ Οι τοίχοι που τραγουδούν. Η καλύτερη, πάντως, απασχόληση που είχε, λέει, ποτέ ήταν αυτή του νυχτοφύλακα στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε στη Φρανκφούρτη: «Εκείνη ήταν δουλειά, όχι μαλακίες! Μπορούσα όλη νύχτα να διαβάζω και να γράφω, πήγαινα δίπλα στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και περιεργαζόμουν τα εκθέματα, κλοτσούσα τον σκελετό του δεινόσαυρου να δω αν ήταν γερός, ξεφύλλιζα τα περί εγκληματολογίας βιβλία στη βιβλιοθήκη της Νομικής, χαιρετιζόμουν με τους αλήτες που κοιμόντουσαν τις νύχτες στο γκαράζ.». Μιλά για την πρώτη «γερμανική» του περίοδο, τους συγγραφείς που συναναστράφηκε εκεί, τον φίλο του Γιοργκ Φάουζερ, γνωστό συγγραφέα αργότερα, τον Καρλ Βάισνερ που έφερε τα δικαιώματα των μπιτ συγγραφέων στην Ευρώπη, τον Γιούργκεν Πλογκ, τις καταλήψεις και τα κοινόβια -εμπειρία που θέλησε να μεταφέρει και στην Ελλάδα «στήνοντας» το κοινόβιο της Μπενάκη στα Εξάρχεια το '76-, τον γαλλικό Μάη του '68 και την κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου όπου συμμετείχε. Οι πολύ υψηλές, όπως τελικά φάνηκε, προσδοκίες εκείνης της εποχής διαψεύστηκαν, όμως ο ίδιος εξακολουθεί να πιστεύει στις αξίες της αλληλεγγύης, της συνεργασίας και της συμβίωσης: «Δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο άνθρωπος είναι βασικά εγωιστής, "παρτάκιας", θέλει πολλή δουλειά κι εκπαίδευση για ν' αλλάξει. Η δεκαετία του '60 έδωσε το έναυσμα, τη συνέχεια την άφησε σ' εμάς να την πραγματώσουμε. Παραμένω απολύτως βέβαιος ότι η ανθρωπότητα θα είναι πολύ καλύτερη, αν μάθουμε να συνυπάρχουμε πέρα από θρησκείες, σύνορα, φυλές, φύλα κι ερωτικούς προσανατολισμούς». Θεωρεί, μάλιστα, ότι η κρίση ξαναφέρνει στην επιφάνεια αυτές ακριβώς τις αξίες, όχι πια ως όραμα αλλά ως ζωτική αναγκαιότητα: «Η χειραφέτηση του ανθρώπου είναι να μπορείς να γίνεις ο άλλος. Να μην είναι ο πλησίον η κόλαση αλλά ο παράδεισός σου. Τα υπόλοιπα ακολουθούν. Αν μάθουμε να μοιραζόμαστε έστω τα λίγα που έχουμε, θα γίνουμε όλοι δυνατότεροι και σοφότεροι» εκτιμά.
Εξόρμηση για βουτιά στον Αζόλιμνο. «Είναι απόλαυση η θάλασσα τέτοια εποχή. Πόσο μάλλον όταν σε περιμένει έπειτα έξω ένας μεζές και λίγο κρασάκι. Αυτά είναι, φίλε μου, η ζωή, τι άλλο; Φιγούρες, φιοριτούρες και ψευτομαγκιές;» μου λέει καθώς στεγνώνουμε στη φθινοπωρινή αντηλιά. «Έχουμε συχνά την ψευδαίσθηση ότι επειδή κάποιοι από μας μορφωθήκαμε, προχωρήσαμε στη ζωή και γίναμε άνθρωποι σκεπτόμενοι, προχώρησε μαζί μας και όλη η χώρα. Αυτό είναι λάθος. Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι αδύναμοι και συμπεριφέρονται σαν αγέλη που θέλει πάντα να ακολουθεί κάποιον ηγέτη. Είναι και το θέμα της οικογένειας, που στον συντηρητικό ευρωπαϊκό Νότο είναι ακόμα κυρίαρχο και καταπιεστικό. Σε σχέση, βέβαια, με τη δική μου νιότη έχουν γίνει άλματα. Ακόμα και σε αυτονόητα σήμερα δικαιώματα, όπως το να μιλάει κανείς ελεύθερα δημόσια ή να διαθέτει ερωτικά τον εαυτό του όπως αυτός θέλει. Φαντάσου πως μέχρι το '74 έκρυβες την εφημερίδα σου, τα πιστεύω σου, μέτραγες τα λόγια σου ακόμα και σε γνωστούς σου. Εύχομαι να μην τα ξαναζήσουμε όλα αυτά σε κάποια άλλη εκδοχή, είναι πονηροί καιροί» θα πει.
Πίσω στο σπίτι ξεφυλλίζουμε τεύχη της «Τρύπας», της αβανγκάρντ έκδοσης που εξέδιδε μεταξύ '79 και '81, «εποχές που η τρύπα μας ήταν ανοιχτή σε όλους», καθώς σημείωνε με τον παροιμιώδη αυτοσαρκασμό του. Χαζεύουμε τεύχη του «Ιδεοδρομίου» του Λεωνίδα Χρηστάκη και μιας σειράς άλλων underground εκδόσεων που έχει κρατήσει, ελληνικών και ξένων (κυρίως γερμανικών). Τι να πρωτοαπολαύσεις! Περνάμε στα βιβλία του, τα Τρία φεγγάρια στην πλατεία, μια συλλογή διηγημάτων αφιερωμένη «σ' όλους αυτούς που ξεπήδησαν από το τίποτα και χάνονται στο πουθενά», το ανατρεπτικά ερωτικό Κείμενο Πάθος, τον Γεώργιο Νέγρο, τον Τίγρη του Αιγαίου, μια έξοχη πειρατική βιογραφία και ταυτόχρονα «θαλασσινό εγκώμιον ελευθερίας και γυναικών» που συνέγραψε σε γλώσσα εποχής, την ιστορία του Πλωτίνου Ροδοκανάκη, σπουδαίου Έλληνα αναρχικού του 19ου αιώνα που έδρασε στο Μεξικό, τον Πλάνο Δρόμο, την Τηλεφυματίωση, τα Κρυφά Ταξίδια. «Γραφή αλήτισσα» κατά τον Γιώργο Σταματόπουλο, πυρετώδης, ονειρική και ταυτόχρονα ρεαλιστική, συχνά πολιτική, προπάντων όμως «υπέροχα ερωτογραφική», όπως τη χαρακτήρισε ο Ηλίας Πετρόπουλος: «. Μια πλημμυρίδα συναισθημάτων, εσωτερικών συγκρούσεων, αγάπης, ηδονής, γενναιοδωρίας, δόσιμο ολοκληρωτικό, ο έρωτας παθιασμένος, νιώθω ν' αναβλύζει δίχως περιορισμούς, παντοδύναμος, ανεξέλεγκτος, ζωικός από βαθιά μέσα μου, από μεριές του εαυτού μου άγνωστες, απροσπέλαστες, να κυριεύει τον νου και τις πράξεις μου, φτάνει στον παροξυσμό. το μυαλό μου κομματιάζεται σε θρύμματα αισθήσεων και τα οπτικοακουστικά κύματα που σαρώνουνε σαν μεγάλο τραβηχτό κύμα του ωκεανού διαπερνάνε και δονούν τα ανεξέλεγκτα κέντρα του εγκεφάλου δίνοντας κομπιαστά εντολές στο κορμί που σπαρταράει σεληνιασμένο και καρφωμένο μέσα σ' ένα άλλο ανθρώπινο κορμί, εικόνα αρχέγονη που επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνια τώρα.» (Κείμενο Πάθος, 1995). «Δεν μπορώ να γράφω κατά παραγγελία», εξηγεί. «Χρειάζομαι να ψάχνω μέσα στην ψυχή των ανθρώπων και των τόπων, που είναι ο καθένας τους μια χώρα, μια ήπειρος διαφορετική. Να καταφέρνω να ταυτίζομαι μαζί τους. Κάτι σαν αυτό που κάνετε οι δημοσιογράφοι όταν παρουσιάζετε πρόσωπα ή μέρη». Ο Τέος έχει κάνει επίσης αξιόλογες μεταφράσεις, όπως το Ανθολόγιο των Κακών Αμερικάνων, τα Παραμύθια της Αφρικής, που συνέλεξε κατά τη διαμονή του στο Κογκό (1984-85), το Αντεργκράουντ της Νέας Εποχής («Ιδεοδρόμιο»), το Ρώτα τον Άνεμο του Τζον Φάντε, τις Σημειώσεις ενός πορνόγερου του Μπουκόφσκι κ.ά.
Σερβίροντας κόκκινο κρασί, και με τη χειροποίητη πίτσα που ξεφουρνίζει να μας σπάει τη μύτη, φέρνει την κουβέντα στο ιστορικό βιβλιοπωλείο-εκδόσεις Octopus Press στην Κωλέττη 9 στα Εξάρχεια (1974-76), σημείο αναφοράς της εναλλακτικής Αθήνας της Μεταπολίτευσης. «Το σπίτι αυτό, παλιότερα, πριν φτιάξω το μαγαζί, λειτουργούσε σαν μπουρδέλο, όπως μάθαμε από τον Θανάση/Θανάσω, τον γκέι ηλεκτρολόγο της γειτονιάς. Εκεί εργαζόταν η Ζιζή, μια κοπέλα από καλή οικογένεια, που την είχε παρασύρει ο αγαπητικός της. Πήγε η μάνα της να τη βρει κι εκείνος σκότωσε με πιστόλι την κοπέλα μόλις έκανε να φύγει. Τον βάλανε φυλακή και το σπίτι έκτοτε, λέει, στοίχειωσε. Θησαυρός γνώσεων ήταν εκείνη η Θανάσω - μας έλεγε, μεταξύ άλλων, για δυο γκέι ξαδέρφια που έκαναν παρέα με Γερμανούς αξιωματικούς στην Κατοχή. Ο ένας ήταν κρυφά στην ΟΠΛΑ, το μαθαίνει ο άλλος, τον καρφώνει, τον σκοτώνουν. Τέτοια γίνονταν στα Εξάρχεια τότε!». Τον Μάρτιο του '75 οι φασίστες έκαψαν το βιβλιοπωλείο, πιθανόν επειδή ο Τέος είχε στείλει δώρο στους φυλακισμένους χουντικούς το Τι να κάνουμε του Λένιν και το Αλφάβητο του Κομμουνισμού του Μπουχάριν, ένας εμπρησμός που μάλλον διασκέδασε τον αθεόφοβο Τέο. «Το Octopus γρήγορα έγινε ένας χώρος άνθησης παράξενων ιδεών και σουρεαλιστικών ή ντανταϊστικών χειρονομιών. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα κοινοβιακή, ερωτική, εξεγερσιακή και μπίτνικ. Το γνήσια ελευθεριακό πνεύμα που είχε εμφυσήσει εκεί o Ρόμβος ήταν ό,τι έπρεπε για μας τους πιτσιρικάδες που ασφυκτιούσαμε μες στην οικογένεια, στο σχολείο, στο φροντιστήριο, διψάγαμε για ελευθεριακές ιδέες και, επιπλέον, είχαμε και τα δύο πόδια στη σεξουαλική στέρηση.» γράφει σχετικά ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης, υπεύθυνος σήμερα των εκδόσεων Βιβλιοπέλαγος. «Οι πάντες περνούσαν τότε από κει - φρικιά, αναρχικοί, καλλιτέχνες, πρεζόνια, προβληματικά παιδιά που ψάχνονταν στους πέντε δρόμους. Λειτουργούσε, ξέρεις, κάπως και σαν ψυχοθεραπευτήριο!» λέει ο Τέος. «Εγώ, ως μεγαλύτερος, στεκόμουν δίπλα τους και βοηθούσα όπου μπορούσα» συνεχίζει. «Στο μεταξύ, η φυσιογνωμία κι ανθρωπογεωγραφία των Εξαρχείων -στέκι ασφαλιτών στη χούντα- άλλαζε ραγδαία με το τόσο ρέμπελο φοιτηταριό που ενέσκηψε. Την άνοιξη του '75 πραγματοποιήσαμε με φίλους το πρώτο εναλλακτικό χάπενινγκ στην πλατεία, βγήκαμε και παίξαμε ζωντανές μουσικές με τον Χρήστο Ζυγομαλά, τον Γιώργο Πιτροπάκη, τον Γιώργο Νταμπαντούμπα, τον Ηλία Πολίτη και άλλους. Σαν προχώρησε η ώρα ανάψανε τα αίματα, γίνανε κάτι τσαμπουκάδες, πλάκωσαν τα εκατό. πταίσματα, βέβαια, μπροστά σε αυτά που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια! Είχαμε, επίσης, δημιουργήσει με τους Γιώργο Κακουλίδη, Νίκο Μπαλή, Άγγελο Μαστοράκη, Σοφία Βλάχου και άλλους ένα σπίτι-κοινόβιο στην οδό Μπενάκη που κάποια στιγμή, το '76, μετατράπηκε σε άτυπα γραφεία για την Επιτροπή Αλληλεγγύης στον Ρολφ Πόλε και μη έκδοσής του στη Γερμανία, με εμένα να έχω αναλάβει διερμηνέας του. Οι ασφαλίτες είχαν γίνει σκιά μας, εμείς όμως εκεί, ακάθεκτοι!
Ήταν ωραία εποχή, αισιόδοξη, με ωραίους, αισιόδοξους ανθρώπους ολόγυρα. Η πρέζα δεν είχε ακόμα θεριέψει, υπήρχε περισσότερη αθωότητα, λιγότερο μίσος και ιδέες ακόμα πολύ φρέσκες για να διαψευστούν. Βέβαια, το κοινόβιο κάποια στιγμή διέλυσε, είχαμε μαζευτεί πολλοί πια εκεί μέσα.». Είναι δύσκολο να συμβιώνεις για πολύ έστω με ένα επιπλέον άτομο, σκέψου με περισσότερα. Τα περισσότερα κοινόβια που δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του '60 και μετά αποδείχθηκαν βραχύβια, παρατηρώ. «Φυσικά, εφόσον είμαστε, οι περισσότεροι, αθεράπευτα νάρκισσοι. Όταν μπαίνεις σε αυτή την ιστορία πρέπει να μάθεις να ανέχεσαι, να αποδέχεσαι τον άλλο, να κάνεις συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Σταδιακά κατανοείς την αναγκαιότητα της συνύπαρξης. Με πόσους ταιριάζουν τελικά τα χνότα σου; Εκεί είναι το στοίχημα. Αξίζει, όμως, τον κόπο» απαντά. Χρειάζεται, λέει, καταρχάς μια κοινή γλώσσα: «Δες ένα αντίστοιχο παράδειγμα, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όσο παραμένει ένωση μόνο οικονομική, θα είναι προβληματική. Εάν αποκτήσει μια κοινή γλώσσα, τα πράγματα θα προχωρήσουν πιο γρήγορα».
Ο ίδιος, πάντως, από την ελληνική κοινοβιακή εμπειρία του κέρδισε, αν μη τι άλλο, τη Χαρά της ζωής του, την οποία, μάλιστα, παρά την απέχθειά του στον συμβατικό γάμο, στεφανώθηκε κανονικά στο Γιουσουρούμ το 1976. «Νταραβεριζόταν τότε μ' έναν γνωστό μου», θυμάται, «ενώ την ορέγονταν κι άλλοι επίδοξοι εραστές. Ήταν και τα ήθη μας τότε χαλαρά. Εν τέλει, όμως, διάλεξε εμένα που ήμουνα πιο χαλαρός τύπος και μου το έδειξε εμπράκτως, κοντολογίς με αποπλάνησε, κάτι που μ' ενθουσίασε! Μου ήταν, ξέρεις, πάντα ανυπόφορο να παριστάνω τον άντρα κυνηγό, τον σούπερ επιβήτορα, τον κάμακα κ.λπ. Η θηλυκή πλευρά μέσα μου ήταν πολύ ισχυρή. Συνηθίζω να λέω ότι γεννήθηκα και έζησα ως κορίτσι μέχρι τα 6 μου χρόνια. Υπάρχει, άλλωστε, καλύτερος τρόπος να προσεγγίσεις μια γυναίκα; Μπαίνεις ο ίδιος στη θέση της κι έτσι όλα γίνονται καλύτερα! Οι γυναίκες, εξάλλου, δεν είναι από τη φύση τους μονογαμικές, οι άνδρες τις εξαναγκάζουν να γίνουν. Αντίθετα, μπορούν να παραμένουν σεξουαλικά ενεργές και σε μεγαλύτερη ηλικία, δίχως να έχουν τα στυτικά προβλήματα του άνδρα. Γι' αυτό και η λαϊκή θυμοσοφία "είναι όλες πουτάνες". Πόθος να υπάρχει.». Πιστεύει, λέει, ακράδαντα στον έρωτα σε κάθε του δυνατή μορφή, ετεροφυλόφιλη, ομοφυλόφιλη, αμφισεξουαλική, πανσεξουαλική, ό,τι. Όλα τα έχει δοκιμάσει, όλα τον ενδιαφέρουν, με όλα νιώθει άνετος. Είναι το δικό του «φτιάξιμο» απ' όταν αποφάσισε πως οι ουσίες δεν ήταν για εκείνον. «Ανήκω στη γενιά που ύμνησε τον ελεύθερο έρωτα και τον πανηδονισμό και δεν μετάνιωσα ποτέ γι' αυτό» συνεχίζει. «Ούτε και για την αξία που δίνω στη γυναίκα. Αυτές, άλλωστε, εξακολουθούν να κυβερνούν όλη τη Μεσόγειο κι ας αφήνουν τον άντρα να νομίζει ότι εκείνος κάνει κουμάντο. Στη Σύρα π.χ. και σε άλλα νησιά θα δεις συχνά γυναίκες να κάνουν αντρικές δουλειές και να έχουν αντρικές θεωρούμενες συνήθειες - γιαγιάδες να καπνίζουν αρειμανίως, να ξενυχτάνε, να οδηγούν μηχανές, τέτοια! Σε χώρες σαν τη δική μας μπορεί οι άντρες να είναι οι πρωταγωνιστές, τη σκηνοθεσία όμως την κάνουν οι γυναίκες» αποφαίνεται. Παιδιά όχι, δεν θέλησε ούτε εκείνος ούτε η Χαρά, επειδή επιθυμούσαν να ζήσουν πιο ελεύθεροι, δίχως εξαρτήσεις κι εμπόδια στην προσωπική τους αναζήτηση και ολοκλήρωση. Τώρα, στα 68 του, λέει πως ναι, έπραξε σωστά. «Παιδιά» του είναι οι νεότεροι φίλοι του καθώς και το έργο του, μέσα από το οποίο ενδεχομένως να προσφέρει κάτι στην ανήσυχη νεότητα. Δεν ήθελε, εξάλλου, λέει, να μοιάσει στον μεγαλύτερο αδελφό του που έκανε τρεις γάμους, πέντε παιδιά κι οκτώ εγγόνια κι αγωνιά για όλα!
(Φωτό: Στάθης Μαμαλάκης)
Την
επομένη σκαρφαλώνουμε στη σπηλιά του φιλοσόφου Φερεκύδη, δασκάλου τού
Πυθαγόρα, στο Πλατύ Βουνί της βόρειας Σύρου, που προσφέρει ένα μοναδικό
πανόραμα των Κυκλάδων. Στόχος, να μας δείξει κάποιες ερωτικές επιγραφές
σε βράχους, σαν αυτές που συμπεριέλαβε προ ετών στην έκδοση του
υπουργείου Αιγαίου Ίχνη (2002), συνοδευόμενες από στίχους σύγχρονων
ποιημάτων - μια υποδειγματική δουλειά που σκέφτονται μελλοντικά με τη
Χαρά να αποτυπώσουν και σε ντοκιμαντέρ: «Ελάχιστοι μελετητές έχουν
ασχοληθεί με αυτές γιατί σκανδαλίζουν, εφόσον αναφέρονται κυρίως σε
ερωτικά κατορθώματα, εγκώμια κι εξομολογήσεις. Κι όμως, είναι πολύ
σημαντικά ευρήματα, αφού καταδεικνύουν ότι υπάρχει μια συνέχεια
συνηθειών, επιθυμιών και συναισθημάτων στις σχέσεις των ανθρώπων που
έζησαν σχεδόν αδιάλειπτα στα ίδια αυτά μέρη τόσους αιώνες. Να, δείτε εδώ
χάμω» λέει ρίχνοντας λίγο νερό σε μια πέτρα ώστε να αποκαλυφθεί
ευκρινέστερα μια ομοερωτικού περιεχομένου επιγραφή του 5ου π.Χ. αιώνα
που γράφει βουστροφηδόν (σε μετάφραση) «Ο Σμίκων γάμησε καλύτερα όλων
τον οπλοφόρο». Πρωτοανακαλύφθηκε, λέει, αρχές του περασμένου αιώνα από
τον σχολάρχη Ν.Ι. Πολίτη και είναι από τις παλιότερες στο Αιγαίο.
«Υπάρχουν πολλές εδώ γύρω, από αγόρια για κορίτσια, αλλά κι από εραστές
προς ερωμένους, συχνά πλάι σε αποτυπωμένες παλάμες και πέλματα. Έχω
ανακαλύψει πολλά αποτυπώματα πελμάτων. Υπάρχει συνήθως το χαραγμένο
αποτύπωμα ενός σανδαλιού και δίπλα αυτό ενός μικρότερου, γυμνού
πέλματος. Το πέλμα με το σανδάλι φαίνεται ότι ανήκει στον εραστή, ενώ το
μικρό, γυμνό πέλμα στον/την ερωμένο-η. Στις αγγειογραφίες οι εραστές
φορούν συνήθως σανδάλια και κυνηγούν ξυπόλυτους ερωμένους-ες» εξηγεί.
Τον στενοχωρεί όμως που η περιοχή, την οποία πιάνει συχνά ο βοριάς, έχει
μετατραπεί σε σκουπιδότοπο, λόγω και της πλημμελούς κατασκευής του
παρακείμενου ΧΥΤΑ, πράγμα που αποθαρρύνει τον επισκέπτη. «Στον δρόμο της
επιστροφής συζητάμε για την «αποανάπτυξη», για άμεση δημοκρατία,
αυτοδιαχείριση, οικολογία. Όμως, πόσο εύκολο είναι να εφαρμοστούν όλα
αυτά σε μεγάλη κλίμακα, σε πόλεις εκατομμυρίων, πώς άραγε θα
συντηρήσουμε το σημερινό επίπεδο πολιτισμού, υιοθετώντας τέτοια μοντέλα;
«Όλα μπορούν να συζητηθούν και για όλα μπορούν να βρεθούν λύσεις»
διαβεβαιώνει. «Το σίγουρο είναι ότι το σημερινό μοντέλο πολιτισμού
βρίσκεται ήδη στα όριά του. Θες ένα παράδειγμα υγιούς ανάπτυξης; Να σου
δώσω. Εδώ στη Σύρο ήρθε το1962 ένας νεαρός Ολλανδός γεωπόνος, ο Πάουλ
Κούπερς, που έμαθε στους ντόπιους πώς να στήνουν θερμοκήπια. Η Σύρος
πλούτισε από αυτό και κράτησε τους αγρότες της, δεν ακολούθησε τον
τουριστικό μονόδρομο. Οι ντόπιοι τού έστησαν, μάλιστα, προτομή να τον
τιμήσουν. Ο ίδιος έδωσε αργότερα και στην Ιεράπετρα τα φώτα του, ώσπου
σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα». Η Ελλάδα μπορεί να ορθοποδήσει, αν
επενδύσει σε μια ορθολογικά οργανωμένη αγροτική οικονομία - όχι μόνο
δεν θα πεινάσουμε αλλά θα κάνουμε κι εξαγωγές εφόσον παράγουμε προϊόντα
άριστης ποιότητας, για παράδειγμα βιολογικά, που και περιζήτητα είναι
και καλοπληρώνονται, πιστεύει.
«Αλίμονο στην πολιτεία που θα βρεθεί
χωρίς εξεγερμένους, με βωβούς, συμβιβασμένους, ταπεινωμένους πολίτες.
Μέλλει να γίνει νεκροταφείο» γράφει στους Δροσουλίτες. Πώς
αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά, εν τέλει, σήμερα ο Τέος; «Δηλώνω πάντα
αντιεξουσιαστής, οικοαντάρτης, ελευθεριακός αναρχικός, μα, προπαντός,
σκεπτόμενος άνθρωπος. Δεν ανέχομαι το άδικο, αλλά ούτε και τα
αρχηγιλίκια, μήτε τα επιδίωξα ποτέ» απαντά. Έμαθε, λέει, να δέχεται τον
καθένα και να προσπαθεί να συνδιαλέγεται μαζί του: «Να το παίζω
ανώτερος, εξυπνότερος, πρωτοπορία, υψηλή διανόηση, να κάνω τον
κουραδόμαγκα και τον καμπόσο, γιατί;» αναρωτιέται. «Πιστεύω στη
διευρυμένη δημοκρατία, που όμως για να λειτουργήσει χρειάζεται πολίτες
σκεπτόμενους και αλληλέγγυους. Καμία σχέση δηλαδή με το δικό μας
πελατειακό, ρουσφετολογικό μόρφωμα!». Τάσσεται, επίσης, ρητά κατά της
βίας, που δικαιολογεί μόνο ως έσχατη μορφή άμυνας: «Με απωθούν όλα αυτά
τα "φάτε τους", "τσακίστε τους" κ.λπ. Φοβάμαι πως όσοι τα φωνάζουν
εύκολα θα μοιάσουν σε εκείνους που κατηγορούν» λέει.
Κουβεντιάζουμε για την ενδιαφέρουσα ιστορία της νεότερης Σύρου που λατρεύει να μελετά. Τους εφοπλιστές, τους εμπόρους, τους βιομηχάνους αλλά και τους εργάτες, τους πρόσφυγες, τους καθημερινούς ανθρώπους. Αυτό τον καιρό συγγράφουν από κοινού με τη Χαρά ένα βιβλίο με κεντρικό ήρωα έναν καθηγητή μέσης εκπαίδευσης που γεννήθηκε το 1872 και πέθανε το 1971, έχοντας ζήσει μισό αιώνα στο νησί κι άλλο μισό περιπλανώμενος. «Είναι μέγα σχολείο η περιπλάνηση. κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να αφιερώνει κάποια χρόνια στη γύρα». Αλλά γιατί εκείνος, παρά τις τόσες περιπλανήσεις του, επέλεξε τελικά να μείνει στην Ελλάδα; «Μα, αγαπώ αυτό τον τόπο. Θα ήταν από τα ιδανικότερα μέρη στον πλανήτη να ζεις, αν δεν ήμασταν ως λαός τόσο συντηρητικοί και με τόση έλλειψη κοινωνικής συνείδησης!» θα πει.
Ο ίδιος, αλήθεια, ως εκπρόσωπος μιας γενιάς που αποθέωσε την αιώνια νεότητα, διακηρύττοντας ότι είναι μάταιο να ζει κανείς μετά τα 30, τι θα έλεγε σήμερα; «Ομολογώ πως αυτή η μυθολογία του "live fast, die young" με συγκινούσε κι εμένα κάποτε, αποδείχθηκε όμως ευτύχημα που δεν την υιοθέτησα. Η ζωή ποτέ δεν παύει να είναι συναρπαστική αν ξέρεις να τη ζήσεις και πουθενά δεν γράφει ότι μεγαλώνοντας θα γίνεις οπωσδήποτε συντηρητικότερος. Ένας νεότερος ίσως αποδειχθεί, εν τέλει, πιο "κατεστημένος" - όλα είναι θέμα επιλογών και προτεραιοτήτων. Μου λείπουν όμως πολύ, με στοιχειώνουν οι αγαπημένοι φίλοι που έφυγαν νωρίς. Πίκρα μεγάλη! Είχαν πολλά ακόμα να γνωρίσουν και να προσφέρουν. Τους κουβαλώ βέβαια πάντα μέσα μου, κατοικούν εντός μου, αλλά αρκεί αυτό; Γιατί να μη βρίσκονται σήμερα στην παρέα μας;».
Από τον Τέο, ευτυχώς, δεν λείπουν ποτέ οι καινούργιες φιλίες. Τσουγκρίζουμε ένα τελευταίο «εις υγείαν» με την υπόσχεση-δέσμευση να τον επισκεφτούμε πάλι, όχι επαγγελματικά αλλά για να συνεχίσουμε τις ωραίες μας κουβέντες με φόντο το Αιγαίο. Όχι Τέο, μη μας ευχαριστείς, εμείς σε ευχαριστούμε - και μαζί μας όλη εκείνη η γενιά που εξακολουθεί ν' αναζητά εκείνα τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ, αλλά που πάντα θα μας περιμένουν.
Κουβεντιάζουμε για την ενδιαφέρουσα ιστορία της νεότερης Σύρου που λατρεύει να μελετά. Τους εφοπλιστές, τους εμπόρους, τους βιομηχάνους αλλά και τους εργάτες, τους πρόσφυγες, τους καθημερινούς ανθρώπους. Αυτό τον καιρό συγγράφουν από κοινού με τη Χαρά ένα βιβλίο με κεντρικό ήρωα έναν καθηγητή μέσης εκπαίδευσης που γεννήθηκε το 1872 και πέθανε το 1971, έχοντας ζήσει μισό αιώνα στο νησί κι άλλο μισό περιπλανώμενος. «Είναι μέγα σχολείο η περιπλάνηση. κάθε άνθρωπος θα έπρεπε να αφιερώνει κάποια χρόνια στη γύρα». Αλλά γιατί εκείνος, παρά τις τόσες περιπλανήσεις του, επέλεξε τελικά να μείνει στην Ελλάδα; «Μα, αγαπώ αυτό τον τόπο. Θα ήταν από τα ιδανικότερα μέρη στον πλανήτη να ζεις, αν δεν ήμασταν ως λαός τόσο συντηρητικοί και με τόση έλλειψη κοινωνικής συνείδησης!» θα πει.
Ο ίδιος, αλήθεια, ως εκπρόσωπος μιας γενιάς που αποθέωσε την αιώνια νεότητα, διακηρύττοντας ότι είναι μάταιο να ζει κανείς μετά τα 30, τι θα έλεγε σήμερα; «Ομολογώ πως αυτή η μυθολογία του "live fast, die young" με συγκινούσε κι εμένα κάποτε, αποδείχθηκε όμως ευτύχημα που δεν την υιοθέτησα. Η ζωή ποτέ δεν παύει να είναι συναρπαστική αν ξέρεις να τη ζήσεις και πουθενά δεν γράφει ότι μεγαλώνοντας θα γίνεις οπωσδήποτε συντηρητικότερος. Ένας νεότερος ίσως αποδειχθεί, εν τέλει, πιο "κατεστημένος" - όλα είναι θέμα επιλογών και προτεραιοτήτων. Μου λείπουν όμως πολύ, με στοιχειώνουν οι αγαπημένοι φίλοι που έφυγαν νωρίς. Πίκρα μεγάλη! Είχαν πολλά ακόμα να γνωρίσουν και να προσφέρουν. Τους κουβαλώ βέβαια πάντα μέσα μου, κατοικούν εντός μου, αλλά αρκεί αυτό; Γιατί να μη βρίσκονται σήμερα στην παρέα μας;».
Από τον Τέο, ευτυχώς, δεν λείπουν ποτέ οι καινούργιες φιλίες. Τσουγκρίζουμε ένα τελευταίο «εις υγείαν» με την υπόσχεση-δέσμευση να τον επισκεφτούμε πάλι, όχι επαγγελματικά αλλά για να συνεχίσουμε τις ωραίες μας κουβέντες με φόντο το Αιγαίο. Όχι Τέο, μη μας ευχαριστείς, εμείς σε ευχαριστούμε - και μαζί μας όλη εκείνη η γενιά που εξακολουθεί ν' αναζητά εκείνα τα περάσματα που δεν βρέθηκαν ποτέ, αλλά που πάντα θα μας περιμένουν.
Περιοδικό LIFΟ, 13/11/2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου