Έκθεση του Ινστιτούτου Levy για την Ελληνική οικονομία: Στο 208% το χρέος αν συνεχιστεί η ίδια πολιτική
Μετάφραση - Παρουσίαση ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΙΣΔΑΝΙΤΗΣ*
Στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία το Οικονομικό Ινστιτούτο Levy, που συντάχθηκε από τους Δ.Β. Παπαδημητρίου, Μ. Νικηφόρο και G. Zezza, καταγράφει τις πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις και προτείνει εναλλακτικές πολιτικές εξόδου της Ελλάδας από την κρίση. Στο επίκεντρο της συλλογιστικής της έκθεσης είναι η επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και η καταπολέμηση της ανεργίας. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος, την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat για να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα των εφαρμοζόμενων πολιτικών ενώ και για τα τέσσερα εναλλακτικά σενάρια που προτείνουν για την ελληνική οικονομία προβαίνουν στην αξιολόγηση των επιπτώσεών τους μέσω του μακροοικονομικού μοντέλου LIMG (Levy Macroeconomic Model for Greece), για να καταλήξουν εν τέλη στο ποιο μείγμα πολιτικής θα ήταν το πιο ωφέλιμο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας.
Ενδεικτική για τα ευρήματα της έκθεσης είναι η πρώτη παράγραφος της εισαγωγής της στην οποία αναφέρεται: «Στις πιο πρόσφατες εξαγγελίες από τις Βρυξέλλες, την Φρανκφούρτη και το Βερολίνο διακηρύχθηκε το τέλος της κρίσης και της ύφεσης, ενώ επαινείται η Ελλάδα για το ότι επιτέλους κατάφερε να αναστρέψει την οικονομική της κατάσταση. Είναι άξιο απορίας λοιπόν το αν και κατά πόσο αυτοί που εξήγγειλαν τα παραπάνω παρακολουθούν τις πρόσφατες οικονομικές εξελίξεις και τον περιορισμό των πολιτικών επιλογών που υφίστανται στην Ελλάδα».
Στο 175% το χρέος
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αποτυχία των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα είναι θεαματική και ο στόχος της μείωσης του λόγου ΑΕΠ προς δημόσιο χρέος ευθέως πλέον παρομοιάζεται με την προσπάθεια κάποιου να πιάσει μια οφθαλμαπάτη. Αυτό είναι έκδηλο αν κανείς λάβει υπ' όψιν του ότι ο λόγος αυτός είναι στο 175%, ενώ η τιμή του ίδιου αυτού λόγου ήταν 125% στην απαρχή της οικονομικής κρίσης προ τετραετίας. Αυτή η τιμή (125%) μάλιστα υφίσταντο πριν από οποιαδήποτε «διάσωση» από τη μεριά των δανειστών και πριν από το «κούρεμα» του χρέος, το οποίο είναι και το μεγαλύτερο που έχει γίνει ποτέ στον κόσμο.
Η μάστιγα της ανεργίας
Η ανάλυση των δεδομένων για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας ξεκινάει με τη ρητή αναφορά στη «μάστιγα» της ανεργίας που έχουν επιφέρει οι πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Πιο συγκεκριμένα, τα σημαντικότερα ευρήματα αφορούν τους επισήμως καταγεγραμμένους ανέργους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά 84.128 από τον Ιανουάριο ώς τον Οκτώβριο του 2013 για να φτάσουν στο σύνολο τους 1.387.500, επίπεδο που συνιστά ιστορικό υψηλό όλων των εποχών για την Ελλάδα. Περαιτέρω και σε σχέση με τον επικοινωνιακό θόρυβο που έγινε το περασμένο καλοκαίρι αναφορικά με την αύξηση των τουριστικών ρευμάτων προς την Ελλάδα, παρατηρούν ότι στον συγκεκριμένο κλάδο οι άνθρωποι που εργάστηκαν ήταν κατά 9.300 λιγότεροι σε σχέση με το 2012.
Οι επιπτώσεις της εσωτερικής υποτίμησης
Η στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα σχετίζεται με την προσπάθεια αύξησης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και ενίσχυσης του εξαγωγικού εμπορίου μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Η υλοποίηση της ανωτέρω στρατηγικής, με βάση στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, επέφερε μειώσεις σε ονομαστικούς και πραγματικούς μισθούς της τάξεως του 23% και 27,8% αντίστοιχα από το 2010. Η εν λόγω στρατηγική κρίνεται ως αποτελεσματική σε ό,τι αφορά τις μειώσεις μισθών, ωστόσο σημειώνεται ότι δεν παρατηρήθηκε αντίστοιχη επίπτωση στο επίπεδο των τιμών. Παρ' όλα αυτά, τα αποτελέσματα σε σχέση με την προσπάθεια εξισορρόπησης του εμπορικού ισοζυγίου ήταν θετικά, καθώς το έλλειμμα μειώθηκε από 45,8 δισ. ευρώ το 2008 σε 16,9 δισ. ευρώ τον Νοέμβριο του 2013. Η μείωση αυτή βέβαια προκύπτει λόγω της ραγδαίας μείωσης των εισαγωγών κατά 18,8 δισ. ευρώ και όχι από την οριακή αύξηση των εξαγωγών κατά 2,7 δισ. ευρώ.
Μετά την ανάλυση των δεδομένων της Eurostat για το ελληνικό εμπόριο, διατυπώνεται στην έκθεση το εξής συμπέρασμα: «Η μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου όπως και η αύξηση των εξαγωγών σε καμία περίπτωση δεν προκύπτουν λόγω βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας που επιχειρήθηκε να επιτευχθεί μέσω του αποπληθωρισμού των μισθών, αλλά λόγω του ότι η εξαγωγική δραστηριότητα αφορούσε την πώληση κατά κύριο λόγο πετρελαϊκών προϊόντων σε χώρες εκτός Ευρωζώνης, σε μια περίοδο κατά την οποία η τιμή του πετρελαίου αυξανόταν και το ευρώ διατηρούσε μια ισχυρή συναλλαγματική θέση έναντι του δολαρίου». Τέλος, καταλήγουν στο ότι η αύξηση των εξαγωγών πετρελαϊκών υποπροϊόντων μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα μόνο βραχυπρόθεσμα, καθώς η χώρα καθίσταται ευάλωτη σε πιθανές διακυμάνσεις της τιμής του πετρελαίου, όπως επίσης και στο ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν μπορούν να λειτουργήσουν διεγερτικά στην κατεύθυνση της δημιουργίας θέσεων εργασίας και μεγέθυνσης της οικονομίας.
Η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας είναι ένας από τους κύριους στόχους του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της τρόικας, η οποία, ωστόσο, στοχεύει στην επίτευξη αυτού του αποτελέσματος με «εσωτερική υποτίμηση», δηλαδή με τη μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, και ελπίζοντας ότι οι χαμηλότεροι μισθοί θα επιφέρουν μειώσεις τιμών για τα ελληνικά προϊόντα και αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Μέχρι στιγμής, η ευμεγέθης μείωση των μισθών δεν έχει ακολουθηθεί από μια ανάλογη μείωση των τιμών και έχει, ως εκ τούτου, δημιουργήσει μόνον αύξηση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Δεδομένου, ότι αυτή η αύξηση δεν έχει συνοδευτεί από αντίστοιχες αυξήσεις των επενδυτικών, το καθαρό αποτέλεσμα ήταν η μαζική πτώση της εγχώριας ζήτησης.
Οι επιπτώσεις της λιτότητας
Χρησιμοποιώντας στοιχεία που δημοσιεύθηκαν ώς και το τρίτο τρίμηνο του 2013 και λαμβάνοντας υπ' όψιν όλους τους αντίστοιχους δείκτες, η έρευνα καταλήγει στο ότι οι αισιόδοξες, όπως τις χαρακτηρίζει, προβλέψεις του ΔΝΤ για επίτευξη θετικού ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας της τάξεως του 0,6 % για το 2014, μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης, είναι απίθανο να γίνουν πραγματικότητα. Επίσης, με βάση τα δεδομένα για τους διαφόρους τομείς δραστηριότητας, διαβλέπουν όντως μείωση του ελλείμματος, αλλά θεωρούν ότι η αξίωση που έχει η κυβέρνηση για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος θα αποδειχθεί ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ευσεβής πόθος, εκτός αν ληφθούν και νέα μέτρα λιτότητας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυση που γίνεται για τη μείωση των κρατικών δαπανών που αναμένεται να είναι περιορισμένη κατά 8 δισ. ευρώ το 2013 σε σχέση με το 2012. Οι μειώσεις αυτές προέρχονται κατά κύριο λόγο από περικοπές κοινωνικών παροχών (5,4 δισ. ευρώ) και μειώσεις αποζημιώσεων εργαζομένων (2,7 δισ. ευρώ). Ακόμα, οι προβλέψεις για την επίπτωση των πολιτικών λιτότητας είναι ότι τόσο η ανεργία θα συνεχίσει να έχει αυξητικές τάσεις έως και το 2015 όσο και το δημόσιο χρέος, το οποίο θα φτάσει στο 208,02% του ΑΕΠ για το έτος 2015.
Τέλος, το πρώτο μέρος της μελέτης κλείνει με την εξής ενδεικτική φράση:
«Η κυβέρνηση φαίνεται πως θα επιτύχει τους στόχους της για το έλλειμμα, αλλά ταυτόχρονα θα αποτύχει παταγωδώς στην αποκατάσταση της μεγέθυνσης και της απασχόλησης για τα επόμενα δύο χρόνια».
* Ο Θανάσης Μισδανίτης είναι οικονομολόγος, μέλος του Τμήματος Οικονομικής Πολιτικής ΣΥΡΙΖΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου