Ρατσιστικός λόγος και Ορθόδοξη Εκκλησία: Είναι η Εκκλησία ακροδεξιά;
Αλέξανδρος Σακελλαρίου
Πριν από ένα χρόνο περίπου μου ζητήθηκε να συμμετάσχω σε μια έρευνα σχετικά με τους ακροδεξιούς θύλακες στο ελληνικό κράτος συντάσσοντας ένα κείμενο για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας. Η εν λόγω έρευνα περιελάμαβανε την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, τον στρατό και την Εκκλησία, έγινε υπό τον συντονισμό του Δημήτρη Χριστόπουλου και εκδόθηκε σε βιβλίο πρόσφατα από τις εκδόσεις Νήσος με τίτλο Το ‘βαθύ κράτος’ στη σημερινή Ελλάδα και η ακροδεξιά.
Αν για όλους τους άλλους θεσμούς ήταν προφανής η επιλογή για τη διερεύνηση ακροδεξιών τάσεων, η επιλογή της Εκκλησίας προκαλεί έκπληξη σε πολλούς. Είναι η Εκκλησία ακροδεξιά; Υπάρχουν στους κόλπους της υποστηρικτές ακροδεξιών και (νεο)ναζιστικών αντιλήψεων; Διαπιστώνονται ρατσιστικές αντιλήψεις και ιδεολογίες; Δυστυχώς δεν επαρκεί ο χώρος για να αναπτυχθεί ένα τόσο ιδιαίτερο θέμα, θα αποπειραθώ, όμως, να συνοψίσω τα πιο σημαντικά σημεία."
Για να μπορούμε να κάνουμε λόγο για ακροδεξιά ιδεολογία στους κόλπους της Εκκλησίας θα πρέπει να μεταφερθούμε στον μεσοπόλεμο και κυρίως στη δικτατορία του Μεταξά, όταν δηλαδή αναδύονται και στην ελληνική κοινωνία ακροδεξιές και αυταρχικές ιδεολογίες και επικρατούν στον κρατικό μηχανισμό. Η Εκκλησία της Ελλάδας κατά τη δικτατορία του Μεταξά συνεργάστηκε με το καθεστώς και μάλιστα κατόρθωσε να επιτυγχάνει ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα για τον εαυτό της. Επί Μετάξα πέρασαν οι νόμοι για τον προσηλυτισμό και για την απαραίτητη άδεια του επιχώριου Μητροπολίτη προκειμένου να επιτραπεί η ανέγερση ναού άλλης θρησκευτικής κοινότητας. Την ίδια περίοδο ο νέος αστικός κώδικας στάλθηκε στην Εκκλησία για έγκριση και απορρίφθηκε, διότι περιελάμβανε και τον πολιτικό γάμο, ο οποίος κατά τον τότε Αρχιεπίσκοπο, Χρύσανθο, «κατεξευτελίζει το θεσμό του γάμου». Το καθεστώς αφαίρεσε τη σχετική διάταξη και ο Αρχιεπίσκοπος εγκωμίασε εν συνεχεία τον Μεταξά «ως γνήσιο τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Αν για όλους τους άλλους θεσμούς ήταν προφανής η επιλογή για τη διερεύνηση ακροδεξιών τάσεων, η επιλογή της Εκκλησίας προκαλεί έκπληξη σε πολλούς. Είναι η Εκκλησία ακροδεξιά; Υπάρχουν στους κόλπους της υποστηρικτές ακροδεξιών και (νεο)ναζιστικών αντιλήψεων; Διαπιστώνονται ρατσιστικές αντιλήψεις και ιδεολογίες; Δυστυχώς δεν επαρκεί ο χώρος για να αναπτυχθεί ένα τόσο ιδιαίτερο θέμα, θα αποπειραθώ, όμως, να συνοψίσω τα πιο σημαντικά σημεία."
Για να μπορούμε να κάνουμε λόγο για ακροδεξιά ιδεολογία στους κόλπους της Εκκλησίας θα πρέπει να μεταφερθούμε στον μεσοπόλεμο και κυρίως στη δικτατορία του Μεταξά, όταν δηλαδή αναδύονται και στην ελληνική κοινωνία ακροδεξιές και αυταρχικές ιδεολογίες και επικρατούν στον κρατικό μηχανισμό. Η Εκκλησία της Ελλάδας κατά τη δικτατορία του Μεταξά συνεργάστηκε με το καθεστώς και μάλιστα κατόρθωσε να επιτυγχάνει ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα για τον εαυτό της. Επί Μετάξα πέρασαν οι νόμοι για τον προσηλυτισμό και για την απαραίτητη άδεια του επιχώριου Μητροπολίτη προκειμένου να επιτραπεί η ανέγερση ναού άλλης θρησκευτικής κοινότητας. Την ίδια περίοδο ο νέος αστικός κώδικας στάλθηκε στην Εκκλησία για έγκριση και απορρίφθηκε, διότι περιελάμβανε και τον πολιτικό γάμο, ο οποίος κατά τον τότε Αρχιεπίσκοπο, Χρύσανθο, «κατεξευτελίζει το θεσμό του γάμου». Το καθεστώς αφαίρεσε τη σχετική διάταξη και ο Αρχιεπίσκοπος εγκωμίασε εν συνεχεία τον Μεταξά «ως γνήσιο τέκνο της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Αλλά και κατά τη διάρκεια της χούντας η συνύπαρξη των δύο θεσμών ήταν ακόμα πιο αρμονική. Ο νέος καταστατικός χάρτης που πέρασε η δικτατορία, χρόνιο αίτημα της Εκκλησίας, αποτέλεσε την ευκαιρία για να υμνηθεί ο Γ.Παπαδόπουλος για την προσφορά του στην Ορθοδοξία, ενώ επιπλέον οι μισθοί των ιερέων εξισώθηκαν με των δημοσιών υπαλλήλων. Παράλληλα, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος λάμβανε μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις της δικτατορίας στο Παναθηναϊκό Στάδιο, στην Ακαδημία Αθηνών και στη Μητρόπολη, ενώ τίμησε τον Γ.Παπαδόπουλο για την προσφορά του στην Ορθοδοξία με τον Μεγαλόσταυρο του τάγματος του Απ.Παύλου. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά για την κοινή συνύπαρξη δικτατορίας και Εκκλησίας. Εκείνο που χρειάζεται να προσεχθεί, όμως, είναι ότι αυτή η συνεργασία, η οποία σύμφωνα με τους ίδιους τους ιεράρχες έγινε για το καλό της Εκκλησίας, δεν συνεπάγεται ότι όλοι οι ιερείς ήταν υποστηρικτές των δικτατόρων. Πάντα και παντού υπάρχουν εξαιρέσεις, αλλά δυστυχώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα και συνήθως οι εν λόγω φωνές χάνονται από την ισχύ των υπολοίπων, των πολλών ή και των ισχυρών.
Που εντοπίζεται, όμως, η σχέση της Εκκλησίας ή ορθότερα μέρους της Εκκλησίας με την ακροδεξιά στα νεότερα χρόνια; Κρίσιμο σημείο είναι η εκλογή στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο του τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος, Χριστόδουλου, ο οποίος είχε διατελέσει γραμματέας της Συνόδου κατά τη διάρκεια της χούντας και εκλέχθηκε Μητροπολίτης λίγες μέρες πριν την πτώση της, τον Ιούλιο του 1974, ενώ πριν εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος συμμετείχε σε εκδηλώσεις της ακροδεξιάς εφημερίδας Ο Στόχος. Η δεκαετία που διήρκεσε η θητεία του χαρακτηρίστηκε από τη δυναμική είσοδο της Εκκλησίας στο πεδίο της επικοινωνίας με συνεχείς παρεμβάσεις επί πολιτικών, αλλά και εθνικών ιδίως θεμάτων. Στο ιδεολογικό επίπεδο το κυρίαρχο πρόταγμα ήταν η απειλή που επικρέμαται πάνω από το ελληνικό έθνος ή μάλλον γένος, λόγω της παγκοσμιοποίησης, της Νέας Εποχής και του θρησκευτικού συγκρητισμού. Επιπλέον, η Δύση εκλαμβανόταν ως μια παρηκμασμένη οντότητα που απειλεί να διαφθείρει και την καθ’ ημάς Ανατολή και συνεπώς εφιστάτο η προσοχή όλων. Νωρίτερα, βέβαια, το «Μακεδονικό ζήτημα» τη δεκαετία του 1990 είχε ήδη συμβάλλει στην καλλιέργεια του εθνικισμού τόσο εντός της Εκκλησίας όσο και συνολικά στην ελληνική κοινωνία με τις περίφημες λαοσυνάξεις, οι οποίες επαναλήφθηκαν μερικά χρόνια αργότερα για το ζητήμα της αφαίρεσης του θρησκεύματος από τις αστυνομικές ταυτότητες. Και στις δύο περιπτώσεις η Εκκλησία διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Παρά το γεγονός ότι ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος δεν ακολούθησε τα βήματα του προκατόχου του, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα ότι ο ρατσιστικός λόγος και η ακροδεξιά ιδεολογία έχουν παρεισφρήσει στους κόλπους της Εκκλησίας. Ως προς το πρακτικό επίπεδο χαρακτηριστική παραμένει η κοινή υποβολή μήνυσης για βλασφημία από τον Μητροπολίτη Πειραιά, Σεραφείμ, με βουλευτές της Χρυσής Αυγής εναντίον του θεατρικού έργου Corpus Christi το 2012, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ιερείς της Εκκλησίας συμμετέχουν στα εγκαίνια των γραφείων της Χρυσής Αυγής και εγκωμιάζουν το έργο της. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και Μητροπολίτες, όπως του Πειραιά, έστω κι αν στην πορεία διέρρηξε κάθε σχέση με τη Χρυσή Αυγή και πλέον συγκρούεται ανοιχτά μαζί της, των Καλβρύτων, αλλά της Κόνιτσας.
Εκτός, όμως, από τα παραπάνω στοιχεία, ενδεχομένως περισσότερο επικίνδυνη, διότι δηλητηριάζει την ελληνική κοινωνία, είναι η εκφορά ενός ιδιαζόντως ρατσιστικού λόγου, ο οποίος εκτείνεται σε τρεις βασικούς άξονες: Το Ισλάμ, τους Εβραίους και του ομοφυλόφιλους. Το Ισλάμ, όπως έχει συμβεί και σε άλλες δυτικές κοινωνίες αποτελεί την κατεξοχήν απειλή και τον κύριο στόχο. Χαρακτηρίζεται δημοσίως ως ανθρωποπαθές κατασκεύασμα, καταστροφική λατρεία που αντίκειται στο Σύνταγμα, ο Μωάμεθ αποκαλείται ψευδοπροφήτης, κ.ο.κ., ενώ τονίζεται διαρκώς ο βίαιος και επικίνδυνος χαρακτήρας του. Οι Εβραίοι από την άλλη πλευρά ανέκαθεν αποτελούσαν στόχο της Εκκλησίας ακόμα και σε βιβλία, όπως του Μητροπολίτη Κορίνθου, Παντελεήμονα, το 1984, στο οποίο οι Εβραίοι κατηγορούνται σχεδόν για όλα τα δεινά του ελληνικού έθνους. Μάλιστα ο Μητροπολίτης Πειραιά, Σεραφείμ, σε συνέντευξή του έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι ο Χίτλερ ήταν όργανο του παγκόσμιου σιωνισμού προκειμένου να αποκτήσουν οι Εβραίοι το δικό τους κράτος. Τέλος, η ομοφυλοφιλία, ως κουσούρι και ψυχοπαθολογική έκφραση, αποτελεί τον τρίτο σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα του ρατσιστικού λόγου της Εκκλησίας. Ο χώρος δεν επαρκεί για να προστεθούν και άλλες αναφορές, π.χ. για τους Καθολικούς ή τους Ευαγγελικούς και άλλες θρησκευτικές ομάδες, οι οποίες συχνά επίσης αντιμετωπίζονται με μειωτικό και ρατσιστικό τρόπο. Ας υπογραμμιστεί σε αυτό το σημείο ότι ο ρατσιστικός λόγος της Εκκλησίας δεν είναι τόσο βιολογικός, όσο πολιτισμικός. Με άλλα λόγια δεν τονίζεται η βιολογική κατωτερότητα ανθρώπων και ομάδων, αλλά κυρίως η πολιτισμική τους κατωτερότητα, σε σχέση με την Ορθόδοξη θρησκεία και το ελληνικό έθνος.
Με βάση τα όσα, έστω και συνοπτικά, προαναφέρθηκαν το ερώτημα εάν υπάρχουν ακροδεξιές και ρατσιστικές αντιλήψεις στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας παύει να είναι ερώτημα. Γιατί, όμως, κάποιοι Μητροπολίτες εκφράζουν χωρίς αίσθηση αυτολογοκρισίας ακροδεξιές και ρατσιστικές αντιλήψεις; Γιατί έφτασαν να υποστηρίζουν ως και τη Χρυσή Αυγή; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί εύκολα, αν και γενικά μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι, όπως όλοι οι Έλληνες και οι ιερείς έχουν τις προτιμήσεις τους. Το βασικό πρόβλημα δεν είναι τόσο αυτό, όσο το κεκτημένο δικαίωμα στις συνειδήσεις αξιωματούχων μιας κρατικής Εκκλησίας να εκφέρουν γνώμη για όλα, με το ύφος που επιθυμούν, το οποίο ερείδεται και στο γεγονός της ισόβιας παρουσίας τους στο αξίωμά τους, αν και κρατικοί υπάλληλοι. Το δυσάρεστο είναι ότι δεν έχουν συναίσθηση τι μπορεί να λέγεται δημοσίως και τι όχι και αυτή η έλλειψη συναίσθησης ή ίσως ακριβώς η αντίληψη ότι μπορούν εκ θέσεως να εκφράζονται κατά τρόπο που κανείς άλλος θεσμικός παράγοντας δεν θα τολμούσε να το κάνει αποτελεί και το πιο επικίνδυνο σημείο, από τη στιγμή που η Εκκλησία εξακολουθεί να διαθέτει ένα ευάριθμο ακροατήριο ευεπίφορο και λόγω κοινωνικών συνθηκών στο δηλητήριο του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της ακροδεξιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου