Αξιολόγηση: κλειδί για τη βελτίωση της εκπαίδευσης ή μοχλός αποδόμησης και υποταγής;
Αριστομένης Συγγελάκης & Κώστας Θεριανός
«Δεν έχετε εκπαιδευτικά προβλήματα. Έχετε οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντανακλώνται στην εκπαίδευση». Πάουλο Φρέιρε
Τα τελευταία χρόνια ο κυρίαρχος, νεοφιλελεύθερος, πολιτικός λόγος έχει εστιάσει στην αξιολόγηση σαν πανάκεια για την αναβάθμιση του δημόσιου τομέα. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιολόγηση του προσωπικού στην εκπαίδευση και την υγεία θεωρείται βασική μεταρρύθμιση για την βελτίωση των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους. Όμως, ενόσω ο δημόσιος τομέας και το κοινωνικό κράτος «μεταρρυθμίζονται», η κατάσταση έχει γίνει δραματική: σχολεία με πρωτοφανείς ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, γραφειοκρατικό φόρτο και μαθητές χτυπημένους από την κρίση και αβεβαιότητα για το μέλλον∙ πανεπιστήμια υπό κατάρρευση – έρμαια της αγοράς, λόγω της εξοργιστικής περικοπής της χρηματοδότησης∙ νοσοκομεία χωρίς προσωπικό και υλικά, με τους ασθενείς να συμμετέχουν στο κόστος της περίθαλψής τους και τους ανασφάλιστους ουσιαστικά αποκλεισμένους από το ΕΣΥ. Ακόμα και κάποιες, ελάχιστες, θετικές αλλαγές θάφτηκαν κάτω από το βάρος της μνημονιακής επίθεσης, που στοχεύει στην αποδόμηση του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού κράτους και την παράδοση των κρίσιμων λειτουργιών τους σε επιχειρηματικά συμφέροντα.
Την ίδια ώρα, και χωρίς να ληφθούν τα παραπάνω υπόψη, η σημασία της αξιολόγησης υπερτονίζεται, ενώ παραβλέπονται άλλες πιο σημαντικές πτυχές, όπως η χρηματοδότηση, η επάρκεια σε προσωπικό, οι νέες τεχνολογίες, η συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη των αποφάσεων, οι στοχευμένες παρεμβάσεις σε περιοχές και κλάδους με ιδιαίτερα προβλήματα. Το «παράδοξο» είναι ότι αυτοί που κόπτονται για την άρον άρον αξιολόγηση στο Δημόσιο έχουν ήδη προεξοφλήσει την αναποτελεσματικότητά του προς όφελος του ιδιωτικού τομέα και της επιχειρηματικής δράσης. Σε κάθε περίπτωση, η προωθούμενη αξιολόγηση του προσωπικού στο Δημόσιο αποτελεί όχημα αυταρχικού και πελατειακού ελέγχου, απολύσεων, ιδιωτικοποίησης.
Εστιάζοντας στο εκπαιδευτικό σύστημα, το μοντέλο αξιολόγησης που επέλεξε να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση είναι πιο ήπιο από τα μοντέλα αξιολόγησης που εφαρμόστηκαν σε άλλες χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία) και τα οποία είχαν ως βασική παράμετρο την επίδοση του μαθητή. Όμως, η αρχική ηπιότητα του μοντέλου δεν πρέπει να παραπλανεί ως προς τον πραγματικό του σκοπό. Και στις χώρες που προαναφέρθηκαν, τα μοντέλα αξιολόγησης ξεκίνησαν ήπια. Στην πορεία εισήχθηκε η παράμετρος «επίδοση του μαθητή» με τρόπο που να αγνοείται σχεδόν πλήρως το κοινωνικό περιβάλλον του σχολείου και η κοινωνική προέλευση των μαθητών (μορφωτικό κεφάλαιο της οικογένειας του μαθητή, σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού). Άλλωστε και ο Πρωθυπουργός κ. Σαμαράς σε πρόσφατες δηλώσεις του ανέφερε ότι η επίδοση των μαθητών θα πρέπει να είναι βασικός δείκτης αποτίμησης της ποιότητας της διδασκαλίας των εκπαιδευτικών στα σχολεία (Καθημερινή, 16/11/14). Μια αξιολόγηση, όμως, που εστιάζει στον εκπαιδευτικό αγνοώντας τον κοινωνικό περίγυρο του σχολείου, καταλήγει να ενοχοποιεί τον εκπαιδευτικό σαν μοναδικό υπεύθυνο της επίδοσης του μαθητή αφήνοντας στο απυρόβλητο τους οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτιστικούς και πολιτικούς παράγοντες που επιδρούν στην επίδοση.
Όμως, τι εξυπηρετεί τελικά η αξιολόγηση σε ένα σχολείο με εξουθενωμένους εκπαιδευτικούς και σκληρά δοκιμαζόμενους μαθητές, χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα (τάξεις υποδοχής, τμήματα ενισχυτικής διδασκαλίας κτλ.) και χωρίς καμία ιδιαίτερη φροντίδα για περιοχές με τραγικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα; Η αξιολόγηση, που ξεκίνησε από τους σχολικούς συμβούλους και τους διευθυντές σχολείων, υπηρετεί τον πειθαναγκασμό και την υποταγή των στελεχών της εκπαίδευσης σε συγκεκριμένες νόρμες και πολιτικές, χωρίς να επιτρέπεται η οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτές. Η αξιολόγηση συγκροτεί έναν Πανοπτισμό – όπως τον όρισε ο Φουκώ – ο οποίος σε συνδυασμό με το νέο Πειθαρχικό Δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων αυξάνει τον εσωτερικό έλεγχο του σχολείου. Ο έλεγχος αυτός μοιραία θα μεταφερθεί άμεσα και στους εκπαιδευτικούς προκειμένου να ελεγχθεί όχι το πόσο καλά διδάσκουν, αλλά ποιο είναι το περιεχόμενο των όσων διδάσκουν και ο τρόπος με τον οποίο διδάσκουν. Κριτικά ερωτήματα προς τους μαθητές, διαφοροποιήσεις στη διδασκαλία ανάλογα με την κοινωνική σύνθεση της τάξης θα μετατραπούν σε «επικίνδυνα μονοπάτια» για τον εκπαιδευτικό που θα τα ακολουθήσει, καθώς θα είναι εκτός θεσμοθετημένων νορμών.
Η κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να αλλάξει άμεσα την ατζέντα της εκπαίδευσης. Να δείξει ιδιαίτερη φροντίδα για τα σχολεία, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, αντιμετωπίζοντας τα ζωτικά προβλήματα που έχει συσσωρεύσει η μνημονιακή πολιτική. Να ανοίξει τα σχολεία στις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, να τα συνδέσει με την ιστορία του τόπου μας και την κοινωνική διαπάλη για ένα καλύτερο αύριο. Στο πλαίσιο αυτό, η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού δεν αποτελεί κυρίαρχη προτεραιότητα και σε κάθε περίπτωση πρέπει να αλλάξει χαρακτήρα ώστε να στοχεύσει στην ανάδειξη και επίλυση των προβλημάτων της εκπαίδευσης.
Η ανάδειξη του δημόσιου τομέα και του κοινωνικού κράτους σε στρατηγικό πυλώνα της παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και προϋπόθεση για την εθνική ανεξαρτησία αποτελεί καίριο χτύπημα στην ιδεολογία και πρακτική του νεοφιλελευθερισμού. Μια τέτοια επιλογή απαιτεί σύγκρουση με την ντόπια οικονομική ελίτ αλλά και την κυρίαρχη πολιτική της Ε.Ε., που έχει ρίξει τους ευρωπαϊκούς λαούς σε ισόβια λιτότητα. Αξίζει όμως τον κόπο, καθώς θα σημάνει την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης της Αριστεράς για μια άλλη πορεία στην Ελλάδα και την Ευρώπη, προς όφελος των λαών και των πολιτών.
*Αριστομένης Συγγελάκης, Οδοντίατρος, Πολιτικός & Διοικητικός Επιστήμων, Διδάκτωρ Κοινωνικής Οδοντιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών.
*Κώστας Θεριανός, Εκπαιδευτικός, Διδάκτωρ Επιστημών της Αγωγής Πανεπιστημίου Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου