Εκλογές χωρίς συνέδριο, κυβέρνηση χωρίς κόμμα
Χ. Γεωργούλας, Π. Κλαυδιανός
Πάμε για εκλογές λοιπόν. Το αποφάσισε το κυβερνητικό επιτελείο και το ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός. Η αιτιολόγηση έχει δύο σκέλη: πρώτον, έπρεπε η κυβέρνηση να ζητήσει νέα λαϊκή νομιμοποίηση, καθώς άλλη λαϊκή εντολή είχε λάβει και ήδη άλλη πολιτική εφαρμόζει, δεύτερον, δεν μπορούσε να συνεχιστεί το θεσμικό παράδοξο και επικίνδυνο ενδεχομένως να προχωρεί η κυβέρνηση νομοθετώντας στηριγμένη όχι στις ψήφους των βουλευτών της συμπολίτευσης, αλλά της αντιπολίτευσης.
Λογικό ακούγεται. Γιατί, όμως, έπρεπε η προκήρυξη άμεσων εκλογών να ματαιώσει, χωρίς οποιαδήποτε συζήτηση σε κάποιο κομματικό όργανο, μια άλλη συλλογική απόφαση, της ΚΕ, που είχε ληφθεί πρόσφατα λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια πιο πάνω δεδομένα, η οποία προέβλεπε έκτακτο συνέδριο μέσα στον Σεπτέμβριο;
Κατά τη γνώμη μας, η επιλογή της άμεσης προκήρυξης εκλογών δεν είναι αναγκαστική, επιβαλλόμενη εκ των πραγμάτων. Είναι πολιτική επιλογή που ακυρώνει τελικά, με όποια πρόθεση κι αν πούμε ότι γίνεται, τη δυνατότητα των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ να συζητήσουν συγκροτημένα και με συναίσθηση της ευθύνης τη νέα στρατηγική που χρειάζεται να επεξεργαστούμε στις νέες εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Βαθύτατα λανθασμένη επιλογή
Η επιλογή αυτή είναι βαθύτατα λανθασμένη για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί εκλογές χωρίς να προηγηθεί συνεδριακή διαδικασία, σημαίνουν εκλογές με βάση μια απολογητική τής συμφωνίας με τους δανειστές, όπως φάνηκε και από το τηλεοπτικό μήνυμα του πρωθυπουργού, που απομακρύνεται από άλλες εντελώς πρόσφατες τοποθετήσεις του, οι οποίες δεν απέκρυβαν την ήττα και τη συμφωνία υπό εκβιασμό, παραδοχή που ταυτόχρονα γινόταν αφετηρία της προσπάθειας απεγκλωβισμού. Καθώς το σύνολο του κόμματος δεν θα έχει σκεφθεί και δεν θα έχει καταλήξει σε μια νέα στρατηγική, η εκλογική διαδικασία, ανεξάρτητα από προθέσεις και ανεξάρτητα από το όποιο πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα, θα βιωθεί σαν «οικειοποίηση» του μνημονίου, εφόσον δεν θα έχει συζητηθεί και προταθεί στο εκλογικό σώμα μια νέα στρατηγική απεγκλωβισμού, απεμπλοκής από τους καταναγκασμούς του, με σαφή και διακριτό ρόλο των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιό της, σε μόνιμη επικοινωνία με τα κινήματα.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγηθεί σε μια κρίσιμη εκλογική μάχη, χωρίς να έχει προηγούμενα συζητήσει και αποφασίσει συνειδητά και δημοκρατικά το νέο ρόλο του, τα νέα καθήκοντά του στις νέες συνθήκες, τη σχέση του με την κυβέρνηση, με τα κινήματα, τις δυνατότητες ανάπτυξης μιας νέου τύπου πολιτικής και κοινωνικής δράσης, που συναρθρώνεται με πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά δεν περιορίζεται ούτε ταυτίζεται με το σύνολό της. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση θα είμαστε όλοι αναγκασμένοι να λειτουργήσουμε στις εκλογές σαν κακός εκλογικός μηχανισμός, ανεπαρκής και ανέμπνευστος. Σαν ένας ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ψυχή και προοπτική. Τώρα, μετά και τη συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας, o κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πολύ περισσότερο να συζητήσει και να φροντίσει για την ενότητα, το ηθικό και την ετοιμότητά του μπροστά στην εκλογική μάχη.
Αδιαφορία για την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ;
Αν επιχειρήσουμε μια τέτοια ουσιαστική συζήτηση μετά τις εκλογές, πράγμα απίθανο γιατί όλα θα επικαθορίζονται από το εκλογικό αποτέλεσμα, που θα προκαταλαμβάνει την όποια συνεδριακή διαδικασία, θα το κάνουμε ευνουχισμένοι, δηλαδή αναποτελεσματικά. Υπάρχει, ωστόσο, και η χειρότερη εκδοχή, να εμπλακούμε σε μια διαλυτική για την υπόσταση και την ουσία του ΣΥΡΙΖΑ διαδικασία, καθώς τη θέση των επιχειρημάτων και της λογικής θα έχουν καταλάβει τα συνθήματα και η οπαδοποίηση, ανάλογα με το αποτέλεσμα της κάλπης. Ολα αυτά ισχύουν στο πολλαπλάσιο στην περίπτωση που η κάλπη δεν δίνει αυτοδυναμία στη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ανοίξει, χωρίς οποιαδήποτε συλλογική προετοιμασία, η αναζήτηση και άλλων συμμάχων από το υπάρχον και γνωστό σε όλους μας πολιτικό δυναμικό...
Το λιγότερο που μπορεί, τελικά, να διαπιστωθεί από την κριτική προσέγγιση της επιλογής των εκλογών πριν από το συνέδριο που είχε προαποφασιστεί, είναι η ουσιαστική αδιαφορία για την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ, για τη γνώμη, τις διαθέσεις και τη διαθεσιμότητα των μελών του και των φίλων του. Για το αξιόμαχό του, δηλαδή, στις νέες συνθήκες. Κάθε πολιτική ηγεσία μπορεί να κάνει με το κόμμα της τα πάντα, μόνο να το αγνοήσει δεν επιτρέπεται. Γιατί ένα κομματικό σώμα που αγνοείται, παύει να υπάρχει. Και η ανυπαρξία του καθιστά την ηγεσία χωρίς νόημα, ακόμη και αν αυτό χρειαστεί λίγο χρόνο για να φανεί. Για όποιον αμφιβάλλει προτείνεται, ως αποτελεσματική προληπτική θεραπεία, η προσεκτική μελέτη της αποκαρδιωτικής εξέλιξης ιστορικών κομμάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα. Αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ, που μόνο με πρωτότυπο, εμπνευσμένο, κινηματικό και πολύμορφο τρόπο μπορεί να αντιμετωπίσει τις δύσκολες, σχεδόν απαγορευτικές για την αριστερά, σημερινές αντικειμενικές συνθήκες.
Η βλάβη μπορεί και πρέπει να προληφθεί και να διορθωθεί. Να συγκληθεί άμεσα ένα αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικά νομιμοποιημένο κομματικό σώμα, που να ενεργοποιεί μέλη και φίλους που εμπλέκονται με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και εκφέρουν γνώμη γι’ αυτά, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζονται για την εκλογική μάχη.
Επιφανειακή ή ουσιαστική αντιπαράθεση;
Η σοβαρή βλάβη, όμως, ενός κύριου φυσιογνωμικού χαρακτηριστικού του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή της θεσμοθετημένης δημιουργικής συνύπαρξης διαφορετικών ρευμάτων και τάσεων, έχει ήδη συντελεστεί με τη δημιουργία της Λαικής Ενότητας από τους διαφωνούντες συντρόφισσες και συντρόφους.
Τα ηγετικά πρόσωπα αυτής της τάσης που τώρα διασπά τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι αλήθεια ότι δεν έχουν να επιδείξουν παρά ελάχιστη συμβολή σ’ αυτό που, όχι μόνο εμείς στην Ελλάδα αλλά ιδίως στο εξωτερικό, σπουδαίοι θεωρητικοί, στελέχη της Αριστεράς και κινηματικοί ακτιβιστές παρακολουθούσαν και μελετούσαν ως φαινόμενο. Την ανάδυση, δηλαδή, ενός αριστερού κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ – που αναδείχθηκε στην κυβέρνηση – το οποίο μπορεί να αποδειχθεί πρωτότυπη συμβολή στη δύσκολη διαδικασία μορφοποίησης του αριστερού κόμματος του 21ού αιώνα.
Με τη μονόχορδη οπτική τους για όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και την Ευρώπη, που ωθούσε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση ενός, κυρίως, αντιμνημονιακού κόμματος και όχι ολοκληρωμένα και σύνθετα αριστερού πολιτικού οργανισμού, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια θέση που τους οδήγησε, τελικά, στη χωριστική ύπαρξη. Στη μέγιστη, με ιστορικούς όρους, βλάβη του κόμματος, της ανανεωτικής, κινηματικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ασφαλώς, λειτούργησαν κι άλλα στοιχεία, όπως η τακτική του «κόμματος μέσα στο κόμμα», η αδυναμία σύνθεσης (για μερικούς της Αριστερής Πλατφόρμας αυτό ήταν και «πρόνοια») κ.ά. Το αναφομοίωτο ιδεολογικών χαρακτηριστικών του κόμματος, όπως ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό – θα ήταν πολυτέλεια να μιλήσουμε και για άλλες ρίζες του κόμματος, όπως η ανανεωτική κομμουνιστική και ευρύτερη αριστερά, όρος που ουδέποτε ακούστηκε από τα χείλη ηγετικών στελεχών της τάσης, όπως και άλλες του κριτικού μαρξισμού.
Η σημασία της έννοιας της αυτονομίας ως προς το ρόλο και τη δράση των κινημάτων είναι ένα ακόμη σημείο που έμενε ακατανόητο. Έτσι, σήμερα που «η κυβέρνηση είναι μνημονιακή», όπως αποφαίνονται, θεωρούν ότι δεν υπάρχει θεραπεία, ούτε το κόμμα ούτε το κίνημα μπορούν να παίζουν τον σχετικά αυτοτελή επανορθωτικό ρόλο τους. Γι’ αυτό και ο σ. Π. Λαφαζάνης είπε «δεν πρέπει να καταστρέψει το κόμμα η κυβέρνηση». Δεν μπορούσε, προφανώς, να σκεφθεί το αντίθετο, δηλαδή το κίνημα και το κόμμα με την αυτονομία τους – σε συνάρτηση με την κυβέρνηση – να σώσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς. Εξάλλου, στους έξι μήνες συμμετοχής της Αριστερής Πλατφόρμας στην κυβέρνηση, τα στελέχη της δεν χρειάστηκαν πουθενά να προσφύγουν στο κόμμα και ιδίως στο κίνημα, το ίδιο με τα στελέχη του ηγετικού πυρήνα. Στο Μαξίμου και τα υπουργεία κινούνταν. Ούτε ήταν σχήμα λόγου, παρά τις τακτικές, όπως αποδείχθηκε, διορθώσεις, η φράση «δεν είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε». Ήταν βαθύτατα ιδεολογική άποψη, που, δυστυχώς, πληρώνουμε τώρα όλοι.
Μέσα στο άπλετο φως της δημοσιότητας που κινείται τώρα η Λαική Ενότητα, δηλαδή οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι που παλέψαμε μαζί σκληρά για να εκκινήσει και σταθεροποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ – όχι όσες/οι προσήλθαν όταν διέκριναν έτοιμες θέσεις – δεν θα πρέπει να ξεγελαστούμε και να νομίσουμε ότι έχουμε ξεμπλέξει με την ιστορία. Αναλαμβάνουμε την ευθύνη της πρόκλησης μιας βαθειάς ουλής στο σώμα της Αριστεράς, που θα απασχολήσει πολλούς και τώρα και στο μέλλον.
Λογικό ακούγεται. Γιατί, όμως, έπρεπε η προκήρυξη άμεσων εκλογών να ματαιώσει, χωρίς οποιαδήποτε συζήτηση σε κάποιο κομματικό όργανο, μια άλλη συλλογική απόφαση, της ΚΕ, που είχε ληφθεί πρόσφατα λαμβάνοντας υπόψη τα ίδια πιο πάνω δεδομένα, η οποία προέβλεπε έκτακτο συνέδριο μέσα στον Σεπτέμβριο;
Κατά τη γνώμη μας, η επιλογή της άμεσης προκήρυξης εκλογών δεν είναι αναγκαστική, επιβαλλόμενη εκ των πραγμάτων. Είναι πολιτική επιλογή που ακυρώνει τελικά, με όποια πρόθεση κι αν πούμε ότι γίνεται, τη δυνατότητα των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ να συζητήσουν συγκροτημένα και με συναίσθηση της ευθύνης τη νέα στρατηγική που χρειάζεται να επεξεργαστούμε στις νέες εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Βαθύτατα λανθασμένη επιλογή
Η επιλογή αυτή είναι βαθύτατα λανθασμένη για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί εκλογές χωρίς να προηγηθεί συνεδριακή διαδικασία, σημαίνουν εκλογές με βάση μια απολογητική τής συμφωνίας με τους δανειστές, όπως φάνηκε και από το τηλεοπτικό μήνυμα του πρωθυπουργού, που απομακρύνεται από άλλες εντελώς πρόσφατες τοποθετήσεις του, οι οποίες δεν απέκρυβαν την ήττα και τη συμφωνία υπό εκβιασμό, παραδοχή που ταυτόχρονα γινόταν αφετηρία της προσπάθειας απεγκλωβισμού. Καθώς το σύνολο του κόμματος δεν θα έχει σκεφθεί και δεν θα έχει καταλήξει σε μια νέα στρατηγική, η εκλογική διαδικασία, ανεξάρτητα από προθέσεις και ανεξάρτητα από το όποιο πιθανό εκλογικό αποτέλεσμα, θα βιωθεί σαν «οικειοποίηση» του μνημονίου, εφόσον δεν θα έχει συζητηθεί και προταθεί στο εκλογικό σώμα μια νέα στρατηγική απεγκλωβισμού, απεμπλοκής από τους καταναγκασμούς του, με σαφή και διακριτό ρόλο των μελών και των οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιό της, σε μόνιμη επικοινωνία με τα κινήματα.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ θα οδηγηθεί σε μια κρίσιμη εκλογική μάχη, χωρίς να έχει προηγούμενα συζητήσει και αποφασίσει συνειδητά και δημοκρατικά το νέο ρόλο του, τα νέα καθήκοντά του στις νέες συνθήκες, τη σχέση του με την κυβέρνηση, με τα κινήματα, τις δυνατότητες ανάπτυξης μιας νέου τύπου πολιτικής και κοινωνικής δράσης, που συναρθρώνεται με πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά δεν περιορίζεται ούτε ταυτίζεται με το σύνολό της. Χωρίς αυτή την προϋπόθεση θα είμαστε όλοι αναγκασμένοι να λειτουργήσουμε στις εκλογές σαν κακός εκλογικός μηχανισμός, ανεπαρκής και ανέμπνευστος. Σαν ένας ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ψυχή και προοπτική. Τώρα, μετά και τη συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας, o κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται πολύ περισσότερο να συζητήσει και να φροντίσει για την ενότητα, το ηθικό και την ετοιμότητά του μπροστά στην εκλογική μάχη.
Αδιαφορία για την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ;
Αν επιχειρήσουμε μια τέτοια ουσιαστική συζήτηση μετά τις εκλογές, πράγμα απίθανο γιατί όλα θα επικαθορίζονται από το εκλογικό αποτέλεσμα, που θα προκαταλαμβάνει την όποια συνεδριακή διαδικασία, θα το κάνουμε ευνουχισμένοι, δηλαδή αναποτελεσματικά. Υπάρχει, ωστόσο, και η χειρότερη εκδοχή, να εμπλακούμε σε μια διαλυτική για την υπόσταση και την ουσία του ΣΥΡΙΖΑ διαδικασία, καθώς τη θέση των επιχειρημάτων και της λογικής θα έχουν καταλάβει τα συνθήματα και η οπαδοποίηση, ανάλογα με το αποτέλεσμα της κάλπης. Ολα αυτά ισχύουν στο πολλαπλάσιο στην περίπτωση που η κάλπη δεν δίνει αυτοδυναμία στη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ανοίξει, χωρίς οποιαδήποτε συλλογική προετοιμασία, η αναζήτηση και άλλων συμμάχων από το υπάρχον και γνωστό σε όλους μας πολιτικό δυναμικό...
Το λιγότερο που μπορεί, τελικά, να διαπιστωθεί από την κριτική προσέγγιση της επιλογής των εκλογών πριν από το συνέδριο που είχε προαποφασιστεί, είναι η ουσιαστική αδιαφορία για την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ, για τη γνώμη, τις διαθέσεις και τη διαθεσιμότητα των μελών του και των φίλων του. Για το αξιόμαχό του, δηλαδή, στις νέες συνθήκες. Κάθε πολιτική ηγεσία μπορεί να κάνει με το κόμμα της τα πάντα, μόνο να το αγνοήσει δεν επιτρέπεται. Γιατί ένα κομματικό σώμα που αγνοείται, παύει να υπάρχει. Και η ανυπαρξία του καθιστά την ηγεσία χωρίς νόημα, ακόμη και αν αυτό χρειαστεί λίγο χρόνο για να φανεί. Για όποιον αμφιβάλλει προτείνεται, ως αποτελεσματική προληπτική θεραπεία, η προσεκτική μελέτη της αποκαρδιωτικής εξέλιξης ιστορικών κομμάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα. Αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ, που μόνο με πρωτότυπο, εμπνευσμένο, κινηματικό και πολύμορφο τρόπο μπορεί να αντιμετωπίσει τις δύσκολες, σχεδόν απαγορευτικές για την αριστερά, σημερινές αντικειμενικές συνθήκες.
Η βλάβη μπορεί και πρέπει να προληφθεί και να διορθωθεί. Να συγκληθεί άμεσα ένα αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικά νομιμοποιημένο κομματικό σώμα, που να ενεργοποιεί μέλη και φίλους που εμπλέκονται με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε και εκφέρουν γνώμη γι’ αυτά, ενώ ταυτόχρονα προετοιμάζονται για την εκλογική μάχη.
Επιφανειακή ή ουσιαστική αντιπαράθεση;
Η σοβαρή βλάβη, όμως, ενός κύριου φυσιογνωμικού χαρακτηριστικού του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή της θεσμοθετημένης δημιουργικής συνύπαρξης διαφορετικών ρευμάτων και τάσεων, έχει ήδη συντελεστεί με τη δημιουργία της Λαικής Ενότητας από τους διαφωνούντες συντρόφισσες και συντρόφους.
Τα ηγετικά πρόσωπα αυτής της τάσης που τώρα διασπά τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι αλήθεια ότι δεν έχουν να επιδείξουν παρά ελάχιστη συμβολή σ’ αυτό που, όχι μόνο εμείς στην Ελλάδα αλλά ιδίως στο εξωτερικό, σπουδαίοι θεωρητικοί, στελέχη της Αριστεράς και κινηματικοί ακτιβιστές παρακολουθούσαν και μελετούσαν ως φαινόμενο. Την ανάδυση, δηλαδή, ενός αριστερού κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ – που αναδείχθηκε στην κυβέρνηση – το οποίο μπορεί να αποδειχθεί πρωτότυπη συμβολή στη δύσκολη διαδικασία μορφοποίησης του αριστερού κόμματος του 21ού αιώνα.
Με τη μονόχορδη οπτική τους για όσα ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και την Ευρώπη, που ωθούσε τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση ενός, κυρίως, αντιμνημονιακού κόμματος και όχι ολοκληρωμένα και σύνθετα αριστερού πολιτικού οργανισμού, βρέθηκαν εγκλωβισμένοι σε μια θέση που τους οδήγησε, τελικά, στη χωριστική ύπαρξη. Στη μέγιστη, με ιστορικούς όρους, βλάβη του κόμματος, της ανανεωτικής, κινηματικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Ασφαλώς, λειτούργησαν κι άλλα στοιχεία, όπως η τακτική του «κόμματος μέσα στο κόμμα», η αδυναμία σύνθεσης (για μερικούς της Αριστερής Πλατφόρμας αυτό ήταν και «πρόνοια») κ.ά. Το αναφομοίωτο ιδεολογικών χαρακτηριστικών του κόμματος, όπως ο δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό – θα ήταν πολυτέλεια να μιλήσουμε και για άλλες ρίζες του κόμματος, όπως η ανανεωτική κομμουνιστική και ευρύτερη αριστερά, όρος που ουδέποτε ακούστηκε από τα χείλη ηγετικών στελεχών της τάσης, όπως και άλλες του κριτικού μαρξισμού.
Η σημασία της έννοιας της αυτονομίας ως προς το ρόλο και τη δράση των κινημάτων είναι ένα ακόμη σημείο που έμενε ακατανόητο. Έτσι, σήμερα που «η κυβέρνηση είναι μνημονιακή», όπως αποφαίνονται, θεωρούν ότι δεν υπάρχει θεραπεία, ούτε το κόμμα ούτε το κίνημα μπορούν να παίζουν τον σχετικά αυτοτελή επανορθωτικό ρόλο τους. Γι’ αυτό και ο σ. Π. Λαφαζάνης είπε «δεν πρέπει να καταστρέψει το κόμμα η κυβέρνηση». Δεν μπορούσε, προφανώς, να σκεφθεί το αντίθετο, δηλαδή το κίνημα και το κόμμα με την αυτονομία τους – σε συνάρτηση με την κυβέρνηση – να σώσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς. Εξάλλου, στους έξι μήνες συμμετοχής της Αριστερής Πλατφόρμας στην κυβέρνηση, τα στελέχη της δεν χρειάστηκαν πουθενά να προσφύγουν στο κόμμα και ιδίως στο κίνημα, το ίδιο με τα στελέχη του ηγετικού πυρήνα. Στο Μαξίμου και τα υπουργεία κινούνταν. Ούτε ήταν σχήμα λόγου, παρά τις τακτικές, όπως αποδείχθηκε, διορθώσεις, η φράση «δεν είμαστε έτοιμοι να κυβερνήσουμε». Ήταν βαθύτατα ιδεολογική άποψη, που, δυστυχώς, πληρώνουμε τώρα όλοι.
Μέσα στο άπλετο φως της δημοσιότητας που κινείται τώρα η Λαική Ενότητα, δηλαδή οι συντρόφισσες και οι σύντροφοι που παλέψαμε μαζί σκληρά για να εκκινήσει και σταθεροποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ – όχι όσες/οι προσήλθαν όταν διέκριναν έτοιμες θέσεις – δεν θα πρέπει να ξεγελαστούμε και να νομίσουμε ότι έχουμε ξεμπλέξει με την ιστορία. Αναλαμβάνουμε την ευθύνη της πρόκλησης μιας βαθειάς ουλής στο σώμα της Αριστεράς, που θα απασχολήσει πολλούς και τώρα και στο μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου