Γιατί δεν πήγε καλά η Λαϊκή Ενότητα;
Η Λαϊκή Ενότητα αποτέλεσε έναν από τους πρωταγωνιστές των εκλογών. Η ίδρυση της υπήρξε το «καινούργιο» αυτής της αναμέτρησης και απασχόλησε ιδιαίτερα τον δημόσιο διάλογο. Παρά τη μεγάλη δημοσιότητα όμως, τα αποτελέσματα της ΛΑΕ ήταν απογοητευτικά. Η συζήτηση για τις αιτίες της εκλογικής αποτυχίας της παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί εγείρει ζητήματα που δεν άπτονται μόνο της πορείας του συγκεκριμένου κόμματος, αλλά αφορούν γενικά το κομματικό φαινόμενο καθώς και τις εκλογικές συμπεριφορές.
Η σταθερά της πόλωσης
Δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες ότι η πόλωση αποτελεί τη βασική αιτία για τη συρρίκνωση της εκλογικής επιρροής της Λαϊκής Ενότητας. Παρά τη διαρκή τάση να θεωρούμε ότι όλα συμβαίνουν για πρώτη φορά (τάση που έχει οξυνθεί στα χρόνια της μνημονιακής «εξαίρεσης»), η ΛΑΕ είχε ανάλογη τύχη με άλλα μικρά αριστερά κόμματα που συμπιέστηκαν από τον διπολισμό με αποτέλεσμα είτα να μην καταφέρουν να μπουν στη Βουλή είτε να μπουν οριακά. Ας θυμηθούμε το ΚΚΕ Εσωτερικού το 1981 και το 1985, τον Συνασπισμό το 1993 και το 2000, καθώς και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ το 2004. Κάθε φορά που δημιουργείται η εντύπωση ότι η πρωτιά είναι αμφίβολη κι ένας από τους διεκδικητές της κυβέρνησης ανήκει στην (κεντρο)αριστερά, τα μικρά αριστερά κόμματα συμπιέζονται μέχρι συνθλίψεως. Όσο και αν κατά καιρούς καταγγέλλονται τα «ψευτοδιλήμματα του δικομματισμού», το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος επιμένει να θεωρεί ότι το ποιος θα κυβερνήσει συνιστά πραγματικό πολιτικό ερώτημα (κάτι όχι εξωφρενικό, εδώ που τα λέμε…) κι εξακολουθεί να παίρνει τις αποφάσεις του με βασικό κριτήριο τη λογική του λιγότερου κακού. Παρά το ότι ο νέος δικομματισμός είναι ασθενέστερος από τον παλιό, η σύγκρουση δύο κυρίαρχων πολιτικών σχηματισμών παραμένει η βασική συνιστώσα του πολιτικού συστήματος, όπως συνέβαινε και στο παρελθόν. Έχει δε εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι παρά την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που προκάλεσε το Μνημόνιο, σημαντικές συμπεριφορές του εκλογικού σώματος (επιλογή του «λιγότερου κακού», αντιδεξιά ψήφος) δεν έχουν μεταβληθεί.
Η διάσπαση
Η δεύτερη αιτία της αποτυχίας της ΛΑΕ θα έπρεπε να αναζητηθεί και αυτή πέρα από την πολιτική συγκυρία. Πρέπει δηλαδή να την ψάξουμε στην πολιτική μηχανική των διασπάσεων, έτσι όπως αυτές καταγράφονται στη ιστορία της ελληνικής Αριστεράς –πιθανόν και της παγκόσμιας, αλλά ας μην διευρύνουμε υπερβολικά το πεδίο των παραδειγμάτων. Με την εξαίρεση ίσως των αρχειομαρξιστών για ένα μικρό διάστημα στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όλες οι μειοψηφίες που αποσπάστηκαν από αριστερά κόμματα κατέγραψαν αισθητά μικρότερη δυναμική από τις πλειοψηφίες που «κράτησαν τις σφραγίδες», δηλαδή τους τίτλους των κομμάτων καθώς και την οργανωτική συνέχεια τους. Διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα που αποχώρησαν με διαφορετικά σκεπτικά από τα κόμματα τους, δεν γνώρισαν εντέλει ιδιαίτερη επιτυχία. Σε σχέση με το ΚΚΕ, τα πήγαν (πολύ) χειρότερα οι τροτσκιστές, ο μλ χώρος, το ΚΚΕ Εσωτερικού, το ΝΑΡ κι εντέλει οι «ανανεωτικοί του ενιαίου Συνασπισμού. Αντίστοιχα η Β Πανελλαδική και το ΚΚΕ Εσωτερικού–Ανανεωτική Αριστερή συγκριτικά με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Πιο πρόσφατα η ΔΗΜΑΡ σε σχέση με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα για το γιατί οι διασπάσεις συνήθως δεν τα πάνε καλά, μπορούμε να σκεφτούμε ορισμένες απαντήσεις. Κατ’ αρχάς, το αυτονόητο. Αυτοί που φεύγουν είναι.. λιγότεροι από αυτούς που μένουν. Δεύτερον, οι οργανωτικοί πόροι τους είναι πολύ πιο περιορισμένοι. Τρίτον, δεδομένου ότι ο εσωκομματικός πολιτικός χρόνος τρέχει πολύ πιο γρήγορα από αυτόν της κοινωνίας, ένα ρήγμα μέσα στις οργανωμένες δυνάμεις δεν έχει άμεση αντανάκλαση στους ψηφοφόρους. Τέταρτον, στην πολιτική το μέγεθος μετράει. Είναι διάχυτη η αίσθηση ότι η ψήφος στο μεγαλύτερο κόμμα ασκεί, αναλόγως, και μεγαλύτερη πολιτική επίδραση –ειδικά όταν το μεγαλύτερο κόμμα διεκδικεί την κυβέρνηση.
Ένας καλός ΣΥΡΙΖΑ
Δεδομένων της πόλωσης και της ενδημικής αδυναμίας των σχημάτων που προέρχονται από διασπάσεις, η ΛΑΕ δεν θα μπορούσε να πετύχει φοβερά πράγματα στις εκλογές. Την πιο πετυχημένη καμπάνια κι αν έκανε, δεν θα μπορούσε να καταγράψει αποτελέσματα ούτε καν συγκρίσιμα με αυτά του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι όλα ανά πάσα στιγμή εφικτά. Ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι αστοχίες στην καμπάνια της στέρησαν από τη ΛΑΕ την είσοδό της στη Βουλή.
Πρώτα απ’ όλα, η Λαϊκή Ενότητα έδωσε την αίσθηση ότι διεκδικούσε την αναβίωση ενός συνεπούς ΣΥΡΙΖΑ, σαν να μην είχε συμβεί το εφτάμηνο της διαπραγμάτευσης –χρησιμοποιώ την έκφραση «έδωσε την εντύπωση» γιατί δεν γνωρίζω ποιες ακριβώς οι προθέσεις της. Η ΛΑΕ εμφανίστηκε να μην ενστερνίζεται τη γενική πεποίθηση (που αποδέχτηκε και ο ίδιος ο Τσίπρας) ότι η συνθηκολόγηση με τους δανειστές ήταν το αποτέλεσμα ενός στρατηγικού αδιεξόδου που αφορά τη διαπραγματευτική αδυναμία της Ελλάδας απέναντι στους δανειστές. Έμοιαζε να έχει την εκτίμηση ότι δεν ήταν λάθος το σχέδιο, αλλά κακή η εκτέλεση του ή, ακόμα χειρότερα, το σχέδιο προδόθηκε από την ηγεσία. Και αφού λίγο-πολύ η αποτυχία οφειλόταν στην έλλειψη σθένους του Τσίπρα και της «ηγετικής ομάδας» του, αρκούσε η επανάληψη των καλεσμάτων του ΣΥΡΙΖΑ σε αντιμνημονιακή συσπείρωση κόντρα στον «φόβο», τις «κραυγές» τους, και τα «ψέματα» των τοποτηρητών της τρόικας.
Όμως ο Σεπτέμβρης δεν είναι Γενάρης. Έχει μεσολαβήσει μια επίπονη διαπραγμάτευση, ο χρηματοπιστωτικός στραγγαλισμός, το κλείσιμο των τραπεζών, το 62% του Όχι, η συνθηκολόγηση. Η κοινή εμπειρία του εφταμήνου είναι ότι πλευρά των δανειστών όχι μόνο δεν μπλοφάρει, αλλά είναι ικανή να καταστρέψει μια ολόκληρη κοινωνία. Δεν είναι «ο φόβος το μόνο που πρέπει να φοβόμαστε», αλλά ένας αμείλικτος οικονομικός πόλεμος. Ο εκβιασμός είναι πραγματικός και απέναντι σε αυτόν τον εκβιασμό καλείται να τοποθετηθεί κάθε πολιτική δύναμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ τοποθετήθηκε με βάση τον ισχυρισμό ότι δεν μπορούμε να αρνούμαστε πλέον το Μνημόνιο και πρέπει να επιδιώξουμε την πιο ήπια εφαρμογή του. Από την άλλη πλευρά, η ΛΑΕ πολύ περισσότερο διακήρυττε την απόρριψη του Μνημονίου παρά εξηγούσε πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ο εκβιασμός των δανειστών. Αλλά δεν αρκεί πλέον το αντι-Μνημόνιο.
Η ασαφής εναλλακτική
Όταν η Λαϊκή Ενότητα αναφερόταν στην εναλλακτική λύση, δεν τη διατύπωνε με σαφήνεια και πειστικότητα. Η λύση είναι μια πιο επιθετική διαπραγμάτευση από μια πιο αποφασιστική ηγεσία ή η ρήξη με τους δανειστές και η έξοδος από την ευρωζώνη; Μια ενδεχόμενη επιστροφή στο εθνικό νόμισμα θα γίνει κατόπιν διαπραγμάτευσης με τους δανειστές ή ως μονομερής ενέργεια; Αν γίνει κατόπιν διαπραγμάτευσης δεν θα συνοδεύεται από κάποιο είδους Μνημόνιο; Αν γίνει μονομερώς, δεν θα οδηγηθούμε στην άτακτη χρεοκοπία; Σε ό,τι αφορά τις τράπεζες, αν η ΕΚΤ αποσύρει τις εγγυήσεις και καταρρεύσουν, τι ακριβώς θα έχει απομείνει για να εθνικοποιηθεί; Πώς πρέπει να οργανωθεί η κοινωνία για να αντιμετωπίσει πετυχημένα τον οικονομικό πόλεμο των δανειστών; Θα μπορούσαν να αναφερθούν και πολλά άλλα ερωτήματα που δεν αφορούν λεπτομέρειες, αλλά τις βασικές συντεταγμένες μια εναλλακτικής αντιμνημονιακής πρότασης. Ερωτήματα που απαντήθηκαν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους από τα στελέχη της ΛΑΕ, με κοινή συνιστάμενη όλων των απαντήσεων την ασάφεια. Η ασάφεια όμως και η πολυγλωσσία μειώνουν την αξιοπιστία και την πειστικότητα μιας πολιτικής πρότασης –πράγμα που αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, η ασάφεια της ΛΑΕ ενίσχυε το επιχείρημα Τσίπρα ότι προς το παρόν δεν υπάρχει εναλλακτική λύση πέρα από το Μνημόνιο.
Η χρήσιμη αντιπολιτευτική ψήφος
Επίσης, η Λαϊκή Ενότητα θα πήγαινε καλύτερα, αν ανέπτυσσε μια επιχειρηματολογία για την κοινωνική χρησιμότητα της κοινοβουλευτικής παρουσίας της. Αν δηλαδή δεν μιλούσε σαν κόμμα του 20% που απευθύνεται σε όλο το εθνικό ακροατήριο, αλλά προσπαθούσε να πείσει τους αμφιταλαντευόμενους αριστερούς ψηφοφόρους γιατί θα έπρεπε να της δώσουν τη δυνατότητα να μπει στη Βουλή. Τέσσερα επιχειρήματα της χρήσιμης αντιπολιτευτικής ψήφου θα μπορούσαν να είναι ότι με τη ΛΑΕ στη Βουλή: α) οι κοινωνικοί αγώνες θα είχαν μεγαλύτερη πολιτική νομιμοποίηση, β) η κυβέρνηση θα πιεζόταν να κάνει πιο πολλές αριστερές κινήσεις, γ) θα λειτουργούσε καλύτερα η δημοκρατία λόγω μεγαλύτερου πλουραλισμού, δ) θα εκπροσωπούνταν με μαχητικότητα συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες όπως οι νέοι, οι άνεργοι, οι επισφαλώς εργαζόμενοι. Επιχειρηματολογώντας γιατί είναι χρήσιμο να ψηφίσουν οι πολίτες ένα μικρό κόμμα (δηλαδή γιατί να ψηφίσουν αντιπολίτευση και όχι κυβέρνηση), από τη μια μεριά η ΛΑΕ θα διεύρυνε την υποστήριξη της στους αναποφάσιστους, και από την άλλη, θα δημιουργούσε αναχώματα στη σαρωτική επιρροή της χρήσιμης κυβερνητικής ψήφου.
Συνέχεια της Αριστερής Πλατφόρμας
Επιπλέον, φαίνεται ότι η ΛΑΕ υποτίμησε τη σημασία που θα είχε το άνοιγμα της σε άλλα αριστερά σχήματα, με προεξάρχουσα την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αν και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ΛΑΕ είναι η μόνη υπεύθυνη για το ότι δεν προχώρησε η συνεργασία με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εντούτοις, ακούγεται πειστικός ο ισχυρισμός ότι δεν έκανε όσα θα μπορούσε να κάνει για να πετύχει ενωτικές συμπράξεις. Περισσότερο επιδίωξε να αποτελέσει την οργανωτική μετεξέλιξη της Αριστερής Πλατφόρμας του ΣΥΡΙΖΑ, παρά να γίνει ένα πλατύ σχήμα που θα συσπείρωνε όλες τις αριστερές δυνάμεις που επιμένουν στην αντίθεση στο Μνημόνιο. Τα αποτελέσματα απέδειξαν ότι είναι πολύ διαφορετική η καταγραφή ενός ανεξάρτητου πολιτικού φορέα από την ισχύ που μπορεί να συγκεντρώνει η τάση ενός μεγάλου κυβερνητικού κόμματος.
Ένα παράδειγμα που τελείωσε
Εν κατακλείδι, η ΛΑΕ λόγω των σταθερών της πόλωσης και της διάσπασης δεν θα μπορούσε να πετύχει θαύματα. Δεν πέτυχε όμως ούτε όσα θα μπορούσε, γιατί δεν αντιλήφθηκε ότι το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ όπως τον ξέραμε, έχει τελειώσει. Προσκολλημένη στο πρόσφατο παρελθόν της, η Λαϊκή Ενότητα δεν ανέπτυξε μια πολιτική πρόταση που να ανταποκρίνεται στη νέα συγκυρία που διαμορφώθηκε μετά το τρίτο Μνημόνιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου