Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Εννέα προτάσεις για την "επιστροφή" του κόμματος

Εννέα προτάσεις για την "επιστροφή" του κόμματος

Του Δημήτρη Γιατζόγλου
Ίσως εκείνος ο «ιδρυτικός ενθουσιασμός» που συσπείρωσε πρωταρχικά το κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα του αριστερού και πολιτικού ριζοσπαστισμού να μην μπορεί να επανέλθει. Χρειαζόμαστε όμως μια ανανεωμένη έμπνευση· λιγότερο θορυβώδη και περισσότερο στοχαστική

1. Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η ανασυγκρότηση του κόμματος έχει εγγραφεί στην ημερήσια διάταξη ως απόλυτη προτεραιότητα. Η αδιαμεσολάβητη από το συλλογικό πολιτικό υποκείμενο σχέση κυβέρνησης - κοινωνίας είναι αδιέξοδη· το σχήμα «κυβέρνηση χωρίς κόμμα» -ως αναπόφευκτος έστω καταναγκασμός που επιβλήθηκε από τον εξουθενωτικό ρυθμό των εξελίξεων- έκλεισε τον κύκλο του. Αλλά το «πώς» της διαμεσολάβησης είναι ένα περίπλοκο πρόβλημα, με διαφορετικές ή και αποκλίνουσες απαντήσεις.

2. Η ανασυγκρότηση δεν ταυτίζεται με την οργανωτική αναδιοργάνωση. Η εσωκομματική δημοκρατία, η ενίσχυση του ρόλου των μελών, οι αντιγραφειοκρατικές δομές, ο επαναπροσδιορισμός της λειτουργίας των τάσεων είναι αναμφίβολα σημαντικές πλευρές, δεν εξαντλούν όμως το ζήτημα. Το κόμμα πρέπει να ανασυγκροτηθεί ως συναρθρωμένο σύνολο ιδεών, στρατηγικής, πολιτικής κουλτούρας. Η πορεία της ανασυγκρότησης θα είναι μακρά και δύσκολη· πολλά από τα βήματα θα συναρτώνται από την εκάστοτε συγκυρία και τα επίδικά της. Αλλά ο σταθερός ορίζοντας του εγχειρήματος, αυτός που νοηματοδοτεί τα θεμελιώδη στοιχεία της ταυτότητας του φορέα, είναι το Πολιτικό Πρόγραμμα της κοινωνικής και ανθρώπινης χειραφέτησης.

3. Η ένταξη της συγκυρίας στην ιστορική διάρκεια και στο ιστορικό βάθος ήταν και παραμένει ένα μείζον πρόβλημα για την Αριστερά. Ούτε η καθήλωση σ' αυτήν ούτε η διαρκής (και σπασμωδική) «φυγή προς τα εμπρός» αποτελούν απάντηση. Η σύλληψη και η σκιαγράφηση του μέλλοντος απαιτούν την κατανόηση του παρόντος και η κατανόηση του παρόντος απαιτεί μια συνθετική αποτίμηση του παρελθόντος. Είναι η αναγνώριση και η προσήλωση σ' αυτό το νήμα που εξασφαλίζουν στην Αριστερά τη διάρκεια και τη δυνατότητα επιστροφής και είναι η αγνόησή τους που οδηγεί σε θνησιγενείς απόπειρες.

4. Μπορούμε, ακριβώς σ' αυτό το σημείο, να εντοπίσουμε το κοινό λάθος δύο αντιδιαμετρικών στάσεων: Αυτής που ερμηνεύει το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα και την συνακόλουθη διάσπαση ως «ευκαιρία» ανοίγματος που θα οδηγήσει σε μια πιο ευρύχωρη επιλογή σοσιαλδημοκρατικοποίησης. Και αυτής που διαβάζει την έκρηξη της πολιτικής απήχησης του ΣΥΡΙΖΑ ως έκφραση ενός συνεπούς αντιμνημονιακού λόγου, ανακαλύπτει στη συνέχεια τη «νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή» του και εγκαταλείπει το συλλογικό εγχείρημα. Και οι δύο δεν μπαίνουν στον κόπο να αναρωτηθούν έστω, αν οι πολίτες, με όλες τις επιφυλάξεις τους, στρέφονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ «...γιατί έτσι ξαναβρίσκουν τη μεγάλη διαψευσμένη ελπίδα του ιστορικού βάθους» (Αρ. Μπαλτάς), καταφάσκοντας στην ιστορική επιστροφή της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ξαναπιάνοντας δηλαδή το νήμα που λέγαμε.

5. Η «επιστροφή του κόμματος», εντούτοις, θα ξεκινήσει μέσα στα ασφυκτικά όρια που θέτει η συγκυρία. Η συνέχιση της κρίσης, η επώδυνη αναδίπλωση στο τρίτο Μνημόνιο, η αιμορραγία οργανωμένων δυνάμεων, η προσδοκία ότι η αξιοποίηση της όποιας ελαστικότητας και των όποιων ρωγμών του Προγράμματος μπορεί να ενδυναμώσει μια μεσοπρόθεσμη προοπτική αποδυνάμωσης της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της λιτότητας διαμορφώνουν ένα πλέγμα στοιχείων που δεν μπορεί να αγνοηθεί και δεν πρέπει με τίποτα να ωραιοποιείται. Εδώ θα κριθεί και η ικανότητα ενός διαφορετικού υποδείγματος διακυβέρνησης και η ανανέωση της πολιτικής πρακτικής του κόμματος και μάλιστα με τους όρους μιας κοινής, αλληλέγγυας πορείας.

6. Το ερώτημα "κόμμα" και το ερώτημα "διακυβέρνηση" είναι σήμερα δύο ερωτήματα συναφή και αλληλένδετα. Η ανασυγκρότηση του κόμματος και η αναβάθμιση του ρόλου του δεν μπορεί να τεθούν, με πραγματικούς όρους, έξω από το πεδίο της διακυβέρνησης. Μένει βεβαίως να συζητήσουμε το πώς και το πόσο «μέσα». Και, κυρίως, το πώς «ο πόλεμος θέσεων» στο πεδίο του κράτους και της εξουσίας δεν θα καταλήξει σ' ένα είδος «θεσμικού εγκλωβισμού», που θα αφυδατώσει τη σχέση μας με τις ταξικές και κοινωνικές μας απευθύνσεις, θα οδηγήσει σε φαινόμενα εκμαυλισμού και διαφθοράς και θα αναιρέσει την πολιτική αυτονομία μας.

7. Στο σημείο αυτό, πρέπει να απορρίψουμε ως ανυπόστατη τη μομφή περί «κυβερνητισμού» και υποταγής στη λογική της «διαχείρησης». Όχι επειδή υποτιμούμε τους κινδύνους να απορροφηθούν οι πολιτικές και ιδεολογικές πρακτικές μας ολοκληρωτικά από την άσκηση της εξουσίας και να καταλήξει το πολιτικό υποκείμενο μηχανισμός χειραγώγησης της κοινωνικής αυτονομίας και απολογητής κυβερνητικών επιλογών. Αλλά επειδή η μομφή εκφράζει μια γενική αποστροφή στην ιδέα της διακυβέρνησης· αποστροφή η οποία ανήκει σ' ένα διαφορετικό στρατηγικό παράδειγμα. (Είναι ενδεικτικό, ότι μια ερμηνεία της «νεοφιλελεύθερης μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ» την ανάγει στο 2012, όταν αυτός θέτει για πρώτη φορά το αίτημα διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας).

Εμείς λοιπόν θα υπερασπιστούμε και θα υλοποιήσουμε μια θεμελιώδη επιλογή: Ένα αριστερό κόμμα που υιοθετεί τη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό είναι εξ ορισμού ένα «κόμμα αγώνων και διακυβέρνησης» (ακόμα κι όταν ανήκει στην αντιπολίτευση), καθώς επιχειρεί να εγγράφει συνεχώς τα κοινωνικά αιτήματα της χειραφέτησης στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, προσπαθώντας διαρκώς να κοινωνικοποιήσει τη δική του κουλτούρα διακυβέρνησης. Και μια αριστερή διακυβέρνηση έχει και αυτή όψεις και περιόδους διαχείρισης - σταθεροποίησης κεκτημένων, καθώς η κοινωνία δεν μπορεί να βρίσκεται διαρκώς σε κατάσταση εξεγερσιακού βρασμού.

8. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην επόμενη περίοδο θα βιώσουμε, συλλογικά και ατομικά, μια μεγάλη πολιτική και συνειδησιακή ένταση. Την ένταση ανάμεσα στην πολιτική μας στράτευση και την ταξική - κοινωνική μας ένταξη. Και δεν υπάρχουν συνταγές για το πώς την χειρίζεται κάποιος και για το πώς «λύνεται» κάθε φορά αυτή η ένταση. Αν όμως «το κόμμα είναι ο υλικός δεσμός του πολιτικού σχεδίου με την κοινωνία» (Χ. Γεωργούλας), τότε το κόμμα δεν μπορεί ούτε να περιορίζεται στον ρόλο της μεγαφωνικής εγκατάστασης που μεγενθύνει τη φωνή «των από κάτω», ούτε να λειτουργεί ως ο αποκλειστικός φορέας πολιτικής. Και οι λύσεις να προκύπτουν μέσα από την διαρκή συνομιλία κόμματος και κοινωνίας, την αμοιβαιότητα ως προς τον σεβασμό των επιμέρους αυτονομιών, την επιδίωξη να εμπλουτίζουν και να τροποποιούν οι κοινωνικοί αγώνες το πολιτικό σχέδιο, την κατάληξη σε προωθητικούς συμβιβασμούς.

9. Η ανασυγκρότηση του κόμματος είναι λοιπόν έργο σύνθετο και δύσκολο. Η κομματική κρίση, βιωμένη ταυτόχρονα ως τραύμα και ως ύβρις, προκαλεί τάσεις κομματικού πατριωτισμού και αναδίπλωσης στην αντίληψη ενός πλήρως ομογενοποιημένου κόμματος, τάσεις που υπονομεύουν τη νηφάλια αναζήτηση νέων ώριμων λύσεων και ακυρώνουν πολύτιμα συλλογικά κεκτημένα. Δεν έχουμε όμως ανάγκη από αυτό. Έχουμε ανάγκη από την επιβεβαίωση του στρατηγικού μας υποδείγματος· από τη σαφή διατύπωση της νέας συνθήκης διακυβέρνησης με τα ερωτήματα που την συνοδεύουν· από την ορθολογική και καθαρή αντιπαράθεση προς ρητές ή υπόρρητες λογικές που στην ουσία επαναφέρουν την αντίληψη της «στιγμιαίας» επαναστατικής ρήξης.

Έχουμε ανάγκη από τη συλλογική δέσμευση για τη σταθεροποίηση του εγχειρήματος.

Ίσως εκείνος ο «ιδρυτικός ενθουσιασμός» που συσπείρωσε πρωταρχικά το κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα του αριστερού και πολιτικού ριζοσπαστισμού να μην μπορεί να επανέλθει. Χρειαζόμαστε όμως μια ανανεωμένη έμπνευση· λιγότερο θορυβώδη και περισσότερο στοχαστική. Και τώρα, περισσότερο από ποτέ είμαστε υποχρεωμένοι να την οικοδομήσουμε οι ίδιοι, συνομιλώντας αδιάκοπα με τα βάσανα και τις ελπίδες των καθημαγμένων ανθρώπων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου