Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Το δάνειο βάφτηκε κόκκινο...

Το δάνειο βάφτηκε κόκκινο...

Του Δημήτρη Π. Κυριακαράκου*
Η έμπνευσή μου, συγγραφική αδεία, από τον τίτλο της γνωστής ελληνικής ταινίας παραγωγής 1964 «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» δεν είναι διόλου τυχαία. Όπως το χώμα βάφτηκε, δηλαδή δεν ήταν πάντα κόκκινο, ομοίως συνέβη και με το δάνειο του μέσου ελληνικού νοικοκυριού στο χρονικό πλαίσιο της saga της Μνημονιάδος.

Η κοκκινίλα όμως έχει τη δική της ιστορία. Ήταν αρχές του 21ου αιώνα όταν στην Ελλάδα της προ Ολυμπιακών ευμάρειας -ενθυμείστε, τότε που οι ρυθμοί ανάπτυξης επισήμως κυμαίνονταν κάπου μεταξύ του 6% και του 9% και η Σοφοκλέους ήταν η «δική μας Wall Street»- το τραπεζικό προϊόν του στεγαστικού δανείου (στα πρότυπα του αγγλο-σαξονικού mortgage) πραγματοποιούσε τη μεγαλειώδη είσοδό του στο νεο-ελληνικό μεσοαστικό modus vivendi. Ο νέος μας φίλος, το ευρώ, το «σταθερό» μας νόμισμα, θεμελίωνε περιβάλλον προβλέψιμων μονοψήφιων επιτοκίων και ως εκ τούτου για ένα νοικοκυριό με σταθερά εισοδήματα ή/και επιπλέον ακίνητο περουσιακό στοιχείο (βλ. κτήμα, εξοχικό στο χωριό) το όραμα για μία ιδιόκτητη αστική κατοικία καθίστατο ολοένα και πιο πραγματοποιήσιμο.

Λέγεται πως η οικονομία είναι κατά βάση ψυχολογία. Εάν αυτό ισχύει, τότε δεν μπορεί φυσιολογικά να θεωρηθεί αψυχολόγητος ο πολίτης ο οποίος στο πλαίσιο περιβάλλοντος ευμάρειας τόλμησε να απλώσει τα ακροδάκτυλα λίγο έξω από το πάπλωμα και να αξιοποιήσει το εργαλείο του στεγαστικού δανείου, αντί να περιμένει να φτάσει στα εβδομήντα του για να επενδύσει τις οικονομίες μίας ζωής σε ένα ακίνητο το οποίο ενδεχομένως να μην του είναι χρηστικό στα γεράματα.

Ο πολίτης προέβη σε σύναψη δανείου, όχι σε ληστεία. Προέβη δε έχοντας απέναντί του καθοδηγητικά όργανα υπό τον χαρακτηρισμό «τραπεζικοί σύμβουλοι», οι οποίοι κατά τεκμήριο γνώριζαν την αγορά και είχαν την κατάρτιση να τον συμβουλεύσουν αναφορικά με την επένδυση των ονείρων του και τον φάκελο που έπρεπε να σχηματιστεί προς τον σκοπό αυτόν. Στον τόπο σπουδών μου, στο Λονδίνο, το λέγαμε και feasibility study (αγγλ. μελέτη βιωσιμότητος), όταν διδασκόμουν το μάθημα του τραπεζικού και χρηματο-οικονομικού δικαίου.

Κάτι άλλο που επίσης λέγαμε ήταν η απρόοπτη μεταβολή συνθηκών στις συμβάσεις εν γένει, ως κανόνα διεθνώς αναγνωρισμένο από τα πεπολιτισμένα έθνη. Η μεταβολή αυτή συνίσταται είτε σεπράξη Θεού (act of God) είτε σε πράξη νομοθέτη (legislative act). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις μεταβάλλεται απρόοπτα το περιβάλλον εντός του οποίου έλαβε χώρα η διμερής δικαιοπραξία και γεννάται περιβάλλον επαναδιαπραγμάτευσης. Εάν το νέο περιβάλλον αξιοποιηθεί εγκαίρως και ρεαλιστικά από τα συμβαλλόμενα μέρη, η συμφωνία μπορεί να εξασφαλίσει βιωσιμότητα για το μέλλον. Η επιδρομή στους μισθούς, στις συντάξεις, στους τραπεζικούς λογαριασμούς, στα ακίνητα τα ήδη ευτελισμένα ήταν μία εξωφρενικά απρόοπτη μεταβολή συνθηκών από πολιτικούς και διεθνείς θεσμικούς ιθύνοντες που το έπαιξαν θεοί.

Θυμάμαι το 2005, μόλις τριών ετών δικηγόρος, συνεργαζόμενος με γνωστή, μικρή ιδιωτική τράπεζα, να επιδιώκω να εισπράξω για λογαριασμό της οφειλές από μικρά καταναλωτικά δάνεια, που πρώτα αυτά κοκκίνισαν. Μάταια προσπαθούσα να συμβουλεύσω τους ιθύνοντες, φωστήρες του finance, την άμεση είσπραξη των δύο τρίτων ή ακόμα και το ήμισυ της οφειλής (τότε δεν υπήρχε ο όρος "κούρεμα") για να κλείσουν οι φάκελοι με τη μικρότερη δυνατή ζημία. Το μετρητό υπόκειται στη φθορά του χρόνου, όσο πιο γρήγορα εισπράττεται τόσο μικρότερη η χασούρα. Ο λαός μας άλλωστε λέει πως "όποιος τα ζητά όλα, στο τέλος δεν παίρνει τίποτα". Η κουλτούρα του "πάρτα όλα" όμως είχε ήδη για τα καλά θεμελιωθεί στο τραπεζικό μας σύστημα, τα ανείσπρακτα καταναλωτικά δάνεια τελικώς πήγαιναν στις επισφάλειες και διαγράφοντάς τα η τράπεζα κατάγραφε ζημίες. Ο κακοπληρωτής πανηγύριζε ως άλλος αντιεξουσιαστής που είχε σηκώσει το ανάστημά του στο κακό σύστημα.

Παρά την τυπολατρική εισπρακτική ιδεοληψία του, το σύστημα αυτό εμείς οι επιπόλαιοι πολίτες και καταναλωτές δεν το αφήσαμε να χαθεί, δεν το τιμωρήσαμε, κατά τους φυσικούς νόμους της καπιταλιστικής νεο-προτεσταντικής αξιοκρατίας. Τουναντίον, το διασφαλίσαμε επί Καραμανλή, επί Παπαδήμου, επί Σαμαρά, επί Τσίπρα διά των αλλεπάλληλων ανακεφαλαιοποιήσεων φοβούμενοι μήπως προκληθεί μείζον κοινωνικό θέμα. Συνετά πράξαμε, κατ' εμέ!

Το σύστημα αυτό όμως δεν μπορεί πλέον να διαιωνίζεται καθιστάμενο αδικαιολόγητα πλούσιοκατά τα οριζόμενα στον Αστικό Κώδικα. Ο πολίτης δεν μπορεί, μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, και να αιμοδοτεί τις τράπεζες και να οφείλει τα προ Μνημονίων συναφθέντα δάνειά του στο ακέραιο. Στην περίπτωση αυτή εγείρεται ζήτημα θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων πια, πόσο μάλλον όταν το διακύβευμα είναι η πρώτη κατοικία.

Ένα win win situation είναι επιτακτική ανάγκη να προωθηθεί νομοθετικά από την κυβέρνηση, ώστε οι τράπεζες, οι μέτοχοι, οι καταθέτες, οι δανειολήπτες να ικανοποιηθούν σύμμετρα, γιατί πολύ απλά είναι άπαντες εξίσου απαραίτητοι παράγοντες για την επανεκκίνηση της οικονομίας!

Σε κάθε άλλη περίπτωση, το χώμα θα βαφτεί κόκκινο - και δεν θα πρόκειται για ταινία του Φώσκολου αυτή τη φορά.

* Ο Δημήτρης Κυριακαράκος είναι δικηγόρος, LL.M. Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου Οικονομίας / Εμπορίου του Μητροπολιτικού Πανεπιστημίου Λονδίνου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου