Η εμπλοκή του ΔΝΤ στην κρίση της Ευρωζώνης αποτελεί πολιτική χρεοκοπία
Του Γκούσταβ Χορν*
Σαλβαδόρ Νταλί, Ο αλχημιστής, 1962 |
Ήταν λάθος εξαρχής. Ξεκινώντας από τη λανθασμένη παραδοχή, ότι η κρίση της Ευρωζώνης θα μπορούσε να ξεπεραστεί μόνο με τη βοήθεια του δοκιμασμένου σε κρίσεις ΔΝΤ, η γερμανική κυβέρνηση ήταν εκείνη που επέμενε περισσότερο από όλους στην ένταξη του ΔΝΤ ως ισότιμου εταίρου στην τρόικα, η οποία θα αναλάμβανε τον σχεδιασμό και την παρακολούθηση του ελληνικού προγράμματος διάσωσης. Πίσω από αυτό πιθανώς να κρυβόταν το γεγονός ότι δεν εμπιστευόταν απολύτως τα άλλα δύο μέλη της τρόικας, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ότι θα προωθούσαν τις περικοπές δαπανών που θεωρούνται αναγκαίες από το Βερολίνο. Αλλά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προφανώς δεν είχε σχηματίσει καθαρή εικόνα για τις συνέπειες των πράξεών της.
Σε δίλημμα
Το λάθος που εξαρχής θα μπορούσε κάποιος εύκολα να εντοπίσει, ήταν πολιτικής φύσεως: Προσκαλώντας το ΔΝΤ ως ισότιμο εταίρο, η Ε.Ε. παραδέχτηκε de facto ότι θεωρούσε τον εαυτό της ανίκανο να δώσει λύση στην κρίση της Ευρωζώνης από μόνη της. Με τη στάση της έστειλε ένα μήνυμα πολιτικής χρεοκοπίας. Τέλος, παραχώρησε ξεκάθαρα το δικαίωμα της συναπόφασης για την επίλυση ενός εσωτερικού ευρωπαϊκού προβλήματος σε άλλα μέλη του ΔΝΤ, ιδίως στις ισχυρές ΗΠΑ ή σε αναδυόμενες χώρες όπως η Βραζιλία και η Ινδία. Αυτό αποδυνάμωσε το πολιτικό βάρος της Ευρώπης.
Από την οπτική γωνία της γερμανικής κυβέρνησης, αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι οικονομικές της προβλέψεις δεν επαληθεύθηκαν. Το ΔΝΤ στην πράξη αποδείχθηκε ότι δεν ήταν το γεράκι στο οποίο είχαν επενδύσει τις ελπίδες τους για την περικοπή δαπανών, αλλά περιστερά που προκάλεσε φρίκη στους υποστηρικτές της σκληρής γραμμής στη Γερμανία. Και εδώ βρίσκεται η καρδιά του προβλήματος: στην αντιφατική φύση του αποκαλούμενου προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας.
Ακόμα και σήμερα η γερμανική κυβέρνηση πιστεύει ότι τα θεμελιώδη προβλήματα οφείλονται στον υπερβολικό δανεισμό και στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Και αυτά μπορούν να ξεπεραστούν μόνο μέσα από σκληρές περικοπές των δαπανών σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κυρίως στην αγορά εργασίας. Θεωρούσε ότι θα είχε την ισχυρή υποστήριξη του ΔΝΤ σε αυτή την ανάλυση και αυτό εξαρχής ήταν λάθος, όσον αφορά τόσο στην ανάλυση καθεαυτή όσο και στην «πίστη στη συμμαχία» εκ μέρους του ΔΝΤ.
Όλα εδώ πληρώνονται
Όποιες και αν είναι οι αρχικές αιτίες, το πρόβλημα της Ελλάδας, όπως και των υπόλοιπων χωρών της Ευρωζώνης, είναι η έλλειψη ζήτησης. Η ζήτηση είναι ανεπαρκής επειδή ο συνδυασμός των σκληρών περικοπών στις δαπάνες και των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας έχει μειώσει δραστικά τα εισοδήματα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, μέσω των μισθολογικών περικοπών και της υψηλής ανεργίας. Όσοι, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανέμεναν ότι η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα θα πυροδοτούσε την ανάπτυξη, έπεσαν πάνω στο εμπόδιο της ανεπαρκούς ζήτησης. Αυτό αποδεικνύεται ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι, με την παραγωγικότητα της οικονομίας να ακολουθεί φθίνουσα πορεία, τα επίπεδα του χρέους δεν κατέστη δυνατό να μειωθούν, παρά την τεράστια χρηματοδότηση από τον ESM και το ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ αναγνώρισε αυτό το πρόβλημα εδώ και αρκετά χρόνια και έχει δηλώσει κατ' επανάληψη την προθυμία του να επιδιώξει ένα πρόγραμμα ηπιότερων περικοπών, το οποίο δεν θα είχε τόσο ισχυρές επιπτώσεις πάνω στη συνολική εγχώρια ζήτηση. Αλλά η γερμανική κυβέρνηση συγκεκριμένα -αφού έριξε το φταίξιμο για την οικονομική καταστροφή στις δήθεν δειλές προσπάθειες για περικοπές δαπανών- το απέρριψε.
Το ΔΝΤ εδώ και χρόνια επισημαίνει τη λογική συνέπεια αυτής της αδιαλλαξίας: Αν δεν αλλάξει ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η Ελλάδα, τα επίπεδα του δημόσιου χρέους θα γίνουν δυσβάστακτα και η ελάφρυνση του χρέους αναπόφευκτη. Αυτή η εκτίμηση έχει μια σοβαρή συνέπεια: το ΔΝΤ δεν θα μπορεί θεσμικά πλέον να δίνει κονδύλια στην Ελλάδα και πρέπει να εγκαταλείψει την τρόικα.
Αυτό έχει φέρει τη γερμανική κυβέρνηση ενώπιον «τριπλού διλήμματος», το οποίο η ίδια δημιούργησε. Είτε θα ελαφρύνει το πρόγραμμα της περικοπής δαπανών είτε θα συμφωνήσει σε ελάφρυνση χρέους είτε απλώς θα αποδεχθεί την αποχώρηση του ΔΝΤ. Στο Βερολίνο δεν αρέσει καμία από τις τρεις επιλογές. Αλλά η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει τη δύναμη να εμποδίσει μόνο τις δύο από αυτές. Έτσι, θα χρειαστεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τις συνομιλίες που διέρρευσαν, το ίδιο το ΔΝΤ ήδη σκέφτεται να οδηγήσει τα πράγματα στο φυσικό τους επακόλουθο.
Το καλύτερο για την Ευρώπη και την Ελλάδα θα ήταν να υιοθετούνταν η πρώτη και η τρίτη επιλογή. Λογικό θα ήταν, από πολιτική άποψη, να αποχωρήσει το ΔΝΤ. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, θα μπορούσε να συνεχίσει να παρέχει βοήθεια με τη μορφή τεχνικών συμβουλών. Εξίσου λογικό θα ήταν ένα πρόγραμμα ηπιότερων περικοπών, που θα βοηθούσε να αναζωογονηθεί η συνολική εγχώρια ζήτηση. Αλλά μια μεγάλη ελάφρυνση του χρέους θα ήταν προβληματική. Θα έπληττε υπερβολικά τους προϋπολογισμούς άλλων ευρωπαϊκών χωρών και θα αύξανε τα δικά τους επίπεδα χρέους. Θα ήταν ακόμη χειρότερα εάν η αβεβαιότητα για το δημόσιο χρέος ερχόταν ξανά στην επιφάνεια. Σε κάθε περίπτωση, η αναστολή του χρέους με τη μορφή μακρύτερων περιόδων αποπληρωμής και ακόμη χαμηλότερα επιτόκια θα ήταν βιώσιμη και χρήσιμη.
Αλλά υπάρχει ένα γεγονός που δε μπορούμε να αγνοήσουμε: Η γερμανική κυβέρνηση θα χρειαστεί να μεταβάλει τη στάση της ως προς τα οικονομικά. Το σχέδιό της ήταν ανέκαθεν μη βιώσιμο - ευθύς εξαρχής.
[Μετάφραση: Ζιζέλ Κανταλή, Τμ. Οικονομικής Πολιτικής Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ]
* Ο Γκούσταβ Χορν (Gustav Horn) είναι επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Μακροοικονομικής Πολιτικής του Hans Böckler Stiftung της Γερμανίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Social Europe: https://www.socialeurope.eu/2016/04/44843/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου