Τηλεοπτικές άδειες και η μετριοπάθεια
Γιάννης Μπαλαμπανίδης*
«Εμείς έχουμε τώρα την κυβέρνηση. Αργότερα θα πάρουμε και την εξουσία» έλεγε ο Σαλβαδόρ Αλιέντε στον απεσταλμένο του γαλλικού περιοδικού «L’Express», Εντουάρ Μπαλμπί, τον Μάιο του 1971. Μια θεμελιώδης πράγματι πολιτική αλήθεια. Η εξουσία δεν βρίσκεται «κάπου» ώστε να μπορεί κανείς διά μιας να την κατακτήσει (ή να την εκριζώσει), αλλά συνίσταται σε ένα σύνθετο πλέγμα μηχανισμών, σχέσεων, ανθρώπων και ανθρώπινων δράσεων.
Εξ ου και κανένας πολιτικός φορέας, κόμμα ή κίνημα (πολύ περισσότερο αν είναι «αντισυστημικό»), δεν κατακτά αυτομάτως την εξουσία κερδίζοντας τις εκλογές – αν και στις δημοκρατίες συμφωνούμε ότι αυτό είναι απαράκαμπτη προϋπόθεση.
Ο αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας, όπως ξέρουμε από τον Γκράμσι, μοιάζει λιγότερο με μια εξ εφόδου κατάκτηση κάποιου οχυρού και περισσότερο με έναν διαρκή πόλεμο, που απαιτεί επιμονή και επινοητικότητα, για την κατάκτηση θέσεων μέσα στο πολυδαίδαλο σύνολο «χαρακωμάτων και οχυρώσεων» μιας οργανωμένης κοινωνίας και της σύστοιχης εξουσίας.
Ποτέ η μάχη αυτή, ακόμη κι αν επιτύχει πλήρως, δεν οδηγεί στην απόλυτη κατοχή της εξουσίας.
Στις σύγχρονες δημοκρατίες τα θεσμικά οικοδομήματα που γέννησε η πολιτική μήτρα της Γαλλικής Επανάστασης, κυβέρνηση και εξουσία δεν μπορεί ποτέ να ταυτίζονται εντελώς.
Η εκλεγμένη κυβέρνηση είναι ο primus inter pares σε ένα σύστημα διακριτών εξουσιών και θεσμικών αντίβαρων (checks and balances) που θέτουν τα ακραία όρια της δράσης της, χάριν προστασίας αξιών που υπερβαίνουν τον βίο μίας εκάστης κυβέρνησης και αποτυπώνονται αφηρημένα, καμιά φορά κακότεχνα, στο Σύνταγμα.
Φράσεις σαν αυτή του Αλιέντε ενίοτε εκλαμβάνονται στην κυριολεξία τους, χωρίς τον κόπο να κατανοηθούν όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις και συνέπειές τους, που όμως προσδίδουν αληθινό βάθος σε παρόμοιες αφοριστικές διατυπώσεις.
Κάτι τέτοιο συνέβη με την αδέξια (οσοδήποτε ορθή επί της αρχής) προσπάθεια της κυβέρνησης να ρυθμίσει το τηλεοπτικό τοπίο και την τουλάχιστον άκομψη στάση της απέναντι στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Η κυβέρνηση νομοθέτησε ριψοκίνδυνα, άτεχνα και βιαστικά, και το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την ιστορική πλέον οριακή απόφαση της περασμένης Πέμπτης, έκρινε αντισυνταγματική την παράκαμψη του ΕΣΡ στη διαδικασία αδειοδότησης.
Κρίση αυστηρή, καθώς το ΣτΕ δεν συνηθίζει να τέμνει με σαφήνεια μείζονα πολιτικά προβλήματα, της οποίας όμως είχαν προηγηθεί ανεπίτρεπτες έμμεσες πιέσεις και την οποία ακολούθησε μια αθέμιτη κυβερνητική επίθεση.
Μόνο ένας αφελής ή ιδεολογικοποιημένος νομικός φορμαλισμός θα υποστήριζε ότι η δικαστική εξουσία είναι ολύμπιος κριτής των ανθρώπινων πραγμάτων, απαλλαγμένη από κάθε προκατάληψη, πολιτική και ιδεολογική θέση, ακόμη και υστεροβουλία.
Από εδώ όμως μέχρι την άποψη ότι «σε τελευταία ανάλυση» η δικαστική εξουσία είναι μια ελίτ με σαφείς και ενιαίες πολιτικές προτιμήσεις ή, ακόμη χειρότερα, τμήμα εκείνης της «εξουσίας» που δεν παραδίδεται σε μια εκλεγμένη (αριστερή) κυβέρνηση, η απόσταση είναι μεγάλη και καλό είναι να μη διανύεται.
Σε κάθε περίπτωση καθένας δικαιούται να ασκεί κριτική στη δικαστική εξουσία, εκτός από την κυβέρνηση· κι αυτό επιβάλλεται όχι από κάποια μεταφυσική πίστη στην απόλυτη ουδετερότητα των εξουσιών, αλλά από τον σεβασμό στους θεμελιώδεις κανόνες της κοινής μας πολιτικής συνύπαρξης.
Ακόμη περισσότερο όμως η απόφαση του ΣτΕ πυροδότησε ένα νέο επεισόδιο του μικρού μας ψευδο-εμφυλίου που μαίνεται στα χρόνια της κρίσης. «Δικαστικό πραξικόπημα» οι μεν, «κυβερνητική χούντα» (που δεν τελείωσε το ’73;) οι δε, οι απόψεις για άλλη μια φορά διχάστηκαν χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ τους.
Δεν είναι κατ’ ανάγκη αμάρτημα η διαφωνία και η διαμάχη, ούτε αρετή η «συνεννόηση» όλων των καλών ανθρώπων· αντιθέτως, θα έλεγε η Χάνα Αρεντ, η πολιτική αρχίζει εκεί όπου αρχίζει η σύγκρουση στην αγορά των ιδεών.
Μέσα όμως στην απόλυτη όξυνση, τη στρατοπεδική στοίχιση στη μία ή την άλλη πλευρά, χάνεται το πραγματικό διακύβευμα, που θα ήταν τελικά και η πολιτική αρετή μιας προοδευτικής διακυβέρνησης: η στοιχειώδης ρύθμιση της τηλεοπτικής μας ζούγκλας, της πειρατικής «ελεύθερης τηλεόρασης» που επί τριάντα χρόνια στήθηκε ως εξουσία χαρισμένη ουσιαστικά σε λίγους.
Η ρύθμιση είναι αναγκαία, με αυστηρή αλλά θεσμικά άμεμπτη διαδικασία αδειοδότησης, με προϋποθέσεις που επιτέλους θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των καναλιών, την ποιότητα και τα θεμελιώδη του πλουραλισμού (που όχι σπάνια απουσιάζει από την υποτιθέμενη «πολυφωνία» της τηλεοπτικής αγοράς) και φυσικά με υψηλό τίμημα και επομένως έσοδα για τα δημόσια ταμεία.
Οι κυβερνητικοί χειρισμοί δεν δικαιώνουν εξ αντανακλάσεως τη στάση μιας αντιπολίτευσης που έχει αλλεργία σε κάθε ιδέα παρέμβασης και ρύθμισης της «ελεύθερης αγοράς» και με τη σειρά της εργαλειοποιεί τα θεσμικά αντίβαρα της δημοκρατίας μας, βάζοντας βέτο στη συγκρότηση του ΕΣΡ με στόχο να μπλοκάρει τη νομοθετική πρωτοβουλία που θεσμικά ανήκει ανεμπόδιστα στην κυβέρνηση.
Μετά την απόφαση του ΣτΕ, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για την κυβέρνηση να μη σεβαστεί την κρίση του δικαστηρίου και να μην επιφέρει τις αναγκαίες τροποποιήσεις στον νόμο, ούτε και για την αντιπολίτευση να συνεχίσει να μπλοκάρει τη συγκρότηση του ΕΣΡ (υπό τον όρο στοιχειώδους σοβαρότητας των προτεινόμενων προσώπων).
Οπως δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην αρχίσουμε ως πολίτες να ανακαλύπτουμε, παραφράζοντας τον Οσκαρ Ουάιλντ, τη σημασία τού να είναι κανείς μετριοπαθής.
* Πολιτικός επιστήμονας (gbalabanidis@hotmail.com). Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου