Αριστερά και Εκκλησία
Κύρκος Δοξιάδης *
Ας δεχτούμε κάτι (σχεδόν) αυτονόητο: ότι η νέα ηγεσία του υπουργείου Παιδείας θα ακολουθήσει τα βήματα των προκατόχων της όσον αφορά τη μέριμνα να παρέχεται στους αυριανούς ελεύθερους πολίτες της χώρας δημοκρατική παιδεία, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη διαπαιδαγώγηση σύμφωνα με τις αρχές της ανεξιθρησκίας και κατά συνέπεια την κατάργηση της κατήχησης.
Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση όμως, γεγονός παραμένει πως η απομάκρυνση του Νίκου Φίλη από τη θέση του υπουργού Παιδείας ήταν μια αδιαμφισβήτητη νίκη των πιο βαθιά συντηρητικών κύκλων εναντίον της Αριστεράς, ένας (μικρός ή μεγάλος, θα φανεί μεσοπρόθεσμα) θρίαμβος των δυνάμεων του σκοταδισμού έναντι εκείνων του Διαφωτισμού. Συμβαίνει συχνά στις κοινωνικο-πολιτικές διαμάχες οι συμβολισμοί που πλαισιώνουν τα δημόσια πρόσωπα να προσλαμβάνουν καθοριστική πολιτική σημασία.
Ας αναφέρουμε δύο πρόσφατα αποκαλυπτικά συμβάντα.
(α) Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ, που έλαβε χώρα πριν από περίπου τρεις εβδομάδες, κάθε φορά –ανελλιπώς- που ακουγόταν το όνομα του Ν. Φίλη με αναφορά στις επιθέσεις που δεχόταν από την ιεραρχία της Εκκλησίας έπεφτε θερμό χειροκρότημα. Και η εκλογή του στη δεύτερη θέση κατά την ψηφοφορία για τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής ερμηνεύτηκε –ορθά, μάλλον- ως επιδοκιμασία, μεταξύ άλλων, για τον αγώνα του να απαλλαγεί επί τέλους η ελληνική εκπαίδευση από τον παρεμβατισμό της Εκκλησίας.
(β) Πριν μια εβδομάδα, κατά τη συνέντευξη που έδωσε ο Ιερώνυμος στον Αλέξη Παπαχελά, ο αρχιεπίσκοπος, αφού μίλησε απαξιωτικά για τον (τότε) υπουργό Παιδείας, επιβεβαίωσε και μια πληροφορία που του ανέφερε ο γνωστός δημοσιογράφος: ότι κατά τη συνάντηση που είχε στο μέγαρο Μαξίμου με τον Αλέξη Τσίπρα, παρουσία των Νίκου Φίλη και Πάνου Καμμένου, κάποια στιγμή τού είπε ο τελευταίος: «Αν μου πείτε και θέλετε, εγώ ρίχνω την κυβέρνηση αύριο το πρωί».
Ενα κι ένα κάνουν δύο. Ο Ν. Φίλης, παλαιό στέλεχος της Αριστεράς και υπουργός Παιδείας, γίνεται σύμβολο του δύσκολου αγώνα της αριστερής κυβέρνησης για την απελευθέρωση της παιδείας από τα ιδεολογικά δεσμά του θεσμού της κατήχησης.
Συσπειρώνονται εναντίον του όλες οι άκρως συντηρητικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας, πρωτοστατούντων των ακροδεξιών στοιχείων της Εκκλησίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. (Την τελευταία άλλωστε τη βολεύει η οποιαδήποτε ήττα ή υποχώρηση της κυβέρνησης που θα ενίσχυε τα σχέδιά της για «αριστερή παρένθεση».)
Στην εν λόγω συσπείρωση –φευ- συμμετέχει και ο κυβερνητικός εταίρος του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως ο αρχηγός του. Και –κατά τα φαινόμενα, τουλάχιστον- είναι αυτός που παίζει καταλυτικό ρόλο στην ευόδωση του αγώνα εναντίον του Ν. Φίλη και στην απομάκρυνσή του από το επίμαχο υπουργείο.
Τα παραπάνω δεν είναι «μία πιθανή ανάγνωση» των σχετικών γεγονότων – είναι η κυρίαρχη ερμηνεία τους, για να μην πω η μόνη. Ακόμη και αν δεχόμαστε πως η αλλαγή της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας στην πραγματικότητα έγινε για λόγους μιας απαραίτητης ή έστω χρήσιμης ανανέωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής (και προφανώς θα ήμουν από τους τελευταίους που θα αμφισβητούσαν την αξία του προσώπου που διαδέχτηκε τον Ν. Φίλη), η «κατασκευή της συναίνεσης» σε τέτοιες περιπτώσεις είναι αμείλικτη.
Ακόμη και ευφημιστικές διατυπώσεις του τύπου: «ο Τσίπρας αποφάσισε να κλείσει το μέτωπο με την Εκκλησία», υποδηλώνουν ένα πράγμα: Στη συνείδηση του περισσότερου -αν όχι όλου τού- κόσμου, η αριστερή κυβέρνηση ηττήθηκε «κατά κράτος» στη διαμάχη της με την Εκκλησία και γι’ αυτό ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να αλλάξει τον υπουργό Παιδείας κατά τον ανασχηματισμό.
Πράγμα που αναπόφευκτα συνεπάγεται και συντηρητική στροφή γενικότερα στα θέματα σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας.
Θα μπορούσαμε να θέσουμε το αναμενόμενο ερώτημα: Εως πότε και –ιδίως- έως ποιο σημείο θα πληρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ το τίμημα της συμμαχίας του με τους ΑΝ.ΕΛΛ.; Βασανιστικό ερώτημα, καθ’ ότι σε μεγάλο βαθμό αναπάντητο.
Οχι και τόσο όμως. Μακριά από εμένα οι οικονομικοί αναγωγισμοί, αλλά δεν είναι τόσο βέβαιο ότι τα ταξικά ερείσματα του κόμματος της ελάσσονος συμπολίτευσης είναι τέτοια ώστε να το καθιστούν πιστό σύμμαχο μέχρις εσχάτων στην (όποια) αντίσταση που προβάλλει (ή που θα προβάλει, στο προσεχές μέλλον) η κυβέρνηση εναντίον των «θεσμών».
Κατά την άποψή μου, όμως, τίθεται κι ένα ερώτημα ακόμα πιο βασανιστικό, καθ’ ότι «υπαρξιακού» χαρακτήρα. Πόσο σημαντικό είναι τελικά για τον κόσμο της Αριστεράς στην Ελλάδα –από την κορυφή της κομματικής πυραμίδας έως τα απλά μέλη και οπαδούς- να υπάρχει σθεναρή στάση απέναντι στον θεσμικό αυταρχισμό της Εκκλησίας; Ή, με άλλα λόγια: Οι αρχές του Διαφωτισμού είναι ή δεν είναι η έσχατη «κόκκινη γραμμή» για την Αριστερά;
* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου