.."το τέλος της ευρώπης ή ο φασισμός με αρμάνι"...
του Κώστας Δουζίνα (*)
Τάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ,1995 |
Η βαρβαρότητα ξαναμπαίνει στην ευρωπαϊκή καθημερινότητα. Δεν φοράει μπότες και στολές, αλλά κοστούμια Armani και ταγιέρ Chanel. Δεν υπόσχεται φυλετική καθαρότητα, αλλά προστασία του δυτικού πολιτισμού
Όποια και να είναι τα αποτελέσματα του ιταλικού δημοψηφίσματος και των αυστριακών προεδρικών εκλογών, η κοινωνική Ευρώπη της Δημοκρατίας και της αλληλεγγύης θα έχει δεχτεί σήμερα άλλο ένα χτύπημα. Η ανθρωπότητα πανηγύρισε την ήττα του ναζισμού και του φασισμού το 1945. Το σύνθημα “Never Again” που τόσες γενιές επανέλαβαν από τότε ίσως να μας έκανε να εφησυχάσουμε περισσότερο από ό,τι έπρεπε. Αλλά ο νέος ακροδεξιός λαϊκισμός έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, η προβιά του λύκου έχει αλλάξει.
Ο Aντόρνo έγραψε το 1949 ότι «Όσο πιο ολοκληρωτική γίνεται η κοινωνία, τόσο θεριεύει η αλλοτρίωση του πνεύματος και τόσο πιο παράδοξη φαντάζει η προσπάθεια να αποδράσει από την αλλοτρίωση μόνο με τις δυνάμεις του. Ακόμη και η πληρέστερη συνειδητοποίηση της καταστροφής κινδυνεύει να μετατραπεί σε άσκοπο κουτσομπολιό. Η πολιτισμική κριτική βρίσκεται αντιμέτωπη με το τελευταίο στάδιο της διαλεκτικής μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας. Είναι βάρβαρο να γράφεις ποιήματα μετά το Άουσβιτς». Η τελευταία πρόταση είναι μία από τις πιο διάσημες του 20ού αιώνα. Έχει επαναληφθεί πολλές φορές παραπλανητικά και έξω από τα συμφραζόμενα της πυκνής και προφητικής αυτής παραγράφου. Σήμερα ίσως να μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα την έννοια του χρησμού.
Το 2016 θα μείνει στην Ιστορία ως η χρονιά που η προειδοποίηση του Aντόρνo έρχεται πάλι στην επικαιρότητα και η βαρβαρότητα ξαναμπαίνει στην ευρωπαϊκή καθημερινότητα. Δεν φοράει μπότες και στολές, αλλά κοστούμια Armani και ταγιέρ Chanel. Δεν υπόσχεται φυλετική καθαρότητα, αλλά προστασία του δυτικού πολιτισμού. Μετά το Brexit και τον Τραμπ, η Ιταλία, η Αυστρία, και, στο βάθος, η Ολλανδία και η Γαλλία είναι τα επόμενα στάδια της «αλλοτρίωσης του πνεύματος». Πώς είναι δυνατό τόσοι Ευρωπαίοι να έχουν ξεχάσει την Ιστορία τους;
Η μεταμόρφωση του φασισμού
Tάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ, 1995 |
Η πρόσφατη Ιστορία της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ολλανδίας μπορούν να μας βοηθήσουν για να κατανοήσουμε πώς άλλαξε η “συσκευασία” του ρατσισμού και ωραιοποιήθηκε ο φασισμός για να γίνει αποδεκτός σε ανθρώπους που δεν θα υποστήριζαν ποτέ τους θαυμαστές του ναζισμού. Η σύγκριση πατέρα και κόρης Λεπέν είναι χαρακτηριστική. Ο Ζαν-Μαρί Λεπέν έχασε τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 2002 με περίπου τις ίδιους ψήφους που πήρε και στον πρώτο. Κανένας κεντροαριστερός δεν ήταν διατεθειμένος να τον ψηφίσει όταν ο Λεπέν απέκλεισε τον υποψήφιο των Σοσιαλιστών. Η κόρη του Μαρίν θα πάρει το 2017 πολύ περισσότερες ψήφους. Το επιχείρημα «δεν ψηφίζω φασίστες» έχει χάσει τη δύναμή του και η Λεπέν έχει κάθε ελπίδα να κερδίσει την προεδρία ακολουθώντας την πορεία του Τραμπ.
Ο πατέρας Λεπέν ήταν ένας προβοκάτορας που απευθύνονταν στους παραδοσιακούς Γάλλους ακροδεξιούς, τους Ρieds Νoir, τους αντιδραστικούς καθολικούς και τους νοσταλγούς του Βισί. Η κόρη έχει αλλάξει τελείως το περιτύλιγμα του ιδεολογικού της μηνύματος. Καλύπτει το κενό που άφησε το «ακραίο νεοφιλελεύθερο κέντρο» πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά. Απομάκρυνε τους νεοναζί, τους περιθωριακούς skinheads και τους ομοφοβικούς αντιδραστικούς και απευθύνεται στα τμήματα της κοινωνίας που αισθάνονται προδομένα από την γκολική Δεξιά, την κομμουνιστική Αριστερά και τους νεοφιλελεύθερους Σοσιαλιστές.
Το πολιτικό σύστημα της “μετα-δημοκρατίας” αγνοεί και περιφρονεί τα θύματα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Η αγανάκτηση και ο θυμός αυτού του τμήματος της κοινωνίας αποτελεί το μεγαλύτερο όπλο της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς. Εγκαταλείποντας την κλασική και ξεπερασμένη ταξική ανάλυση, που ακόμη κρατάει τμήματα της Αριστεράς σε ομηρία, η νέα Ακροδεξιά υιοθετεί τη στρατηγική διαίρεσης της κοινωνίας ανάμεσα στον λαό και τις ελίτ. Έτσι μιλάει στο συναίσθημα παρά στη λογική, υποθάλπει τους φόβους και περιφρονεί τις τεχνοκρατικές αναλύσεις και τους αριθμούς, πιάνοντας τον σφιγμό ενός κόσμου που βλέπει το βιωτικό του επίπεδο να πέφτει συνεχώς και το μέλλον του αβέβαιο.
Εδώ βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα και με το ιταλικό δημοψήφισμα. Ο Ρέντζι θα μπορούσε να είχε κάνει τις συνταγματικές αλλαγές που επιδιώκει χωρίς δημοψήφισμα. Αντί να πάρει μάθημα από τον Βρετανό Κάμερον, που “αυτοκτόνησε” κάνοντας το δημοψήφισμα για το Brexit, ακολούθησε την ίδια τακτική και απειλεί με παραίτηση αν χάσει. Ζητάει σήμερα από τους Ιταλούς να μειώσουν τον αριθμό των γερουσιαστών από 315 σε 100, που θα διορίζονται αντί να εκλέγονται όπως τώρα, και περιορίζει σημαντικά τις νομοθετικές τους αρμοδιότητες. Φαίνεται να μην έχει καταλάβει τίποτε από τις πρόσφατες λαϊκές και εκλογικές εξεγέρσεις.
Αυξάνει τις εξουσίες της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού και μειώνει αυτές της Βουλής, όταν οι πολίτες δείχνουν με κάθε τρόπο ότι δεν εμπιστεύονται τις πολιτικές ελίτ. Μεταφέρει την επιλογή της Γερουσίας από λαϊκές εκλογές σε κομματικό διορισμό, όταν οι πολίτες απορρίπτουν τις κομματικές νομενκλατούρες και πιστεύουν ότι ο διορισμός θα προστατεύσει διαπλεκόμενους από ποινική δίωξη. Στα κιτάπια της Πολιτικής Ιστορίας, το ιταλικό δημοψήφισμα θα καταγραφεί σαν ένα από τα πιο παρακινδυνευμένα εγχειρήματα. Ίσως να είναι ο Ρέντζι και όχι ο Τσίπρας, όπως ισχυρίζεται η αντιπολίτευση, που θέλει να αποδράσει από τα οικονομικά προβλήματα. Δυστυχώς για την Ελλάδα, όπως είπαν για τον Μπλερ, ο Ρέντζι ήταν το μέλλον κάποτε.
Οι πολιτισμικοί πόλεμοι
Τάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ,1995 |
Αλλά ας γυρίσουμε στη Γαλλία και την Ακροδεξιά μετά τη σύντομη παρένθεση στην αυτοκτονική στρατηγική τής ιταλικής Κεντροαριστεράς. Θα ξαναπάρουμε την κυριαρχία μας από τις Βρυξέλλες, λέει η Λεπέν, θα γυρίσουμε στη δόξα που ήταν η Γαλλία, θα ξανακαταλάβουμε τις συνοικίες των αντιστάσεων από τους Άραβες. Έτσι, η Ακροδεξιά προσπαθεί να ξαναζωντανέψει την παράδοση ενός ισχυρού και περήφανου κράτους που έχει καταστραφεί από την αποδοχή της γερμανικής ηγεμονίας.
Αλλά πρόκειται για πλαστή εικόνα της Ιστορίας και ψεύτικη υπόσχεση επιστροφής στο ένδοξο παρελθόν. Η καταπίεση και εκμετάλλευση της αποικιοκρατίας δεν μπορεί να μεταμορφωθεί σε πετυχημένη «αποστολή εκπολιτισμού» (mission civilisatrice). Η Ανατολή βρίσκεται στην καρδιά της Δύσης, τα παιδιά του Μαγκρέμπ στις συνοικίες του Παρισιού και της Μασαλίας, αλλά η «εκκοσμικευμένη» Γαλλία δεν τους δίνει τα βασικά δικαιώματα του πολίτη. Καμιά ωραιοποίηση του παρελθόντος δεν αλλάζει τη ζοφερή τους καθημερινότητα. Έτσι η νέα Ακροδεξιά γίνεται μεταμοντέρνα: Στηρίζεται στην πίστη ότι αλήθεια είναι οι επίπλαστοι μύθοι της και πραγματικότητα η φτιασιδωμένη επιφάνεια των πραγμάτων.
Η οικονομική κρίση και η ανασφάλεια αποτελούν το δεύτερο συστατικό του ιδεολογικού αφηγήματος. Η Λεπέν υπόσχεται να προστατεύσει το κράτος ευημερίας και τα κοινωνικά επιδόματα που εγκατέλειψαν οι πολιτικές ελίτ και «απειλούν οι μετανάστες». Αλλά, όπως βλέπουμε και με τον Τραμπ, η περικοπή του φόρου των επιχειρήσεων δεν συνδυάζεται εύκολα με τα μεγάλα έργα υποδομής που χρειάζονται για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί το ισχυρότερο χαρτί της Ακροδεξιάς. Αντίθετα, η πολιτισμική και αξιακή κρίση έχουν την πρωτοκαθεδρία στην νέα Ακροδεξιά ιδεολογία.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η καταστροφή των κοινωνικών υποδομών από τη λιτότητα, η πτωχοποίηση, οι ανισότητες και η ανεργία βοήθησαν την άνοδο του ρατσισμού και της ξενοφοβίας σε όλη την Ευρώπη. Αλλά τα τελευταία πενήντα χρόνια ο ρατσισμός πήρε πολλές μορφές. Η υψηλή ανεργία στην Ισπανία δεν οδήγησε σε άνοδο του ρατσισμού, ενώ η μικρή στη Γαλλία συμπίπτει με την άνοδο της Λεπέν. Στην Ουγγαρία, όπου υπάρχει μικρή μετανάστευση, στοχοποιήθηκαν οι Εβραίοι, οι Ρωμά και οι μετανάστες. Κοινή παντού παραμένει η επιλογή ενός αδύναμου και ευάλωτου «άλλου», που παρουσιάζεται ως αιτία όλων των κακών.
Σε αντίθεση με τον κλασικό φασισμό, όπου ο αντισημιτισμός, ο ακραίος ρατσισμός και η ομοφοβία ένωναν την Ακροδεξιά σε ολόκληρη την Ευρώπη, ο ρατσισμός και ο φασισμός των ημερών μας έχει πληθώρα στόχων, που μεταβάλλονται διαρκώς. Στη Βρετανία, απ' όπου ξεκίνησε αυτή η πορεία, το μοτίβο του αποδιοπομπαίου τράγου μετακινήθηκε από τους μαύρους στις δεκαετίες του '60 και του '70 («No blacks or Irish» έγραφαν ταμπέλες σε παμπ και πανδοχεία), στους «ψευδοπρόσφυγες» στα '90 και μετά στους «λαθρομετανάστες».
Αλλά ήταν η ολλανδική Ακροδεξιά που καλλιέργησε την κυρίαρχη εκδοχή της πολιτισμικής μεταλλαγής. Ο αρχηγός του Κόμματος της Ελευθερίας Πιμ Φορτούιν ήταν ο εμπνευστής της νέας πολιτικής που παρουσιάζει το Ισλάμ ως οπισθοδρομικό, ως αντιδραστική απειλή στις αξίες της Ευρώπης. Ο ίδιος ήταν γκέι, απέρριπτε τον κοινωνικό συντηρητισμό και την «πολιτική ορθότητα» και τόνιζε την ανάγκη προστασίας της Ευρωπαϊκής κοσμικής και προοδευτικής κουλτούρας. Αναγορεύει λοιπόν το Ισλάμ και τους μουσουλμάνους στον μεγάλο εχθρό και υποστηρίζει ότι βασικός του σκοπός είναι η υπεράσπιση της δυτικής ταυτότητας και τρόπου ζωής από τους βάρβαρους έξω και μέσα στις πύλες του κράτους. Μετά τη δολοφονία του Φορτούιν το 2003 και του Θεο φαν Γκοφ το 2004, ο νέος ηγέτης Γκερτ Βίλντερς ακολουθεί την ίδια πολιτική καταδικάζοντας τη «μουσουλμανική εισβολή» και υποσχόμενος την «αποϊσλαμοποίηση» της χώρας. Οι μουσουλμάνοι είναι βέβαια μετωνυμία για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Έτσι δημιουργήθηκε σταδιακά μια αποδεκτή ξενοφοβία για έναν λαό που περηφανεύεται για την ανεκτικότητά του.
Αυτή την ακραία εκδοχή τής θεωρίας περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» υιοθέτησε σύντομα και η Λεπέν, που προσεταιρίζεται τις αριστερές εκστρατείες και εμφανίζεται να προστατεύει τα δικαιώματα των γκέι, των γυναικών και των Εβραίων κατά των νέων βαρβάρων. Η επιδημία χτύπησε και την «πολιτισμένη» Δανία. Το ακροδεξιό Λαϊκό Κόμμα υποχρέωσε τους πολιτικούς του κατεστημένου -ακόμα και τους σοσιαλδημοκράτες- να ψηφίσουν τον «νόμο των κοσμημάτων», σύμφωνα με τον οποίο όσα τιμαλφή έχουν οι πρόσφυγες αξίας πάνω από 1.000 ευρώ κατάσχονται για να χρηματοδοτήσουν τη διαμονή τους.
Ψυχανάλυση και νεορατσισμός
Tάσσος Δίκας, ξηρό παστέλ, 1995 |
Το πλεονέκτημα της πολιτισμικής στροφής για τους νεοφασίστες είναι ότι τους επιτρέπει να ισχυρίζονται ότι έχουν απορρίψει τον ρατσισμό και τη φυλετική καθαρότητα και ότι αντίθετα στηρίζονται σε λογικά επιχειρήματα και στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Αλλά δεν είναι έτσι. Μπορεί οι στόχοι και τα επιχειρήματα να έχουν αλλάξει στο κυνήγι της εξουσίας, αλλά η βασική ιδεολογία παραμένει. Η ψυχανάλυση μπορεί να μας βοηθήσει να ανιχνεύσουμε δύο στρατηγικές που εξηγούν την απήχηση του νεορατσισμού. Η πρώτη αποτελεί ακραία προσπάθεια «εκλογίκευσης» των πολλαπλών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δυτικές κοινωνίες.
Βασισμένη σε μια παραμορφωμένη εκδοχή του nihil sine ratione (τίποτα δεν υπάρχει χωρίς κάποιο λόγο), προσπαθεί να ανακαλύψει μια κοινή αιτία για τα κακά που μας βρήκαν. Η υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας, η οικονομική δυσπραγία, η ανεργία, η πολιτική ανικανότητα, η κοινωνική παρακμή, οι οικογενειακές δυσλειτουργίες, η αξιακή και ηθική υποχώρηση αλλά και προσωπικές αποτυχίες και ματαιώσεις έχουν όλα κοινή αιτία.
Οι λόγοι και τα συμπτώματα της κακοδαιμονίας είναι βέβαια ποικίλα και συχνά άσχετα μεταξύ τους. Αλλά η στρατηγική της παράλογης «εκλογίκευσης» ανακαλύπτει έναν κοινό «άλλο», παλιότερα τον εβραίο, τώρα τον μουσουλμάνο πίσω από κάθε πρόβλημα. Μια σατανική παρουσία είναι υπεύθυνη και συνδέει όλα όσα πάνε στραβά. Ο «άλλος» λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος που συνέχει και συνθέτει τα κομμάτια του παζλ, δημιουργώντας ένα πανόραμα καταστροφής και την ελπίδα σωτηρίας με την εξαφάνισή του. Η δεύτερη στρατηγική είναι ακριβώς αντίθετη. Στηρίζεται στην πίστη ότι οι «άλλοι» μας κλέβουν την απόλαυση, μας παίρνουν τις δουλειές, τα κοινωνικά επιδόματα, τις γυναίκες.
Η έλλειψη και η ψυχική δυσφορία που, κατά Φρόυντ και Λακάν, χαρακτηρίζουν κάθε άνθρωπο είναι έργο κάποιων που υφάπαρξαν την ευτυχία μας. Έτσι, παρ’ ότι διώκονται και υποφέρουν, οι πρόσφυγες και οι μουσουλμάνοι έχουν λεφτά και κοσμήματα, καλύτερη μουσική και κουζίνα, ισχυρές κοινότητες και καλό σεξ, αξιαγάπητα παιδιά και διασκέδαση, πράγματα που «εμείς» έχουμε χάσει. Οι μουσουλμάνοι και οι πρόσφυγες είναι εγκληματίες, τρομοκράτες και κλέφτες κι αυτό δικαιολογεί να τους πάρουμε την πενιχρή τους περιουσία.
Τον Μάρτιο του 1938, μετά το anschluss έγραψε ο Φρόυντ στο περιθώριο του τετραδίου του: “Finis Austriae”. Αν η Ευρώπη ξεχάσει το παρελθόν της και αποδεχτεί την πολιτισμική μεταλλαγή του φασισμού, οδηγείται κι αυτή στο τέλος της.
(*) Ο Κώστας Δουζίνας, είναι βουλευτής Α' Πειραιά και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου
πηγή: avgi.gr άρθρο του Κώστα Δουζίνα > Το τέλος της Ευρώπης ή ο φασισμός με Αρμάνι
VIA "ιστογραμμή"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου