7 σκέψεις επί της ιδιαιτερότητας του ΣΥΡΙΖΑ.
Του Τάσσου Δίκα*
Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ -ως κόμμα- συνίσταται ότι αποτελεί ιστορικά εξαίρεση όπου ένα κόμμα της αριστεράς (το οποίο παραδοσιακά ακολουθούσε μονοψήφιο ποσοστό του πληθυσμού και μάλιστα κάτω του 5%), σε διάστημα λίγων ετών έφτασε να στηρίζεται εκλογικά και να υποστηρίζεται κοινωνικά από ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών, το οποίο με ποσοστό 36% το έφερε δύο φορές στη συγκυβέρνηση της χώρας σε διάστημα δύο ετών.
Αυτό δεν σημαίνει κατ ανάγκη ότι το τμήμα αυτό του πληθυσμού προσχώρησε σε όλες τις ιδεολογικοπολιτικές του θέσεις, αλλά τουλάχιστον σημαίνει ότι το εμπιστεύθηκε, ανοίγοντας ταυτόχρονα δίαυλο επικοινωνίας με την ουσία της πολιτικής που το διέπει.
H άνοδός του ΣΥΡIZA στη διακυβέρνηση της χώρας σχετίζεται με την απόγνωση της ελληνικής κοινωνίας η οποία είδε την χρεοκοπία της χώρας να εξελίσσεται ταχύτατα, είδε την φτωχοποίηση των νοικοκυριών εξ αιτίας των μνημονιακών μέτρων που επιβλήθηκαν στη χώρα από τους δανειστές – εταίρους στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα από κοινού με το ΔΝΤ, αντιλαμβανόμενο με τραυματικό τρόπο, ταυτόχρονα με την μεγάλη απαξίωση των υπεύθυνων κομμάτων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) που ιστορικά χρεώθηκαν την στρεβλή, υποθηκευμένη, πλαστή και διαπλεκόμενη ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να «ακροβατήσει» μεταξύ στόχων και απαιτήσεων της επιτροπείας των δανειστών – κρατών της Ε.Ε (και ταυτόχρονα του ΔΝΤ) και της προσπάθειας διάσωσης και ουσιαστικής ανάκαμψης – ανάπτυξης της κοινωνίας, με επίκεντρο τα πλέον ευαίσθητα κατώτερα οικονομικά – κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένης και της πληγείσας μεσαίας τάξης η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει φτωχοποιηθεί.
Παράλληλα η κοινωνική απαξίωση σε συλλογικούς θεσμούς (συνδικαλιστικούς, συνεταιριστικούς κλπ) λόγω των ιστορικά στρεβλών πολιτικά χειρισμών έφερε ακόμη ένα πλήγμα στο πλέγμα της σχέση κοινωνίας και των συλλογικών της θεσμών, που καλείται να το επουλώσει ο ΣΥΡΙΖΑ (ως κόμμα και ως κυβέρνηση της αριστεράς) με έναν ευρύτατο θεσμικό και όχι μόνο διάλογο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -ως η βασική κυβερνητική συνιστώσα- αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα που θέλει την Ε.Ε. να κυριαρχείται από κυβερνήσεις φίλα προσκείμενες στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη του καπιταλισμού και της πολιτικής ως έκφρασης συγκεκριμένων ισχυρών κοινωνικών, οικονομικών, και χρηματοπιστωτικών συμφερόντων (που κυριάρχησαν πλέον τις τελευταίες δεκαετίες και σε παγκόσμιο επίπεδο), που εκμεταλλεύθηκαν την αδυναμία των κρατών, φορέων, και κομμάτων να αντιδράσουν μέσα από μέτρα θεσμικά που να παρεμποδίσουν την επικυριαρχία της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου ως νεωτερικού εποικοδομήματος του καπιταλισμού πέρα και πάνω από τα κράτη και τους θεσμούς και σε βάρος της πραγματικής οικονομίας, των κοινωνιών, του περιβάλλοντος, της ίδιας της δημοκρατίας.
2. Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται ότι προσπάθησε να εξαντλήσει -διαπραγματευόμενο σκληρά- όλα τα περιθώρια προκειμένου να μην υποχρεωθεί η χώρα να τεθεί σε άτακτη χρεοκοπία και εκτός Ευρωζώνης (ακόμη και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης), που αποτελούσε προσπάθεια κύκλων της συντηρητικής και νεοφιλελεύθερης Ευρώπης.
Αυτό γίνεται εν μέσω ενός νεοφιλελεύθερου οικονομικού πλαισίου που διαπερνά την Ευρώπη και Ευρωζώνη, προσπαθώντας να «ακροβατήσει» μεταξύ στόχων και απαιτήσεων της επιτροπείας των δανειστών – κρατών της Ε.Ε (και ταυτόχρονα του ΔΝΤ) και της προσπάθειας διάσωσης και ουσιαστικής ανάκαμψης – ανάπτυξης της κοινωνίας, με επίκεντρο τα πλέον ευαίσθητα κατώτερα οικονομικά – κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένης και της πληγείσας μεσαίας τάξης η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει φτωχοποιηθεί.
Η συνειδητοποίηση αυτή -ως κόμμα και ως κοινωνία- που το στήριξε απέναντι στην άκαμπτη και σκληρή στάση των δανειστών-κρατών και του ΔΝΤ, αποτέλεσε αφετηριακό σημείο χειραφέτησης και των μελών του κόμματος αλλά και των ψηφοφόρων και «προσγείωσής» τους στη συνειδητοποίηση μιας σκληρής πραγματικότητας δηλ. της νεοφιλελεύθερης αντίληψης που διαπερνά και «εξουσιάζει» (ή επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό) στη πράξη, την πολιτική των περισσοτέρων ευρωπαϊκών κρατών – μελών όπου έχουν αναδείξει οι πολίτες τους συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις στις κυβερνήσεις τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε και κέρδισε -σε πείσμα πολιτικών συμφερόντων (στο εσωτερικό και εξωτερικό) το μεγάλο δημοκρατικό στοίχημα του Δημοψηφίσματος πάνω στο οποίο, είχαν επενδύσει πολιτικά αλλά και κερδοσκοπικά παράγοντες του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού κατεστημένου εντός και εκτός Ελλάδας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπόρεσε και τόλμησε και πέτυχε να αρθρώσει (πλέον και ως κυβέρνηση και ο Αλέξης Τσίπρας ως πρόεδρος του κόμματος και ως πρωθυπουργός)- ένα σοβαρό και εμπεριστατωμένο εναλλακτικό αντινεοφιλελεύθερο οικονομικά – κοινωνικά και πολιτικά λόγο στους θεσμούς Ευρωπαϊκής Ένωσης, (την ίδια στιγμή που υποχρεωνόταν να εφαρμόσει πτυχές του αντικειμενικά νεοφιλελεύθερου μνημονίου).
Ο εναλλακτικός λόγος αυτός μπόρεσε και επηρέασε αντίστοιχους αριστερούς πολιτικούς χώρους άλλων ευρωπαϊκών κρατώv, αλλά ακόμη σένα βαθμό- μπόρεσε να ευαισθητοποιήσει τμήματα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας στα οποία κατέδειξε (εμμέσως πλην σαφώς) το λάθος τους να επηρεάζονται στη πράξη από την απόλυτη κυριαρχία των αμιγώς συντηρητικών κομμάτων της Ευρώπης με επίκεντρο την Γερμανική ηγεμονία με ότι αυτή εκπροσωπεί σε οικονομικό – κοινωνικό – επιχειρηματικό επίπεδο στην Ευρώπη.
Η όλη προσπάθεια συμβάλει προκειμένου οι κυβερνήσεις αυτές και ιδιαίτερα οι αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας αντιληφθούν τις επιπτώσεις της ασκούμενης πολιτικής της ευρωζώνης με απώτερο στόχο εκείνο της σταδιακής απομάκρυνσης από την επιρροή του νεοφιλελευθερισμού (με επίκεντρο και το «πείραμα» της Ελλάδας) άσκησης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής προς όφελος περισσότερο των παραγωγικών δυνάμεων και λιγότερο των χρηματοπιστωτικών εργαλείων.
3.Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται ότι ως αριστερό κόμμα «καινοτόμησε» στο να μην απομακρυνθεί αυτόβουλα από την εξουσία προκειμένου να διατηρήσει αλώβητο το ιδεολογικό του αριστερό προφίλ όταν- εκβιαζόμενο- έπρεπε να αποφασίσει μεταξύ παραίτησής του από την κυβέρνηση και διατήρηση της «καθαρότητας» της αριστερής του ταυτότητας και ενός επώδυνου συμβιβασμού που όμως θα άφηνε προοπτικές μεσομακροπρόθεσμα άσκηση κοινωνικών πολιτικών με αριστερό πρόσημο.
Αυτό γίνεται εν μέσω ενός νεοφιλελεύθερου οικονομικού πλαισίου που διαπερνά την Ευρώπη και Ευρωζώνη, προσπαθώντας να «ακροβατήσει» μεταξύ στόχων και απαιτήσεων της επιτροπείας των δανειστών – κρατών της Ε.Ε (και ταυτόχρονα του ΔΝΤ) και της προσπάθειας διάσωσης και ουσιαστικής ανάκαμψης – ανάπτυξης της κοινωνίας, με επίκεντρο τα πλέον ευαίσθητα κατώτερα οικονομικά – κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένης και της πληγείσας μεσαίας τάξης η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει φτωχοποιηθεί.
Το αντιφατικό αυτό εν πολλοίς στοίχημα για ένα κόμμα της αριστεράς πρέπει να κερδηθεί (για λογαριασμό της όλης αριστεράς) και για ιστορικούς λόγους.
Επιπρόσθετα ο ΣΥΡΙΖΑ εκβιαζόμενος από τα συντηρητικά και νεοφιλελεύθερα κέντρα εξουσίας της Ευρώπης που επιζητούσαν την απομόνωση και χρεοκοπία του ίδιου του αριστερού κυβερνητικού εγχειρήματος στην Ευρώπη, δεν προτίμησε την εύκολη πολιτικά και βολική κομματικά άρνηση συμφωνίας με τους δανειστές, που θα είχε ως συνέπεια την άτακτη χρεοκοπία της χώρας και έξοδο από την Ευρωζώνη αλλά αποδέχθηκε τον επώδυνο συμβιβασμό ως αναγκαίο πολιτικά βήμα προκειμένου να αφήσει ανοικτό τον ορίζοντα κατάδειξης στη πράξη εναλλακτικού μοντέλου και περιεχομένου διακυβέρνησης, περιορίζοντας με παράλληλες πολιτικές θα αναπόδραστα μέτρα σε βάρος των χαμηλότερων στρωμάτων που τα μνημόνια επέβαλαν.
Ουσιαστικά αυτό, ως κομβική ιδεολογική και πολιτική επιλογή, αποτελεί -ως τακτική κόμματος- πολιτική καινοτομία, αφ ενός να αρνείται να προχωρά σε παθητικές διαχειριστικές λογικές, αλλά να επιχειρεί και να τολμά την ταυτόχρονη μάχη εξάντλησης των ορίων υποχώρησης των δανειστών – κρατών και ΔΝΤ και αφ ετέρου, την ίδια στιγμή, να μάχεται για την επούλωση των πληγών των πλέον αδύναμων πληγέντων κοινωνικών στρωμάτων με προσπάθεια «εξάλειψης» ή ελάφρυνσης των επιπτώσεων, αναδεικνύοντας, καταπολεμώντας ταυτόχρονα όλο το πλέγμα της διαπλοκής και προβαίνοντας σε σημαντικές νομοθετικές ρυθμίσεις με αριστερό πρόσημο.
4. Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται ότι αντικειμενικά αποτελεί «πρότυπο» (αλλά και παρατηρούμενο με το «μικροσκόπιο») για τα αριστερά κόμματα αλλά και για τα προοδευτικά τμήματα των κομμάτων της Ευρώπης όπως για μεγάλο τμήμα των πολιτών και εργαζομένων της Ευρώπης, ενώ για τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις θεσμούς και δομές της Ευρώπης αποτελεί αντικειμενικά παράδειγμα προς αποφυγή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί ιδεολογικά και πολιτικά να αντικρούσει τα δείγματα γραφής των συμφερόντων αυτών όπου οι πολίτες της Ευρώπης βλέπουν καθημερινά με τις αλλαγές στο εργασιακό τους επίπεδο, το ασφαλιστικό επίπεδο, στο επίπεδο της κοινωνικής μέριμνας και γενικότερα των κατακτήσεων εκείνων που η μεταπολεμική ανάπτυξη της Ευρώπης επέτρεψε μέσα από την ανάπτυξη εργατικών, συνδικαλιστικών, ανθρώπινων, δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων.
Η πρόσφατη ουσιαστικά συμφωνία της CΕΤΑ αποτελεί τμήμα αυτής της επικυριαρχίας και επί της Ευρώπης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να καταδείξει στους πολίτες, το γιατί οι κατακτήσεις αυτές -ως «ευρωπαϊκό κεκτημένο»- είναι στο επίκεντρο των νεοφιλελεύθερων στόχων και αντιλήψεων για αναπροσαρμογή τους προς τα κάτω σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη (όπου η Ελλάδα αποτελεί -ως χώρα υπό επιτροπεία- ο πιο ευάλωτος στόχος) και ταυτόχρονα προσπαθεί ως κυβέρνηση να αντικρούσει πολιτικά όσα πεδία της είναι εφικτά μέσα από το υφιστάμενο ασφυκτικό πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων και δεσμεύσεων προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ελάφρυνσης του χρέους που αποτελεί κομβικό παράγοντα προοπτικής ανάπτυξης της χώρας (βελτίωσης της οικονομικής δύναμης των νοικοκυριών) και όχι απλά οικονομικής μεγέθυνσης δεικτών ΑΕΠ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -ως κυβέρνηση- προσπαθεί να φωτίσει και να αναδείξει στους πολίτες ότι οι κατακτήσεις αυτές αποτελούν την αιχμή του δόρατος των δανειστών για κατάργηση μέσα από τις απαιτήσεις τους απέναντι στην ελληνική κυβέρνηση προκειμένου αφενός να παραχωρηθεί ο μεγαλύτερος δυνατός ζωτικός οικονομικός χώρος της Ελλάδας, και αφετέρου να συρρικνωθεί και αλλοιωθεί η εκτίμηση και εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι σε μία κυβέρνηση που στηρίζεται κατά βάση σε κόμμα της αριστεράς που με τη σειρά του ανέτρεψε κάθε ιστορικό προηγούμενο σε Ευρωπαϊκό και όχι μόνο επίπεδο. Εδώ ο ρόλος του κόμματος είναι κομβικός και αναγκαίος ως αυτοτελής και παράλληλα ουσιαστικός και διεκδικητικός και όχι παθητικός θεατής των κυβερνητικών χειρισμών.
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Οικολόγων επιδιώκει και χαράσσει -μέσα από συμπληγάδες- πολιτικές που μπορούν να επουλώσουν σένα βαθμό δεσμευτικές πολιτικές αποφάσεις από προηγούμενες κυβερνήσεις, (που ήταν περισσότερο εναρμονισμένη και εξοικειωμένη με την νεοφιλελεύθερη αντίληψη όπως αυτή εκφράζεται από κυρίαρχα κράτη στη ΕΕ.) αλλά και τμήματα της επώδυνης συμφωνίας που ως κυβέρνηση προκειμένου να αποτρέψει την χρεοκοπία συμφώνησε με τους δανειστές.
Ταυτόχρονα μέσα σένα δυσμενές περιβάλλον και εξ ορισμού μη οικείο κατάφερε να εξαγγείλει, εφαρμόσει και καταθέσει οπτικές και πολιτικές σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής που αφορά το σύνολο των Ευρωπαϊκών κρατών, αναδεικνύοντας με το παράδειγμα του ανθρωπισμού και αλληλεγγύης της ελληνικής κοινωνίας απέναντι σε αλλοτριωμένες και προκατειλημμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες και κυρίως κυβερνήσε
5. Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ -ως κυβέρνηση- συνίσταται ότι κυβερνά μέσα σε σένα ασφυκτικό πλαίσιο που καθορίστηκε με την αναγκαστική υπογραφή του 3ου μνημονίου και εκβιαζόμενη προκειμένου να μη τεθεί η ίδια η χώρα εκτός ευρωζώνης, πράγμα που δεν προέκυπτε ως βούληση πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε ως κατεύθυνση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού που ψήφισε 60% «όχι» στο δημοψήφισμα.
Από το δημοψήφισμα και μετά, καθημερινά γράφεται μία ιδιότυπη αλλά σημαντική για τα δεδομένα της κυβερνώσας αριστεράς πολιτική προσπάθεια, αφενός τήρησης ων θεσμικών δεσμεύσεων έναντι των δανειστών-κρατών και ΔΝΤ προκειμένου να εκταμιεύονται τα απαραίτητα και αναγκαία κονδύλια για τη διάσωση και οικονομική ανάκαμψη της χώρας και αφ ετέρου διαμόρφωσης όρων ανακούφισης των ασθενέστερων οικονομικά στρωμάτων (εξαγγελία ΔΕΘ στον Σεπτέμβριο του 2015) με παράλληλη προσπάθεια αναστροφής του γενικότερου οικονομικού κλίματος, μέσα σε αυτό το ιδιαίτερο και αντιφατικό πλαίσιο της επιτροπείας.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που η κυβέρνηση πρωτοστατεί πολιτικά και ανοίγει δρόμους πολιτικής σκέψης, θεσμικής δημιουργίας, δράσης και πρακτικής και στη συνέχεια έρχεται ο κομματικός μηχανισμός να κατανοήσει, εκτιμήσει και κατ επέκταση σε κάποιο βαθμό δικαιολογήσει ή αποδεχθεί και αυτό αφορά πολιτικές στα ασφυκτικά πλαίσια των μνημονιακών υποχρεώσεων έναντι των πιστωτών κρατών της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Η όλη πετυχημένη παρουσία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στα ευρωπαϊκά και όχι μόνο φόρα, καθώς και οι πρόσφατες πρωτοβουλίες του με τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, έχουν καταδείξει έμπρακτα την προσπάθεια ευαισθητοποίησης των μεγαλύτερων δυνατόν δυνάμεων της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (και όχι μόνο, αλλά τουλάχιστον της προοδευτικότερης πλευράς της) να αρθρώσουν ένα διαφορετικό λόγο στην κατεύθυνση ενίσχυσης των ιδιαίτερων οικονομικοπαραγωγικών συστατικών των χωρών του νότου από εκείνες του βορρά.
Αυτό γίνεται εν μέσω ενός νεοφιλελεύθερου οικονομικού πλαισίου που διαπερνά την Ευρώπη και Ευρωζώνη, προσπαθώντας να «ακροβατήσει» μεταξύ στόχων και απαιτήσεων της επιτροπείας των δανειστών – κρατών της Ε.Ε (και ταυτόχρονα του ΔΝΤ) και της προσπάθειας διάσωσης και ουσιαστικής ανάκαμψης – ανάπτυξης της κοινωνίας, με επίκεντρο τα πλέον ευαίσθητα κατώτερα οικονομικά – κοινωνικά στρώματα, συμπεριλαμβανομένης και της πληγείσας μεσαίας τάξης η οποία σε μεγάλο βαθμό έχει φτωχοποιηθεί.
6. Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα, συνίσταται ότι -προς το παρόν τουλάχιστον- δεν έχει καταφέρει να είναι συμμέτοχος -στο βαθμό που θα έπρεπε- στις κοινωνικές εκείνες και κινηματικές διεργασίες που καθημερινά συντελούνται (απόρροια της οικονομικής κρίσης και των ποικίλων παραμέτρων) που επηρεάζουν την κοινωνία μέσα από την υποχρεωτική εφαρμογή των μνημονιακών όρων.
Υπάρχει ευρύ πεδίο κομματικής λειτουργίας με τρόπο που όχι μόνο να αποδελτιώνει και καταδεικνύει διαρκώς την αλήθεια των κυβερνητικών μέτρων από την μία (δεδομένων των παραμορφωτικών φακών των ΜΜΕ και της στρέβλωσης που επιχειρείται καθημερινά) αλλά παράλληλα με επεξεργασία θεωρητικών -και όχι μόνο- πολιτικών θέσεων και την πολιτική δράση για δημιουργία (κατά περίπτωση) «αντισωμάτων» εκεί όπου τα αποτελέσματα κυβερνητικών επιλογών είναι κατ ανάγκη αρνητικά (λόγω επιτροπείας και μνημονιακών δεσμεύσεων) κυρίως για συγκεκριμένες ευάλωτες κοινωνικές και επαγγελματικές τάξεις όπου ο ΣΥΡΙΖΑ κοινωνικά κυρίως αναφέρεται και σίγουρα για την νέα γενιά.
Προς το παρόν τουλάχιστον- ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να καταφέρνει -ως κόμμα- να αναπτύξει εκείνες τις παράλληλες δράσεις που να ανοίγουν πρόσθετους πολιτικούς δρόμους επικοινωνίας προς την κοινωνία (αλλά και προς την κυβέρνηση) προκειμένου να συμβάλει αποφασιστικά -ως υπεύθυνος κομματικός μηχανισμός- στη διαμόρφωση πρόσθετων πολιτικών συμπληρωματικών ή και εναλλακτικών προσεγγίσεων με αριστερό πρόσημο στα κοινωνικά, εργασιακά, περιβαλλοντικά αλλά και πολιτισμικά δρώμενα που αντιστρατεύονται τα καταναλωτικά πρότυπα και το lifestyle του νεοσυντηρητισμού.
Πολιτικές επεξεργασίες και δράσεις του κόμματος που συμβάλουν όχι μόνο στην κατανόηση κυβερνητικών πρακτικών και πολιτικών (γιατί έτσι γίνεται απλά παρακολούθημα της κυβέρνησης) αλλά πολιτικές επεξεργασίες που θα συμπληρώνουν με υπευθυνότητα, επάρκεια και διάρκεια το παζλ μιας αριστερής ή –κατά περίπτωση- αριστερόστροφης τουλάχιστον πολιτικής οπτικής, κοινωνικά δίκαιης και προσανατολισμένης στη διαμόρφωση πολιτικών όρων ενεργοποίησης του ίδιου του λαϊκού παράγοντα ως πολιτικού υποκειμένου της ιστορίας και κυρίως των νέων ανθρώπων.
Η ιδιαιτερότητα του ΣΥΡΙΖΑ –ως κόμμα- συνίσταται ότι συνεχίζει εν πολλοίς να λειτουργεί με περιορισμένη εμβέλεια του οργανωτικού κομματικού του υποβάθρου με αποτέλεσμα τα 20000 μέλη να αποτελούν εξ ορισμού ελάχιστο ποσοστό οργανωτικής αναντιστοιχίας με την κοινωνία, τόσο μάλλον με στρώματα που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και τόσο μάλλον ακόμη που έχουν υποστεί το μεγαλύτερο μέρος της κρίσης που είναι η ίδια η νεώτερη γενιά η νεολαία.
Αν μάλιστα κανείς εκτιμήσει και το ποσοστό ενεργούς συμμετοχής των μελών αυτών, τότε τα συμπεράσματα είναι αποθαρρυντικά και σε κάθε περίπτωση αποδεικνύουν την ανάγκη πλήρους και απροσχημάτιστου οργανωτικού επαναπροσδιορισμού με επίκεντρο τον ρόλο και το δικαιωμάτων μελών, των υποστηρικτών του, των ψηφοφόρων του, με μόνιμο άνοιγμα προς την κοινωνία.
Η περιορισμένη εμβέλεια της εσωτερικής λειτουργίας των δομών του οφείλεται εν πολλοίς ότι η βάση παραμένει απλώς παρατηρητής και επιφανειακός κριτής της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής (θετικής, με επιφύλαξη ή αρνητικής) χωρίς να μπορεί να συμβάλει μέσα από διαδικασίες, διεργασίες, έρευνες, κοινωνικές ανιχνεύσεις, μελέτες, κοινωνικές δράσεις πρόσθετων πτυχών πολιτικής παρουσίας του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού υποκειμένου της κοινωνίας των ενεργών πολιτών της αριστεράς και του πολιτισμού με αμεσότητα στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
7. Η συγκυρία -και μετά το πρόσφατο 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ- είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σημαντική, γιατί αφ ενός το γενικότερο κοινωνικό περιβάλλον είναι πολλαπλά τραυματισμένο από την πολύχρονη οικονομική κρίση και την ουσιαστική χρεοκοπία του οικονομικού εποικοδομήματος και αφ ετέρου γιατί ήδη μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις το μεγαλύτερο πλέον πολιτικά κομμάτι της αριστεράς -ο ΣΥΡΙΖΑ- συμμετέχει στη διακυβέρνηση της χώρας.
H ελληνική κοινωνία εξελίσσεται, μέσα από την υπαρκτή επιτροπεία, μέσα από υπαρκτές αντιθέσεις και αντιφάσεις, μέσα από επιρροές και δεσμευτικά πλαίσια που υπαγορεύονται εν πολλοίς από τις μνημονιακές δεσμεύσεις, την καθημερινότητα των επιπτώσεων των επώδυνων μέτρων από τη μια και την αγωνιώδη και ειλικρινή προσπάθεια των μελών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ – Οικολόγων, της εφαρμογής παράλληλων ανακουφιστικών μέτρων από την άλλη.
Ο πόλεμος για την ανάκαμψη της οικονομίας με επίκεντρο τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης κάθε νοικοκυριού που επηρεάζει καταλυτικά κάθε μέλος της οικογένειας ατομικά είναι μονόδρομος και δύσβατος. Η διέξοδος από τη κρίση προϋποθέτει την οικονομική διέξοδο του κάθε νοικοκυριού, του κάθε επαγγελματία, του κάθε νέου που ασφυκτιά από τα δεδομένα της εργασιακής υποαπασχόλησης και ανεργίας.
Εδώ ο ρόλος του κόμματος και των ενεργών μελών του είναι σημαντικός και πολυεπίπεδος και εδώ -δυστυχώς- εντοπίζονται μεγάλα κενά, παραλήψεις και ατολμίες αλλά και οργανωτικές αδυναμίες και αναντιστοιχίες με τα μεγάλα ζητούμενα της αριστεράς, που ήδη μετά το Συνέδριο γίνεται προσπάθεια να ξεπεραστούν
Οι τάσεις στο θέμα αυτό αντικειμενικά δεν μπόρεσαν να συνεισφέρουν ως όφειλαν (με θεωρητικές επεξεργασίες, ειδικές ανοικτές συζητήσεις και άλλες πρωτοβουλίες για να «δικαιολογήσουν» την έννοια του ρεύματος) με παράλληλη υποβοήθηση της αποσαφήνισης και εμπλουτισμού στα μέλη (και όχι μόνο) αυτής της πολιτικής ιδιαιτερότητας (αλλά και πολιτικά αντιφατικότητας) που ιστορικά «έλαχε» στον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της ευρωπαϊκής αριστεράς. Τον ρόλο αυτό σε κάποιο βαθμό το έπαιξε (και σωστά) το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.
Αναπόδραστα -και πέρα από καλές προθέσεις- δημιουργούνται μέλη δύο επιπέδων και δύο δυνατοτήτων, δηλαδή οι εντός και οι εκτός των ιστορικών -κατά τα άλλα- τάσεων.
Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η ύπαρξή τους γίνεται περισσότερο αισθητή όσο ανεβαίνει κανείς τα υφιστάμενα οργανωτικά του κλιμάκια. Αντίθετα είναι αδιάφορα είτε και «ενοχλητικά» για το ευρύ σώμα των υποστηρικτών και των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.
Ταυτόχρονα -αντικειμενικά και πέρα από προθέσεις- δημιουργούνται ιδιότυπες εσωτερικότητες που δεν υποβοηθούν στην όσμωση όλων των μελών σε όλα τα επίπεδα ισόρροπα ανεξαρτήτων «εσωτερικής» τοποθέτησης…
Οι τάσεις αυτές (ως μη ολοκληρωμένες ιδεολογικοπολιτικές σφαιρικότητες) δεν υποβοηθούν την δυναμική ανοικτού κόμματος εσωτερικά (προς τα μέλη και από τα μέλη) αλλά ούτε και την εξωστρέφεια του ΣΥΡΙΖΑ προς τους πολίτες, ιδιαίτερα όσων αποτελούν το εκλογικό του στήριγμα και που εξ ορισμού αποτελούν το πλέον κοντινό ακροατήριο. Αναπόδραστα -πέρα από καλές προθέσεις- ενέχουν μέσα τους το στοιχείο του μηχανισμού που αποτελεί ξεπερασμένη αντίληψη πολιτικής λειτουργία ισοτίμων πολιτών – μελών.
Ο ανοικτός διάλογος για την δημιουργική υπέρβαση των υπαρχουσών τάσεων (ως υπαρκτών «ψηφίδων» και πραγματικής παρακαταθήκης της ιστορικής της διαδρομής του ενιαίου ΣΥΡΙΖΑ) ως κόμματος της κυβερνώσας -πλέον- αριστεράς, είναι αναγκαίος και η υποκατάστασή του από ένα μόνιμο και συντεταγμένο διάλογο ιδεών και ουσιαστικών ανοικτών ρευμάτων πολιτικής σκέψης. Το ίδιο το κόμμα μπορεί και πρέπει να αποτελεί με τα τις Οργανώσεις μελών, τα Τμήματα και τις νέες οργανωτικές δομές του ένα «συμμετοχικό εργαστήρι πολιτικής».
Ο μόνιμα ειλικρινής και ανοικτός διάλογος και μετά το 2ο Συνέδριο είναι αναγκαίος, προκειμένου -προοπτικά- να χειραφετηθεί ανεμπόδιστα και απροσχημάτιστα η όλη δομή του κομματικού του γίγνεσθαι, με επίκεντρο τα μέλη και τους υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ και με σημαντικό ρόλο και στην νέα γενιά και με επίκεντρο τα στρώματα της κοινωνίας εκείνα που έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση και βιώνουν την υποαπασχόληση και ανεργία.
Ο ουσιαστικά ανοικτός ρόλος προς την κοινωνία των Οργανώσεων Μελών και των Τμημάτων του (μαζί με όλες τις συλλογικές κοινωνικές εκφράσεις και κινήματα της εργασίας, της αλληλεγγύης, της επιστήμης και του πολιτισμού) μπορεί να αποτελέσει την προωθητική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος, συνοδοιπόρος στον κοινό δρόμο της εξόδου από την κρίση -αλλά με διακριτή αυτονομία- της κυβέρνησης και κοινοβουλευτικής ομάδας που καλούνται να λειτουργούν με αλληλοεπίδραση με τον ίδιο τον πολιτικό φορέα του ΣΥΡΙΖΑ.
** Ο Τάσσος Δίκας, είναι αρχιτέκτονας, μέλος της Ο.Μ. Μηχανικών και του Τμήματος Τέχνης & Πολιτισμού ΣΥΡΙΖΑ Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου