87 μήνες, μια ολόκληρη ζωή
Τσαουσίδης Κλέαρχος
Τα ξημερώματα κλείνουν πενήντα χρόνια. Μας ειδοποίησαν στις 6 το πρωί ότι μερικά τανκ έχουν παραταχτεί έξω από το Διοικητήριο. Ήμουν είκοσι χρόνων. Η σχέση με τον χρόνο είναι περίεργη, παίζει πονηρά παιχνίδια. Σήμερα, το 1967 μου φαίνεται χθες. Εκείνοι οι 87 μήνες ώς το ’74 βαραίνουν ακόμα σαν ολόκληρη ζωή.
Οι φασίστες είχαν την ελπίδα να μας μικραίνουν μέρα με τη μέρα ίσαμε να φτάσουμε στο δικό τους μπόι και να πνιγούμε στον βούρκο τους. Απέτυχαν. Ακόμη κι ο Θωμάς, ο Νίκος, ο Τάσος, ο άλλος Θωμάς, ο Παναγιώτης, ο Γιώργος, ο Πέτρος, όσοι άκαιρα μας άφησαν χτυπημένοι ανεπανόρθωτα, αλλά περήφανοι ώς την τελευταία στιγμή της ακούσιας ή εκούσιας εξόδου, είναι γύρω μας, σε στέκια που δεν υπάρχουν πια, σε γειτονιές αγνώριστες, στα στενά της ΥΦΑΝΕΤ, της Ολύμπου ή της Γαμβέτα.
Απρίλης ’67. Χαμένοι, χωρίς να ξέρουμε ακριβώς τι γίνεται, από ’κει που ετοιμαζόμασταν (όλοι, κεντρώοι κι αριστεροί) για την ομιλία του Παπανδρέου στη Θεσσαλονίκη, τότε που θα ’μπαινε με τ’ άσπρα άλογα στην πόλη, είδαμε πράσινα τζέιμς του στρατού, άσπρα Opel με ψεύτικα νούμερα και κλούβες να σταματούν έξω από σπίτια, να φορτώνουν ανθρώπους μισοντυμένους και να τους στοιβάζουν στα αστυνομικά τμήματα και στις ασφάλειες (εθνική, γενική κ.λπ.).
Στο πανεπιστήμιο νέκρα. Κάτι τεταρταυγουστιανοί περιφέρονταν μεταξύ Νομικής και Φιλοσοφικής. Στην αλαφιασμένη έξοδο από το γραφείο του συλλόγου με το βιβλίο των πρακτικών στην τσάντα και τις ανακοινώσεις για τους εκλεγέντες στο συνέδριο της ΕΦΕΕ, ένας από αυτούς πλησίασε και ρώτησε αν το πραξικόπημα είναι δικό μας!
Ταξίδι στη νύχτα
Πίσω σπίτι και τα μισά ράφια άδεια. Η θεία κάνει τη διαλογή και σε άπταιστα θρακιώτικα θρηνολογεί: «Ντοστογιέφσκι, ε; Τολστόι, ε; Σασκίν’κο, μισκίν’κο. Όλο μπολσεβίκους μάζευε». Από τον φωταγωγό έπεφταν στο ημιυπόγειο όλοι οι επικίνδυνοι Ρώσοι, αλλά πάνω στο ξύλινο γραφειάκι γυάλιζε η φρέσκια έκδοση του “Κομμουνιστικού Μανιφέστου”...
Άρχισε το ταξίδι μέσα στη νύχτα. Τρικ γραμμένα στο χέρι, προκηρύξεις με στάμπα από λινόλεουμ, ο «πολύγραφος» από το παράθυρο της τουαλέτας του Κώστα.
Προκηρύξεις μέσα σε πακέτα τσιγάρων με κομμένους τους πάτους στις τρεις ακμές, στην άκρη των κεφαλόσκαλων της Φιλοσοφικής. Ήταν πρόκληση για τα ζωηρά πόδια κοριτσιών και αγοριών, ένα σουτ και να γεμίζει η σχολή από τα «Κάτω η χούντα». Υπογραφή: Σπουδαστική Πάλη. Εμείς πίναμε καφέ στο πάρκο της ΧΑΝΘ.
Φυσικά, δεν ίδρωνε τ’ αφτί της ακαδημαϊκής κοινότητας. Να παραιτηθούν οι καθηγητές μας επειδή έδιωξε η χούντα τους 52; Σιγά, για να έρθουν μετά χουντικοί και να αλλάξουν τα μυαλά της νεολαίας; Έμειναν κολλημένοι στις έδρες και παίξανε μια χαρά το παιχνίδι των Ελλήνων χριστιανών. Πλην των γνωστών εξαιρέσεων. Ήταν και ένας που δεν άντεχε να μας βλέπει μπροστά του. Και το κανόνισε. Θαρρούσε πως έτσι θα δικαίωνε το κατ’ ευφημισμό επίθετο που διέθετε. Όταν έπεσε η χούντα, όλοι οι προσκυνημένοι κρύβονταν πίσω από το θεόρατο μπόι του Μαρωνίτη και του Μάνεση μπας και δεν τους δούμε.
Άλλες φορές, στις τρεις το πρωί, στην Παρασκευοπούλου και στα παράλληλα στην Όλγας στενά: Γέμισμα με προκηρύξεις των εξατμίσεων των παρκαρισμένων Ι.Χ. Το πρωί έτρεχαν και δεν προλάβαιναν οι χαφιέδες να τις μαζέψουν.
Τότε τα είχαμε βρει: Λαμπράκηδες, τροτσκιστές, μαοϊκοί, γκεβαρικοί. Άλλοι όχι, κρατούσαν τα στεγανά της ιδεοληψίας.
Ύστερα ήρθαν τα δύσκολα: Βαρδάρι, στο Ιταλικό Σχολείο που είχε καταντήσει Εθνική Ασφάλεια. Περιποίηση από Στ., Κ., Μ., Τ. (πεθαμένοι όλοι). Στην ταράτσα τα κελιά. Η υποδοχή με γέλια και χαρές. Είχαν βάλει στοίχημα ποιος θα ήταν ο επόμενος, εγώ ή ο Α. «Κέρδισαν» όσοι ποντάρανε σε μένα.
Η ειρωνεία της ιστορίας
Έπειτα, ήρθαν τα «εγκαίνια» των νέων εγκαταστάσεων στη Βαλαωρίτου (τώρα είναι σχολείο!). Τα κελιά στα υπόγεια, η «εθνική αποκατάσταση» στον τέταρτο. Μεταφορά στο νέο Μεταγωγών. Βελτίωση: Τα κελιά στο ημιυπόγειο.
Όταν ανέλαβε να σώσει τη χώρα ο Ιωαννίδης, οι χαφιέδες είχαν πάθει παράκρουση μην ξέροντας τι γίνεται. Ο ανθυπασπιστής που διοικούσε την Εθνική Ασφάλεια, μοιράρχους, ταγματάρχες και ταξίαρχους, μας ανέβασε, τον Θωμά κι εμένα, στον 4ο. Μας εξήγησε, Δεκέμβριος του ’73 ήταν, ότι θα έρθει ο Καραμανλής, ότι τα βάσανά μας τέλειωσαν, θα γίνουν εκλογές «Κι εσύ Θωμά μπορεί να γίνεις και βουλευτής. Να θυμάστε μόνο ότι εγώ δεν σας χτύπησα».
Από την άλλη μέρα, όντως δεν μας ξαναχτύπησε. Έδινε εντολές στους άλλους.
Πόσο δίκιο είχε στην πρόβλεψή του. Ο Καραμανλής ήρθε, η αλλαγή φρουράς πέτυχε, οι βασανιστές έγιναν αστυνομικοί διευθυντές (στα Γρεβενά ο Μ., στο Ηράκλειο ο Μπ.) και οι συνομιλητές της χούντας υπουργοί.
Τον Θωμά μας τον πρόλαβε ο καρκίνος. Άλλοι διάλεξαν μόνοι τους τον τρόπο.
Μαλώναμε από το ’68 για ένα οικοπεδάκι στον βάλτο. Η διάσπαση άνοιξε τα στόματα: Μπούλκες, Τασκένδη, δολοφονίες. Έσπασε η σιωπή για τον αρχικαπετάνιο Άρη, για τον Πλουμπίδη, τον Μπελογιάννη, τον Καραγιώργη. Μέναμε με ανοιχτό το στόμα, αλλά μετά πηγαίναμε από ’δω ή από ’κει, αναπαράγοντας έναν καβγά που δεν μας αφορούσε.
Υστερα... Ύστερα γεράσαμε μαζί με το όραμα και τότε βρεθήκανε, όσοι βρεθήκανε, τα είπανε, τα συμφωνήσανε και ήρθε η ώρα της Αριστεράς.
Όσοι ζήσαμε, ρουφήξαμε τη νίκη του ’15. Στο χέρι όσων έρχονται είναι να την κρατήσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου