Από τη «Ρωμιών Εκκλησία» στην «Ελλήνων Πολιτεία»
Κυριακαράκος Δημήτρης
Όταν το έτος 1453 ο Μωάμεθ ο Πορθητής άλωσε την Πόλη, για να την αναπλάσει αμέσως μετά με τους δικούς του ηγεμονικούς όρους, ως Σουλτάνος - Μεγάλος Χαλίφης των Οσμανλήδων και «Άγιος Ρωμαίος» αυτοκράτορας της Ανατολής, όρισε τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αρχηγό του ηττηθέντος Rum Milliet (ελλ. της “φυλής” των Ρωμιών, εξ ου και Ρούμελη).
Στην πολιτική κουλτούρα του Ισλάμ, η φυλή αποτελεί το φυσικό θεμέλιο, το σημείο αναφοράς για την αποτελεσματική ενάσκηση της αποκεντρωμένης διοίκησης. Στη δε δικαιική κουλτούρα του Ισλάμ, εμφιλοχωρεί ένας ιδιώνυμος φιλελευθερισμός, εν προκειμένω τα δικαστήρια της Σαρία δεν έχουν δωσιδικία σε αλλόθρησκους όσον αφορά διαφορές εξ αθέτησης συναλλακτικών όρων (δηλαδή ενοχικές διαφορές), παρά μόνο όσον αφορά διαφορές ποινικού δικαίου.
Οι ρόλοι του «φύλαρχου» και του αρχιδικαστού των Ρωμιών ανατέθηκαν λοιπόν στον πατριάρχη μαζί με μια φρουρά τριακοσίων γενίτσαρων για την ασφάλεια του ιδίου και του θεσμικού του ρόλου. Έχει μείνει στην Ιστορία η ευθυδικία της πατριαρχικής νομολογίας για την εμπιστοσύνη που ενέπνεε ακόμα και σε Οθωμανούς, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις οι τελευταίοι να προτιμούν τη δωσιδικία του πατριάρχη από την αντίστοιχη του καδή, για τη δίκαιη, αξιοκρατική και βιώσιμη επίλυση της διαφοράς τους με Ρωμιό ή έτερης εθνοτικής προέλευσης χριστιανό.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής ήταν μόλις δεκαεπτά ετών όταν άλωσε την Πόλη, Έλληνας εκ μητρικής γραμμής, από τη βαλιδέ του, διανοούμενος και γνώστης γλωσσών και πολιτισμών. Επί των ημερών του (επαν)ιδρύθηκε η Μεγάλη του Γένους Σχολής για την προστασία των ελληνικών γραμμάτων. Ο ελληνισμός ήταν εκείνη η «φιλελεύθερη», «μεταρρυθμιστική» ιδεολογία που η Υψηλή Πύλη είχε ανάγκη για να υποστηρίξει το όραμα της αναμόρφωσης του Ισλάμ και τον συνεπαγόμενο αυτής σουνιτισμό που άρχισε να υφαίνεται ως «τάση» στον διανοητικό χώρο του Ισλάμ επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή.
Σημειωτέον, στο αρχαϊκό Κοράνι οι Έλληνες και ο Ιησούς μνημονεύονται με ιδιάζον σέβας. Για την ισλαμική διανόηση, ο ελληνισμός, προ και μετά Χριστόν, έχει την ιερότητά του, συστήνει πηγή έμπνευσης και ατραπό ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, πόσο μάλλον όταν αναμορφώθηκε από τον μονοθεϊσμό.
Η των Ρωμιών Εκκλησία λοιπόν εκπροσωπούσε τον «προοδευτικό» χώρο της εποχής, τον θεματοφύλακα του «φιλελεύθερου» ελληνικού πνεύματος. Διά του δικτύου των ενοριών και μονών της ανά τον ευρύτερο ιστορικό ελλαδικό χώρο, η Εκκλησία έδρασε ως προαγωγός της κοινωνικής και πολιτισμικής συνοχής τού υπό κατοχή γένους. Η Εκκλησία, εν είδει κράτους, αντί να θεσπίζει νόμους, εισηγούταν «κανόνες», δηλαδή έθιμα που θα πλαισίωναν την καθημερινότητα της ρωμιοσύνης και θα τη διαφοροποιούσαν από την αντίστοιχη του Οθωμανού γείτονα.
Όμως, όπως κάθε φορέας κοινωνικής ισχύος που διαρκεί αέναα, και η Εκκλησία, με την πάροδο των αιώνων, εθίστηκε στη δεσπόζουσα θέση της, με αποτέλεσμα ουκ ολίγες φορές στην Ιστορία της να έχει επενεργήσει δεσποτικά στον βίο του ποιμνίου της. Σάμπως, ομοίως δεν συμβαίνει όταν πολιτικές συγκροτήσεις διαρκούν για πολλά χρόνια στην εξουσία; Ενώ ξεκινούν από αγνά κοινωνικά κινήματα, μεταμορφώνονται σε κυνικά «κόμματα», δηλαδή σε συλλογικούς διεκδικητές μερισμάτων εξουσίας.
Οι αιώνες πέρασαν, έπειτα από πλήθος αποτυχημένων προσπαθειών εξέγερσης του γένους έφτασε το κυριολεκτικά σωτήριο έτος 1821. Το έτος 1823 ιδρύθηκε το πρώτο, μεταβατικό, επαναστατικό κράτος, διά του δυτικής εμπνεύσεως Συντάγματος της Τροιζήνας, με βουλευτικό και εκτελεστικό σώμα. Ποιο ρόλο άραγε θα ασκούσε η των Ρωμιών Εκκλησία στη μετά Αγία Λαύρα εποχή;
Ο Μαυροκορδάτος προφανώς δεν την είχε συμπεριλάβει στις «μεταρρυθμιστικές» του εισηγήσεις. Πόσο εύκολο ήταν να ιδρυθεί αστικό, κοσμικό κράτος πάνω στο γεωφυσικό και κοινωνικό τοπίο στο οποίο η των Ρωμιών Εκκλησία ασκούσε, για αιώνες, δικαστική και οιονεί πολιτική εξουσία; Πόσο «δίκαιο» ήταν να εξαιρεθούν οι ιεράρχες και οι πρόκριτοι, με τις όποιες ιδιορρυθμίες τους, ως φορείς θεσμικής λειτουργίας από τον «μεταρρυθμιστικό» διάλογο της εποχής; Το αποτέλεσμα το γνωρίζουμε άπαντες οι ενθουσιώδεις της νεοελληνικής Ιστορίας. Ήταν ο εμφύλιος σπαραγμός, ο οποίος λίγο έλειψε να γίνει αιτία η Πελοπόννησος να ανακτηθεί, εν έτει 1825, από τον Ιμπραήμ πασά και να γίνει επαρχία της αντιβασιλείας της Αιγύπτου. Στα 1830 ιδρύθηκε τελικά, δια των τεσσάρων Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, το «οριστικό» ελληνικό εθνικό κράτος, το Βασίλειον της Ελλάδος ελέω Θεού. Ο μονάρχης λογοδοτούσε στον Θεό, στο πρόσωπό του συγκεντρώνονταν άπασες οι εξουσίες πλέον του θεματοφύλακα της «εθνικής πίστεως». Ιδού λοιπόν ο πολυπόθητος «έντιμος συμβιβασμός» Εκκλησίας - Πολιτείας προς χάρη της κοινωνικής ειρήνευσης ή, πιο σωστά της εθνικής ενότητας. Άλλη εποχή, άλλες απαιτήσεις, θα επιδιώξει να επιχειρηματολογήσει κάποιος.
Συμφωνώ. Ο ελλαδικός χώρος τού σήμερα δεν έχει σουλτανικό ζυγό να αποτινάξει, αλλά μνημονιακό. Ο τελευταίος σίγουρα δεν είναι δυνατό να συγκριθεί με τον πρώτο, η σύγκριση θα ήταν επιεικώς αψυχολόγητη. Η ταυτότητα του Έλληνα και σήμερα απειλείται, όχι όμως με τον ολιστικό αφανισμό ante portas. Η απεμπλοκή από τον ζυγό του χρέους δεν θα πραγματοποιηθεί ούτε με ευχές, ούτε με προσευχές, αλλά με συνετή πολιτική μεταρρύθμισης θεσμών με κριτήριο τη λειτουργικότητα των τελευταίων και όχι την ιδεολογική τυπολατρία που συστήνει ίσως το χειρότερο είδος «θρησκοληψίας». Η Πολιτεία συστήνει το κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας και συσχετισμού των υποκειμένων που καλούνται «πολίτες», η (κάθε) Εκκλησία το αντίστοιχο των υποκειμένων που καλούνται «πιστοί». Η μία ιδιότητα δεν προϋποθέτει την έτερη, ούτε όμως την αναιρεί. Τουναντίον, η μία δύναται κάλλιστα να ενισχύσει την έτερη. Είμαι ενεργός πολίτης, μπορώ προς την κατεύθυνση αυτή να εμπνέομαι και να καλλιεργούμαι, μεταξύ άλλων, και από την (όποια) πίστη μου. Το πέτυχαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, οι Αθηναίοι, γιατί εμείς να αποτύχουμε; Άλλωστε, είμαστε πια κοινωνία, όχι «φυλή».
*Ο Δημήτρης Π. Κυριακαράκος είναι δικηγόρος, LL.M. (London Metropolitan University) Διεθνούς και Συγκριτικού Δικαίου Οικονομίας / Εμπορίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου