Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Νίκος Φίλης: «Ισχυρή διεθνής συμφωνία για τον αναγκαίο συμβιβασμό»

Νίκος Φίλης: «Ισχυρή διεθνής συμφωνία για τον αναγκαίο συμβιβασμό»
Παύλος Κλαυδιανός
Μπορούμε να πούμε ότι έγινε ένα πρώτο ουσιαστικό βήμα στο Νταβός ή σωστότερα βήμα που προετοιμάζει επόμενα; Υπάρχει, ίσως, ένας συμφωνημένος οδικός χάρτης;

Ήταν μια επιτυχημένη συνάντηση κι αυτό το κατέγραψαν όλοι. Ο ελληνικός λαός μέσα από τη δημόσια τοποθέτηση των δύο πρωθυπουργών αντιλήφθηκε αυτό που λέμε, ότι, με τη νέα ηγεσία της πΓΔΜ μπορούμε να συνομιλήσουμε, γι` αυτό είδαμε μετά τη συνάντηση να μετριάζεται και να υποχωρεί το κλίμα και οι εντυπώσεις που είχαν δημιουργηθεί με το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΝΔ οξύνθηκαν, με την κατηγορηματική τοποθέτηση της κυρίας Μπακογιάννη ότι δεν θα παραβρεθεί στο συλλαλητήριο της Αθήνας. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, στο οποίο ανήκει η ΝΔ, εξέφρασε την ικανοποίησή του και την ελπίδα να βρεθεί κοινά αποδεκτή λύση. Το Ποτάμι, η ΔΗΜΑΡ, σημαντικοί παράγοντες από το Κίνημα Αλλαγής, παρά την κριτική προς την κυβέρνηση για το ζήτημα της ενημέρωσης, υποστηρίζουν την εξεύρεση λύσης στη βάση της σύνθετης ονομασίας και φαίνονται διατεθειμένοι να τη στηρίξουν στη Βουλή. Το ίδιο και διάφοροι μεμονωμένοι βουλευτές. Το ΚΚΕ και άλλες αριστερές δυνάμεις, όσο κι αν υπερτονίζουν τις αμερικανικές και νατοϊκές επιδιώξεις, είναι δεσμευμένοι σε μια αντιεθνικιστική γραμμή. Φαίνεται, δηλαδή, ειδικά μετά τη συνάντηση Τσίπρα-Ζάεφ, ότι μπαίνουμε σε μια εξελικτική διαδικασία —αυτό που αποκαλείς «οδικό χάρτη»—, που ελπίζω ότι το προσεχές διάστημα θα φέρει τη λύση σε όλα τα εκκρεμή ζητήματα μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ. Μια λύση εθνικά επωφελής, που αν τελικά επιτευχθεί, είμαι βέβαιος ότι θα λάβει ευρεία πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτό το συνειδητοποιούν όλο και περισσότεροι, και είναι σημαντικό η κυβέρνηση να επιμείνει με αποφασιστικότητα στη γραμμή που έχει χαράξει. Αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με άλλες δημοκρατικές-προοδευτικές δυνάμεις, αξιοποιώντας τις θέσεις που ιστορικά έχει διαμορφώσει για το μακεδονικό, πρέπει να βγει μπροστά, ενημερώνοντας τον κόσμο με εκδηλώσεις και κάθε πρόσφορο τρόπο. Γιατί, ειδικά, στις νέες γενιές αλλά και τον κόσμο που κανοναρχείται από τη γραμμή των media, υφίσταται ένα μεγάλο χάσμα ενημέρωσης και γνώσης της ιστορίας. Αυτή η απόκλιση μεταξύ της τεκμηριωμένης ιστορικής γνώσης και έρευνας και της συνείδησης των ανθρώπων αφορά και ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού. Έχουν διαμορφωθεί ορισμένοι στέρεοι «εθνικοί μύθοι» που όσο δεν αντιμετωπίζονται ανάγονται σε κοινούς τόπους, που μόνο εμείς πιστεύουμε και είναι εντελώς ακατανόητοι διεθνώς.

Ζητήματα, όπως η διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας της γειτονικής χώρας, οι συγκρούσεις του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού για τον έλεγχο του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας, ο διαμοιρασμός των εδαφών με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1914, το γλωσσικό ζήτημα (το περίφημο «μακεδονικό ιδίωμα»), η αλλαγή της πληθυσμιακής σύνθεσης μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την εγκατάσταση των Ποντίων, η ύπαρξη ή μη ελληνικής μειονότητας στην πΓΔΜ και αντιστρόφως, η κατάσταση της περιοχής στο μεσοπόλεμο, οι περιπέτειες της κατοχής και του εμφυλίου, το δράμα των πολιτικών προσφύγων που εξαιρέθηκαν από την επιστροφή ως «μη Έλληνες το γένος» μετά την μεταπολίτευση, η αναβίωση του μακεδονικού μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και οι επιπτώσεις του στην πολιτική ζωή της χώρας μας, έχουν διερευνηθεί με μεγάλη επάρκεια από την ιστορική έρευνα και άλλους ειδικούς επιστήμονες, δυστυχώς, όμως, τα πορίσματα αυτά αποσιωπούνται από τον δημόσιο διάλογο, ο οποίος κατακλύζεται από πάσης φύσεως εθνικιστικά στερεότυπα και συνωμοσιολογικές θεωρίες.


Ο έλληνας πρωθυπουργός χρησιμοποίησε πολύ φιλική ορολογία στις συζητήσεις με προεξάρχοντα τον στόχο της συνανάπτυξης για τα Βαλκάνια. Μπορεί πράγματι μια τέτοια ιδέα-στόχος να κινητοποιήσει τα δυτικά Βαλκάνια; Θα στήριζε αυτή την προοπτική η ΕΕ;

Ο πρωθυπουργός έχει πλήρη αίσθηση των προβλημάτων που σκιάζουν τον ανατολικό ορίζοντα της χώρας. Ξέρει, ότι, απέναντί του έχει τον Ζόραν Ζάεφ, που μετά από πολλά χρόνια ηγείται μιας μη εθνικιστικής κυβέρνησης στα Σκόπια. Είναι βαθιά πεποίθηση του ίδιου και της κυβέρνησης τού ΣΥΡΙΖΑ, ότι, ειδικά στη Βαλκανική, μια περιοχή που υπέφερε από αιματηρούς πολέμους και εθνοτικές διενέξεις, είναι ώριμες οι συνθήκες να οικοδομηθούν στέρεοι δεσμοί συνεργασίας και ανάπτυξης. Ζούμε σε μια ταραγμένη περιοχή και ο ρόλος της Ελλάδας, μιας σχετικά ισχυρής χώρας, παρά τα προβλήματά της, είναι να αφαιρεί προβλήματα κι όχι να προσθέτει ή να πολλαπλασιάζει. Οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, που γεωγραφικά παρεμβάλλονται μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων κεντροευρωπαϊκών χωρών μελών της ΕΕ, βρίσκονται σε μια πορεία σταδιακής ένταξης στην ΕΕ, επιδίωξη που η χώρα μας έχει κάθε λόγο να υποστηρίζει. Ορισμένες κυβερνήσεις, όπως της πΓΔΜ και της Αλβανίας, επείγονται να μπουν και στο ΝΑΤΟ, γεγονός που επιταχύνει τις εξελίξεις. Θυμίζω (γιατί για το Βουκουρέστι του 2008 ακούγεται η μισή αλήθεια), ότι, το 2011, η Ελλάδα καταδικάστηκε από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, λόγω της απόφασής της να παρεμποδίσει την ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ.

Ειδικά, για την πΓΔΜ, η Ελλάδα οφείλει να συμβάλλει στη θωράκισή της και στη σταθεροποίησή της. Η εδραίωση αυτού του κράτους στα βόρεια σύνορά μας έχει καίρια σημασία για λόγους γεωπολιτικούς, ιστορικούς και οικονομικούς. Τυχόν κατάρρευση της πΓΔΜ, λόγω υπαρκτών εθνοτικών προβλημάτων στο εσωτερικό της, ή λόγω κοινωνικοοικονομικών αναστατώσεων, θα έχει ως πιθανότερο αποτέλεσμα το διαμοιρασμό των εδαφών της και τη διαμόρφωση της «μεγάλης Αλβανίας» και της «μεγάλης Βουλγαρίας». Αυτή θα είναι μια άκρως επικίνδυνη εξέλιξη, όχι μόνο γιατί έτσι μπορεί να «κλείσουν» τα βόρεια σύνορά μας, αλλά, γιατί θέτει ζήτημα αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια. Αυτή πράγματι μπορεί να είναι μια αληθινή απειλή αλυτρωτισμού! Όσοι δεν τη συνειδητοποιούν και φλερτάρουν με την ιδέα της διάλυσης του γειτονικού κράτους προσφέρουν κάκιστη εθνική υπηρεσία.

Ισχυρή συμφωνία με την «εγγύηση» της ΕΕ

Φάνηκε, ωστόσο, ότι τίθενται όρια, από τις προβλέψεις του Συντάγματος της ΠΓΔΜ, στην άρση εμποδίων όπως αυτά που συνδέονται με αλυτρωτικές συνταγματικές αναφορές. Πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν αυτά τα ζητήματα; Υπάρχουν ανάλογα παραδείγματα στις διεθνείς σχέσεις;

Η γειτονική χώρα έχει δεσμευθεί με την Ενδιάμεση Συμφωνία (άρθρο 6), αλλά και με την ένταξή της στον ΟΗΕ, ότι δεν θέτει θέμα αλλαγής των συνόρων. Άλλωστε, η εθνολογική ομοιογένεια της ελληνικής Μακεδονίας που προέκυψε μετά την μικρασιατική καταστροφή και τις μεταγενέστερες εξελίξεις, περιορίζει ακόμη και τη ρητορική επίκληση τέτοιων θεμάτων, όσο κι αν επιμένουν κάποιοι ακραίοι κύκλοι των Σκοπίων. Το ίδιο δεν ισχύει βέβαια στο Αιγαίο, όπου οι τουρκικές απειλές συντηρούν την αμφισβήτηση των συνόρων μας. Ο αλυτρωτισμός, σε ένα άλλο επίπεδο εμπεριέχεται και στην προσπάθεια οικειοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς των ελλήνων, με τη γνωστή θεωρία περί εθνογένεσης που υποστηρίζουν οι ίδιοι ακραίοι κύκλοι της γείτονος, σύμφωνα με την οποία ο «μακεδονικός λαός είναι κατευθείαν απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου». Η θεωρία αυτή υπήρξε αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στην Αριστερά και στη Δεξιά στα Σκόπια. Η Αριστερά τόνιζε ότι πρόκειται για σλαβικό λαό που είχε επιμίξεις με ντόπιους πληθυσμούς και διαμόρφωσε την εθνική του συνείδηση στον 20ό αιώνα με τη συμμετοχή του στον αντιφασιστικό αγώνα και τους παρτιζάνους. Έτσι, είναι κατανοητό γιατί ο Ζάεφ δήλωσε έτοιμος να προχωρήσει στη συμβολική κίνηση και να αλλάξει το όνομα του Αεροδρομίου και της Εθνικής Οδού. Αυτές δεν είναι κινήσεις επιφανειακές, αλλά εντάσσονται σε μια διαφορετική αντίληψη για την ίδια τους την εθνογένεση.

Προφανώς, και υφίσταται θέμα ακόμη σαφέστερης δέσμευσης του γειτονικού κράτους, ως προς όλα τα εκκρεμή ζητήματα, που θα συμπεριληφθούν στη διεθνή συμφωνία υπό την αιγίδα τον ΟΗΕ. Η ισχυρή αυτή συμφωνία μπορεί να έχει «υπερσυνταγματική ισχύ», όπως συμβαίνει και με την Ενδιάμεση Συμφωνία (βλ. σχετική δήλωση Ε. Βενιζέλου στις 26/1/2018). Να ενταχθεί στην προοπτική ένταξης της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν τον ενισχυμένο χαρακτήρα της. Το γειτονικό κράτος θα αναλάβει τη διεθνή υποχρέωση για ονομασία erga omnes και θα δρομολογήσει τις αναγκαίες εσωτερικές αλλαγές. Μπορεί, άραγε, η Ελλάδα να διατηρήσει το δικαίωμα της διαλυτικής αίρεσης για την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αν δεν υπάρξουν οι συμφωνημένες αλλαγές; Ας διερευνηθεί. Σημασία έχει να υπάρχει πολιτική βούληση επίλυσης των προβλημάτων και από τις δύο πλευρές, ώστε, η μεθοδολογία και ο βηματισμός προς τη λύση να αποτρέπει το ενδεχόμενο εμπλοκών, κυρίως στη γειτονική χώρα.

Επισημαίνω, όμως, ένα κίνδυνο που, αν υποτιμηθεί, μπορεί να αποτελέσει το άλλοθι για μη λύση. Είναι η υπερβολική, φοβάμαι και υποβολιμαία από ορισμένους κύκλους στη χώρα μας, προβολή του κινδύνου του αλυτρωτισμού. Να φτάσουμε, δηλαδή, σε λύση στο ζήτημα του ονόματος, για το οποίο μέχρι τώρα ο ισχυρισμός μας ήταν ότι αποτελεί το κύριο όχημα του αλυτρωτισμού, και τη λύση αυτή να την υποσκάψουμε, αξιώνοντας, στην ουσία να απαρνηθούν οι γείτονες την ταυτότητά τους.

Οι πολιτικές προεκτάσεις του μακεδονικού

Η αντιπαράθεση για το μακεδονικό εξελίσσεται όμως σε μείζονα μάχη με πολιτικές προεκτάσεις. Η ΝΔ σκόπευε να προκαλέσει ρήξη στην κυβέρνηση. Η εξέλιξη των πραγμάτων, εντούτοις, όξυνε τις αντιθέσεις εντός του στρατοπέδου της αντιπολίτευσης. Τι δεν εκτίμησε σωστά η ΝΔ;

Πράγματι, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και γενικότερα ο αριστερός-προοδευτικός χώρος, δείχνουν να αντιμετωπίζουν με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση την προοπτική να έχουμε, επιτέλους, την επίλυση του μακεδονικού, με μόνο πρόβλημα την απόκλιση των ΑΝΕΛ από την επίσημη κυβερνητική θέση —κάτι που δεν υποτιμώ, αλλά νομίζω ότι θα αντιμετωπιστεί και δεν θα έχει τελικά επιπτώσεις στην κυβερνητική σταθερότητα— μια τέτοια προοπτική δείχνει να δημιουργεί τεράστια σύγχυση και προβλήματα ταυτότητας στη ΝΔ.

Η εμμονική δέσμευση της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη στη στρατηγική της «αριστερής παρένθεσης» και της πάση θυσία ανακατάληψης της εξουσίας, έχει εξ ορισμού έναν ακραία συγκρουσιακό χαρακτήρα. Η στρατηγική αυτή μπορεί να εξυπηρετηθεί πιο ολοκληρωμένα από την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος, εξ ου ο εναγκαλισμός του κ. Μητσοτάκη με εκείνα τα στελέχη που την εκπροσωπούν και ο παραγκωνισμός άλλων πιο μετριοπαθών πολιτικών. Το μακεδονικό, όμως, είχε τραυματίσει καίρια τη συνοχή της ΝΔ στο όχι και τόσο απώτερο παρελθόν. Αυτή η πτέρυγα με την οποία συμπράττει τώρα ο κ. Μητσοτάκης πρωταγωνίστησε στην ανατροπή της κυβέρνησης του πατέρα του. Τότε, ένα εθνικό θέμα μετατράπηκε σε μοχλό εσωκομματικής και κυβερνητικής ανατροπής. Όταν, όμως η ιστορία επαναλαμβάνεται, επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Γιατί, τι άλλο από φάρσα και γελοιοποίηση είναι να παριστάνει εν έτει 2018 ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Αντώνη Σαμαρά του 1992; Κάποιοι θα μπορούσαν να μιλήσουν και για πρωτοφανή ασέβεια, αλλά, ας μην υπεισέλθουμε σε ευαίσθητα οικογενειακά προβλήματα της νεοδημοκρατικής παράταξης.

Το μακεδονικό σίγουρα απομάκρυνε το Κέντρο από τη ΝΔ. Ωστόσο, υπάρχουν και στο κέντρο εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Ποια προβλέπεις να είναι η τελική ισορροπία;

Το μακεδονικό σε αυτή τη φάση θα λειτουργήσει ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων, όπως άλλωστε, είχε συμβεί και την περίοδο 1992-1994, προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τότε, η ελληνική κοινωνία ξαφνιαζόταν από τις πρώτες συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και την κατάρρευση του «υπαρκτού», μέσω της έκρηξης του εθνικισμού, που αποτέλεσε τη μήτρα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Είχαμε κατ` αρχάς σφήνα στο πολιτικό σύστημα από συστημικά ακροδεξιά κόμματα (Σαμαράς- Καρατζαφέρης) και στη συνέχεια τη βίαιη εμφάνιση των original νεοναζί της Χρυσής Αυγής. Η κρίση και τα μνημόνια έχουν διαφοροποιήσει την πραγματικότητα, καθώς, η απονομιμοποίηση του δικομματισμού έφερε ορμητικά στο προσκήνιο την Αριστερά. Με αυτή την πραγματικότητα έχει να λογαριαστεί τώρα η Δεξιά σε όλες τις εκδοχές της. Τώρα, μετά μάλιστα τον περιορισμό της μνημονιακής επιτήρησης, αναδεικνύονται καθαρότερα οι κοινωνικές-ταξικές γραμμές και οι προγραμματικές διαφορές. Στη νέα φάση που πασχίζει να εισέλθει η χώρα, δεν πρέπει να επιβαρύνεται με εκκρεμότητες του παρελθόντος και αμαρτίες του παλαιοκομματισμού. Η αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων, και ειδικότερα του μακεδονικού, οριοθετεί δυνατότητες νέων συγκλίσεων, ακόμη και με οριζόντιες επανατοποθετήσεις στο πολιτικό σύστημα. Το δίπολο πρόοδος-συντήρηση διατρέχει ιστορικά την αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων. Η δεξιά αναδίπλωση Μητσοτάκη τον απομακρύνει από τον κεντρώο χώρο, στον οποίο τίθεται ακόμη πιο επιτακτικά το δίλημμα επιλογής ανάμεσα σε ένα προοδευτικό και ένα συντηρητικό μπλοκ εξουσίας.

Ήδη, όμως, έχουν αναφυεί αποκλίνουσες πολιτικές συμπεριφορές και μέσα στο Κίνημα Αλλαγής, που αντανακλούν την αντιφατικότητα και την αμφιθυμία των τάσεων αυτού του χώρου απέναντι στο θέμα της κυβερνητικής συνεργασίας. Αλλά και στο χώρο της Αριστεράς, η εξέλιξη του Μακεδονικού (με την επιφύλαξη πάντα της τελικής έκβασης) ξαναθέτει τον ΣΥΡΙΖΑ στο επίκεντρο των διεργασιών και προσδίδει στο κόμμα δυνατότητες πολιτικής ηγεμονίας, που έχουν αμφισβητηθεί από την εφαρμογή των επαχθών μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας. Το μακεδονικό δεν είναι ένας αντιπερισπασμός, όπως με αντιπολιτευτική ευκολία καταγγέλλουν από αριστερά και δεξιά. Το μακεδονικό επαναφέρει την πολιτική και τις αξίες στο επίκεντρο του πολιτικού αγώνα, συνιστά μιαν άλλη όψη του «παράλληλου προγράμματος». Ξαναθέτουμε κόκκινες γραμμές για τη μεταμνημονιακή Ελλάδα. Η θετική εξέλιξη στο μακεδονικό θα προσδώσει διεθνές κύρος στη χώρα και προστιθέμενη πολιτική αξία στην κυβερνητική προσπάθεια για την έξοδο από τους μνημονιακούς καταναγκασμούς.

Το ΚΚΕ καλείται να πάρει πολιτική θέση ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές-αντιαμερικανικές επιφυλάξεις του. Άλλοι χώροι, όπως η ΛΑΕ και η Πλεύση Ελευθερίας, θα υποχρεωθούν να τοποθετηθούν χωρίς τη «βεβαιότητα» της αντιμνημονιακής ρητορικής και να αντιμετωπίσουν οι μεν ένα παρελθόν αντιϊμπεριαλισμού που στις μεταψυχροπολεμικές συνθήκες συγγενεύει με τον εθνικισμό και οι δε το είδωλό τους, την αντιπολιτική, που μέσα από τα συλλαλητήρια αποκτά το πραγματικό ακροδεξιό της πρόσωπο.

Εν κατακλείδι: η 25ετία από την επανεμφάνιση του μακεδονικού, βρίσκει την Ελλάδα, την ευρύτερη περιοχή και την Ευρώπη σε «κατάσταση μετάβασης». Υπάρχει ανάγκη κινήσεων σταθεροποίησης στα Βαλκάνια, έτσι ώστε, μέσα από πολιτική συνανάπτυξης να ενταχθούν στην υπό διαμόρφωση νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική και να μην ξεπέσουν σε μια ειδική οικονομική ζώνη (με φτηνή εργασία και ρυπογόνες επενδύσεις) ούτε σε χώρες-συνοριοφύλακες για τις μεταναστευτικές ροές. Κι αυτό σε μια περίοδο που αναπτύσσονται στρατηγικές ζωνών επιρροής (πχ ΗΠΑ-Ρωσία), που, αν δεν επιβεβαιωθεί η ευρωπαϊκή πορεία τους, τα Βαλκάνια θα μετατραπούν για πολλά χρόνια σε χώρο αστάθειας, δίπλα στη μεγαλύτερη αστάθεια της Μέσης Ανατολής.

Συγκροτείται μια επικίνδυνη δυναμική

Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης ήταν πολυπληθές. Πού το αποδίδεις αυτό; Θα μπορούσε να διαφοροποιήσει αισθητά τη στάση των κομμάτων; Θεωρείς ότι στη μαζικότητα του συλλαλητηρίου συνέβαλε και η μακρά μνημονιακή θητεία των ανθρώπων;

Το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης με προβλημάτισε, όπως προβλημάτισε κάθε δημοκρατικό πολίτη που θέλει να αφουγκράζεται τη γνώμη της κοινωνίας. Ήταν αναμφίβολα μια μεγάλη συγκέντρωση, αν και μικρότερη από εκείνη του 1992. Οι χιλιάδες των συμπολιτών μας που συμμετείχαν, προφανώς, δεν διακατέχονται από τις ίδιες ιδεολογίες και πολιτικές αντιλήψεις. Τους συνέχει, όμως, ο φόβος ή και οι φοβίες ότι η χώρα μας μπορεί να απειληθεί ακόμη κι από μια πολύ μικρότερη και ανίσχυρη γειτονική χώρα. Από ένα «κρατίδιο», όπως υποτιμητικά το αποκαλούν ορισμένοι. Κι όμως, το 1996 είχαν συνειδητοποιηθεί από την κοινωνία τα αδιέξοδα της διπλωματικής ήττας που είχαμε υποστεί στο «Σκοπιανό». Γι` αυτό σταδιακά το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων μετέβαλλαν πολιτική και υιοθέτησαν τη γραμμή της σύνθετης ονομασίας. Προφανώς, η κρίση και τα μνημόνια έχουν προκαλέσει πληγές στην εθνική αξιοπρέπεια και πολλοί συμπολίτες μας προσλαμβάνουν το μακεδονικό ως μια επιπλέον επιβάρυνση της εθνικής εικόνας μας. Δεν είναι η πρώτη φορά που η όξυνση των κοινωνικών-οικονομικών ανισοτήτων εκτρέπεται σε φαντασιακή ή πραγματική αμφισβήτηση του «άλλου» σε αναζήτηση μιας «εθνικής παρηγορίας». Το συλλαλητήριο επιχείρησαν να καπελώσουν, και σε μεγάλο βαθμό τα κατάφεραν, οι μηχανισμοί της βαθιάς δεξιάς και ακροδεξιάς, οι κάθε είδους απόστρατοι επίδοξοι «σωτήρες», οι ακραίοι κύκλοι της Εκκλησίας και τα παρεκκλησιαστικά κυκλώματα, οι οπαδικοί στρατοί αμφιλεγόμενων επιχειρηματιών και βαρόνων των media. Όλοι αυτοί, με την ανοικτή μαζική στήριξη της ΝΔ, επιχειρούν να συγκροτήσουν μια επικίνδυνη δυναμική, να κυριαρχήσουν στο επίπεδο των μαζικών εκδηλώσεων και μέσα από λάβαρα, κραυγές και συνθήματα να εκτοπίσουν κάθε άλλη άποψη και να επιβληθούν πάνω στο πολιτικό σύστημα. Φασιστικές ομάδες κρούσης και νεοναζί έβαλαν φωτιές, βεβήλωσαν μνημεία, προπηλάκισαν πολιτικούς. Από την εξέδρα της συγκέντρωσης εκφωνούνταν υβριστικά, ακραία συνθήματα και καλούνταν οι ένοπλες δυνάμεις να δώσουν λύση. Που οδηγούν όλες αυτές οι εξαλλοσύνες; Που οδήγησαν τα αντίστοιχα συλλαλητήρια για το μακεδονικό στη δεκαετία του 1990, αλλά και οι λαοσυνάξεις για τις ταυτότητες; Στην πρώτη περίπτωση σε μια πρωτοφανή διεθνή απομόνωση και σε αλλεπάλληλες διπλωματικές ήττες της χώρας και στην περίπτωση των ταυτοτήτων μόνο στη συγκρότηση της «δεξιάς του Κυρίου», αφού, η τότε πολιτική ηγεσία, ορθώς δεν υποχώρησε και επέβαλλε τελικά την απάλειψη του θρησκεύματος από τις ταυτότητες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου