Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

Οταν οι εφοπλιστές πολιτεύονται

Οταν οι εφοπλιστές πολιτεύονται

Αντα Ψαρρά
Βαγγέλης Μαρινάκης
EUROKINISSI
Καθόλου παράξενο δεν είναι το φαινόμενο να διατυπώνονται και σήμερα, όπως και στο παρελθόν, ερωτήματα για τον ρόλο των ισχυρών επιχειρηματιών της Ελλάδας. Ολοι οι μεγάλοι, λίγο ώς πολύ, έχουν συνδέσει τις επιχειρηματικές τους επιτυχίες με σκοτεινές πλευρές, που άλλοτε εμφανίστηκαν στο προσκήνιο κι άλλοτε παρέμειναν στο παρασκήνιο ως υπόνοιες.
Πολύ συχνά δε οι στενές σχέσεις με την εξουσία αλλά και με παράγοντες της Δικαιοσύνης προβλήθηκαν στα ΜΜΕ με τη μορφή σκανδάλων. Από τον Αριστοτέλη Ωνάση μέχρι τον Γιώργο Κοσκωτά, οι πολιτικές εμπλοκές, οι αλματώδεις ρυθμοί επέκτασης, συχνά και οι παρανομίες που δημιούργησαν τις αμύθητες περιουσίες, εκτός από τα πρωτοσέλιδα αφιερώματα απασχόλησαν (αν και σπάνια) και τα δικαστήρια, με κατηγορούμενους πολιτικούς και επιχειρηματίες.

Ο νέος Ελληνας Κροίσος, Β. Μαρινάκης ακολούθησε την πεπατημένη, διεκδικώντας ρόλο στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Ενώ ήταν ένας φτασμένος Ελληνας εφοπλιστής, που βέβαια διατηρεί όλα του τα πλοία σε ξένη σημαία, αγόρασε τη μεγάλη ΠΑΕ, διεκδίκησε και κέρδισε τον δήμο που κατέχει νευραλγική θέση στη ναυτιλία. Αμέσως μετά επεκτάθηκε στον χώρο των ΜΜΕ, μέχρι που διασφάλισε και το μονοπώλιο στη διακίνηση του Τύπου.
Εχοντας στο πλευρό του την αξιωματική αντιπολίτευση, ο κ. Μαρινάκης κήρυξε ανοιχτό πόλεμο στην κυβέρνηση. Στο θολό τοπίο που δημιουργείται, μπαίνει στο κάδρο αναγκαστικά και η Δικαιοσύνη. Μια υπόθεση όπως αυτή της μεταφοράς της μεγαλύτερης ποσότητας ηρωίνης που έφτασε ποτέ στην Ευρώπη δικάστηκε σε μια δίκη σχεδόν αόρατη, ενώ κατά της υπέρμετρης επιείκειας της απόφασης έκανε έφεση η ίδια η εισαγγελέας.
Η απόφαση χρειάστηκε μήνες για να καθαρογραφεί, το Εφετείο ακόμα δεν ορίστηκε, ενώ οι περισσότεροι κατηγορούμενοι παραμένουν ελεύθεροι. Κακώς ή καλώς, βασικοί κατηγορούμενοι είχαν δοσοληψίες με τον εφοπλιστή και κακώς ή καλώς από δικές τους υποδείξεις βρέθηκαν ύποπτα εμβάσματα σε λογαριασμούς που συνδέουν, σύμφωνα με την εισαγγελέα (που διερευνούσε συναφείς υποθέσεις), τον εφοπλιστή και συνεργάτες του με τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης του NOOR ONE.
Αντί όμως να περιμένει, όπως όλοι οι εμπλεκόμενοι (αθώοι και μη), τη δικαστική εξέλιξη, με τη δύναμη της μιντιακής και της οπαδικής εξουσίας, ο ισχυρός εφοπλιστής αποφάσισε όχι μόνο την κατά μέτωπον επίθεση στην κυβέρνηση, αλλά δυστυχώς και σε εκπροσώπους της Δικαιοσύνης. Αυτό το είχε κάνει άλλωστε και στο παρελθόν, όταν καταφέρθηκε κατά εισαγγελέων, κατηγορώντας τους για σκόπιμη εμπλοκή του σε άλλες υποθέσεις.
Οσο όμως κι αν οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση NOOR ONE είχαν ως υπεράσπιση μεγάλα δικηγορικά γραφεία και σαφώς πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων τους, όσο κι αν είχαν κάποιου είδους σχέσεις με τον Β. Μαρινάκη κι όσο -τέλος- κι αν είναι ισχυρά τα στοιχεία που οδήγησαν την εισαγγελέα στις πρόσφατες διώξεις, η ενοχή και η συμμετοχή του εφοπλιστή στην υπόθεση δεν έχουν ακόμα κριθεί.
Η τακτική του χαρακτηρισμού κάποιου πριν ακόμα φτάσει στη δικαστική αίθουσα είναι λάθος, ακόμα κι αν όλοι αυτοί που τώρα διαμαρτύρονται έχουν στο παρελθόν κάνει κατ’ επανάληψη ακριβώς το ίδιο σε βάρος πολιτών προτού καν απαγγελθούν εναντίον τους κατηγορίες. Τώρα, που αυτό το βίωσε ένας τόσο ισχυρός παράγοντας, ίσως είναι ευκαιρία να σταματήσει αυτός ο διασυρμός του οποιουδήποτε.
Εκείνο όμως που ξαφνιάζει στην όψιμη αντίδραση Μαρινάκη είναι το γεγονός ότι, από τη στιγμή που συνελήφθη το πρώην βασικό στέλεχος του Ολυμπιακού, Αιμ. Κοτσώνης, αλλά και πριν ακόμα συλληφθεί, ισχυρά ΜΜΕ αναφέρονταν ευθέως στην ανάμειξή του στην υπόθεση. Βούιζαν τα ιστολόγια, οι εφημερίδες και τα κανάλια με χαρακτηρισμούς, χωρίς εκείνος να προβεί στην παραμικρή αντίδραση.
Ούτε καν μια δήλωση δεν είχε κάνει μέχρι σήμερα που άρχισε τα τηλεφωνήματα και τις απειλές για ευρωπαϊκά δικαστήρια. Η ευθεία αντιπαράθεση με την κυβέρνηση, μέσα από τα ΜΜΕ που πλέον διαθέτει, δεν είναι κατανοητή και δημιουργεί προφανέστατα φόβο ακόμα και σε δικαστές που βλέπουν έναν εφοπλιστή να εμφανίζεται ως ισχυρός πολιτικός πόλος εξουσίας.
Πολύ περισσότερο, όταν στο πλευρό του στέκονται κόμματα όπως η Ν.Δ. Η μεγάλη οικονομική επιφάνεια και η επιρροή δεν αρκούν για να αποφύγει κάποιος κατηγορίες σε βάρος του σε μία δημοκρατική χώρα. Το τεκμήριο αθωότητας, στο οποίο ο Β. Μαρινάκης έχει απόλυτο δικαίωμα, δεν μπορεί να συνίσταται στην επιβολή λόγω ισχύος! Οπως και κάθε πολίτης ή και πολιτικός σε όλο τον δημοκρατικό κόσμο οφείλει να περιμένει τη Δικαιοσύνη να αποφασίσει.
Οι ισχυρισμοί περί σκευωριών που κατασκευάζονται δήθεν στα υπόγεια του Μαξίμου αποτελούν όχι μόνο ευθεία παρέμβαση στο έργο των δικαστικών λειτουργών, αλλά κάνουν τον κάθε πολίτη να αισθάνεται ξανά ότι οι οικονομικά ισχυροί έχουν τον τρόπο να ξεπερνούν το νόμο και, αν χρειαστεί, να ανατρέπουν ακόμα και κυβερνήσεις. Το είδαμε στο παρελθόν και θα είναι ολέθριο να το ξαναδούμε στο παρόν ή στο μέλλον.
Σε περιόδους κρίσης και αμφισβήτησης του πολιτικού συστήματος, διαπιστώνουμε το φαινόμενο ισχυροί οικονομικοί παράγοντες να διεκδικούν και άμεσο πολιτικό ρόλο. Εγινε στην Ιταλία την περίοδο της σκοτεινής διακυβέρνησης Αντρεότι, έγινε και στην Ελλάδα την περίοδο κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ με τον Κοσκωτά. Ολοι θυμούνται το πώς στην Ιταλία πολιτικοί, επιχειρηματίες και οργανωμένο έγκλημα ενώθηκαν κατά καιρούς σε σάρκα μία, με αποτέλεσμα η Δικαιοσύνη να αποφασίσει να πάρει τον νόμο κυριολεκτικά στα χέρια της και να μετρήσει ακόμα και ανθρώπινες απώλειες στις τάξεις της.
Οι πολιτικοί στηρίχτηκαν στους επιχειρηματίες κι εκείνοι στη μαφία, προκειμένου να κρατηθούν στην εξουσία, σπιλώνοντας τους πολιτικούς τους αντιπάλους και κυρίως την Αριστερά. Ακόμα και το Βατικανό δεν έμεινε τότε αλώβητο από κατηγορίες για εμπλοκή. Ο Αντρεότι ήταν ο πρωθυπουργός που «πλήρωσε» τελικά τη νύφη αυτής της συνεργασίας. Ο μεταμοντέρνος καρπός των επικίνδυνων αυτών σχέσεων δεν είναι άλλος από τον πανίσχυρο μιντιάρχη Μπερλουσκόνι, που καταφέρνει ακόμα να διατηρεί ισχυρό έρεισμα στη γειτονική χώρα.
Το ερώτημα είναι αν θα οδηγηθούμε σήμερα σε μια Ελλάδα που θα πολιτεύονται οι ολιγάρχες και θα υπακούει το πολιτικό σύστημα, με «δημάρχους» τον Μαρινάκη στον Πειραιά, τον Σαββίδη στη Θεσσαλονίκη και... τον Μπέο στον Βόλο. Αυτό το ερώτημα οφείλει να απασχολήσει και τη Ν.Δ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου