Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

Ποιος φοβάται τη δημόσια παιδεία;

Ποιος φοβάται τη δημόσια παιδεία;

Της Κατερίνας Γεωργιάδου*
Τις τελευταίες ημέρες, υιοθετώντας τις πρόσφατες διαμαρτυρίες γονιών, εκπαιδευτικών και πολιτικών, θεωρήθηκε επιτακτικό να «αξιολογήσουμε» κατά κάποιον τρόπο το δημόσιο σχολείο ερήμην του. Γιατί, αν το καλούσαμε σε μια δημόσια διαβούλευση, ως έναν άξιο συνομιλητή στον επίμαχο διάλογο περί δημοσίου σχολείου, θα μπορούσε σίγουρα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και να υπερηφανευτεί για τον άθλο που κάνει να κρατηθεί «στη ζωή», παρ' όλη την «εγκατάλειψή» του τόσο από το προσωπικό που το υπηρετεί όσο και από την Πολιτεία.

Και πάλι όμως δεν θα ήταν αυστηρό με τους παραπάνω. Συγκεκριμένα στην μεν πρώτη περίπτωση θα εξαντλούσε την επιχειρηματολογία του δικαιολογώντας ότι το προσωπικό του απολύεται αυτοδίκαια λόγω των ελαστικών συνθηκών εργασίας, ενώ στη δεύτερη ότι η Πολιτεία αδυνατεί εξ αιτίας των οικονομικών δυσχερειών της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης να το ενισχύσει. Θα παραδεχόταν όμως το δημόσιο αυτό σχολείο, και με μεγάλη μάλιστα υπερηφάνεια, ότι αυτοί που δεν το «εγκατέλειψαν» και δεν πρόκειται ποτέ να το κάνουν είναι οι μαθητές του. Αυτοί που δίνουν καθημερινά τη μάχη μέσα σε αυτό και την κερδίζουν. Αυτοί τελικά είναι οι «άξιοι» κλειδοκράτορές του.

Πέρα όμως και μακράν από τις πολιτικές και ιδεολογικές εντάσεις που πρόσφατα βιώνουμε, το δημόσιο σχολείο αποτελεί «ψυχική» ανάγκη την οποία γέννησε η κοινωνικοπολιτιστική νοοτροπία του Έλληνα, που είναι φιλομαθής, φιλόκαλος, φιλόμουσος. Και επειδή αυτή η νοοτροπία τα τελευταία χρόνια έχει μπερδευτεί με τη δεύτερη ταυτότητα του Έλληνα, ο οποίος προσπαθεί να ταιριάξει το «καγιέν» με το «ουζάκι» και τη «Δωρεάν Παιδεία», αν και από καιρό τώρα γνωρίζει ότι έπαψε να είναι δωρεάν, θυμίζω ότι το δημόσιο σχολείο είναι δημόσιο αγαθό και έχει έννομο δικαίωμα να το απολαμβάνει ο οποιοσδήποτε. Τέτοιες συμπεριφορές μάς παραπέμπουν στον Όργουελ. Ύστερα από όλα αυτά θα ήταν πλάνη να πιστεύουμε ότι το δημόσιο αγαθό είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

***
Ας μην ξεχνάμε, πάλι, ότι τα τελευταία χρόνια, με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τις ελλείψεις που το δημόσιο σχολείο παρουσιάζει. Γι' αυτό όμως δεν ευθύνονται ο γονιός και το παιδί του που φοιτά σε αυτό. Δεν ευθύνεται όμως και η Πολιτεία για τις στρεβλώσεις και αγκυλώσεις που εμποδίζουν να συμβεί το αντίθετο. Χαρακτηρίζεται όμως ως υπερφίαλο αυτό που συμβαίνει, να διεκδικούν δηλαδή γονείς και μαθητές, φανατικοί υποστηρικτές του ιδιωτικού σχολείου, την εύνοια της Πολιτείας για το δημόσιο αγαθό που αυτή απλόχερα τους εξασφαλίζει, ενώ οι ίδιοι αρνούνται να το απολαύσουν.

Ποια είναι η πραγματική αιτία, που κάνει τόσο τους γονείς αυτούς όσο και τα ίδια τα παιδιά να απορρίπτουν τη δημόσια παιδεία ως ανεπαρκή; Ποιος είναι αυτός, ο πραγματικά σύγχρονος σοφός, που την κρίνει, τη συγκρίνει και τελικά την καταδικάζει; Και στο σημείο αυτό υπενθυμίζω ότι οι χιλιάδες επιτυχόντες στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και μελλοντικοί διακεκριμένοι Έλληνες επιστήμονες είναι μαθητές και του δημόσιου σχολείου.

Από την άλλη πλευρά πάλι αναρωτιέμαι: Ποιος μαθητής, ακόμη και στο δημόσιο σχολείο, δεν υποστηρίζεται εξωσχολικά; Ποιος γονιός, με όλη την οικονομική του δυσπραγία ή την οικονομική του ευμάρεια, δεν φροντίζει να δραστηριοποιήσει το παιδί του σε αθλητικές, πολιτιστικές και άλλου είδους απασχολήσεις με απώτερο σκοπό πάντοτε να το ενισχύσει;

Τελικά τι είδους πολίτες θέλουμε; Πιστεύω ότι στο σημείο αυτό δικαιολογείται αυτό που είπε ο Ελύτης: «Και εκείνο που ξέρω είναι ότι μ' αυτά και μ' αυτά εφτάσαμε σε κάτι που θα μου επιτρέψετε να ονομάσω ψευδοφάνεια. Έχουμε, δηλαδή, την τάση να παρουσιαζόμαστε διαρκώς διαφορετικοί απ' ό,τι πραγματικά είμαστε».

***
Και τότε είναι που απορώ, γιατί αυτός ο γονιός αρνείται να κάνει την αυτοκριτική του και δηλώνει πως λόγω της αύξησης του κόστους στην ιδιωτική εκπαίδευση «θα αναγκαστεί» να στείλει το παιδί σε δημόσιο σχολείο. Η απόφαση αυτή μοιάζει με «απειλή» προς το ίδιο του το παιδί αφενός και αφετέρου με αναγκαστικό συμβιβασμό του ίδιου με την κοινωνική πραγματικότητα. Είναι τόσο ευτελούς ποιότητας το δημόσιο ελληνικό σχολείο, ώστε να προβληματίζεται τόσο πολύ ο περισπούδαστος Έλληνας γονιός να στείλει το παιδί του σε αυτό;

Σε τι διαφέρει το αναλυτικό πρόγραμμα του ενός σχολείου από το άλλο; Ποια είναι η ποιοτική διαφορά των εκπαιδευτικών που διδάσκουν στο ένα και στο άλλο σχολείο αντίστοιχα; Μάλιστα διευκρινίζω ότι οι απολυμένοι εκπαιδευτικοί από τα ιδιωτικά αυτά σχολεία είναι αυτοί που αποκαθίστανται επαγγελματικά στο δημόσιο σχολείο, που τώρα βάλλεται από παντού. Μήπως τα παιδιά που φοιτούν σε δημόσια σχολεία είναι καταδικασμένα στην αμάθεια και τον σκοταδισμό; Γιατί τελικά φοβούνται τόσο το δημόσιο σχολείο; Είναι απαραίτητη επομένως στο σημείο αυτό μια αποσαφήνιση.

Στον αντίποδα των παραπάνω είναι εύλογο να παρατηρήσουμε την προσέγγιση κάθε φορά που κάνει ο Έλληνας γονιός για την εκπαίδευση του παιδιού του. Αγωνιά για τις αθλητικές του δραστηριότητες, γιατί φιλοδοξεί να γίνει καλαθοσφαιριστής στο NBA, αναζητά τις ευρέως απαιτούμενες ξένες γλώσσες, που αυτό υποχρεούται να μάθει, γιατί αποβλέπει στην επαγγελματική του αποκατάσταση στις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, εγγράφει το παιδί του σε ιδιωτικά σχολεία «καλών» συνοικιών, ώστε να γίνει περισσότερο ανταγωνιστικό για την αγορά εργασίας. Για όλους τους παραπάνω λόγους καταλήγει στο ιδιωτικό σχολείο. Και όταν το τελευταίο είναι πραγματικό σχολείο και όχι επιχείρηση, η επιλογή του κρίνεται επιτυχής. Συνεπώς, τόσο πολύ έχει ανεβάσει τον πήχη των επιδόσεων ο Έλληνας γονιός, ώστε μόνον αν τα παιδιά αυτά διακριθούν για πρωταθλητισμό να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις μεγαλεπήβολες οικογενειακές απαιτήσεις. Και αναφέρομαι στις οικογενειακές γιατί οι κοινωνικές είναι πιο απλές και πιο συμβατές με την απλή πραγματικότητα.

***
Μήπως έφτασε πια ο καιρός για την πλήρη αναμόρφωση του ανθρωπιστικού σχολείου και της ανθρωπιστικής παιδείας; Μήπως τελικά, αντί να βομβαρδίζουμε το δημόσιο σχολείο γιατί είναι υποστελεχωμένο, γιατί δεν παρέχει «υψηλής» ποιότητας παιδεία, αλλά φυσιολογική εκπαίδευση, γιατί λειτουργεί με αναπληρωτές εκπαιδευτικούς και γιατί δεν καλύπτει τις υπερβολικές απαιτήσεις τις ανταγωνιστικής κοινωνίας, που τονίζω ότι εμείς κατασκευάσαμε, να φροντίσουμε να μάθουμε στα παιδιά μας, έστω και τώρα, πώς να αγαπούν και να σέβονται καθετί δημόσιο; Να τα μάθουμε πώς να ξεριζώνουν τα παράσιτα που περιθριγκώνουν τα ιδανικά και τις αξίες που, είτε στο δημόσιο είτε στο ιδιωτικό σχολείο φοιτούν, εξίσου προσλαμβάνουν; Μήπως πρέπει τελικά να προστατέψουμε τα παιδιά μας από τις δικές μας παραλείψεις; Γιατί είναι δική μας υπαιτιότητα η ελλιπής παιδεία τους και όχι του δημοσίου σχολείου.

Κλείνοντας καταθέτω ότι χρέος όλων μας, δασκάλων και γονιών, είναι, προτού απαιτήσουμε από την Πολιτεία να διδάξει στα παιδιά μας τις αξίες και τα ιδανικά μας ως Ελλήνων, να τα προϊδεάσουμε, επαναλαμβάνω, εμείς οι ίδιοι, διδάσκοντας τα ότι τα προτάγματα της ελληνικής παιδείας είναι η κατάκτηση της αρετής, της ισορροπίας και της ευσυνειδησίας. Ας σταματήσουμε λοιπόν τις μηδενιστικές κορώνες για το δημόσιο σχολείο, γιατί αυτό τελικά, παρ' όλες τις ταλαιπωρίες που κάθε χρόνο υφίσταται, δεν υπήρξε θύμα καμίας «μετάλλαξης». Μην το μετατρέπουμε σε κλοτσοσκούφι της ταξικής πάλης!

* Η Κατερίνα Γεωργιάδου είναι φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου