Φτώχεια στα χρώματα της πόλης
«Με γυροφέρνει μια ίωση» λέμε όταν δεν είμαστε ούτε τελείως καλά ούτε τελείως άρρωστοι. Εδώ και δύο χρόνια την Ελλάδα γυροφέρνει μια νέου τύπου ίωση, μια νέου τύπου φτώχεια που τα σημάδια της γίνονται όλο και πιο εμφανή. Με αφορμή ορισμένα από αυτά τα σημάδια, όπως η μετανάστευση των νέων ή τα μικροσυσσίτια στα σχολεία, κάποιοι μιλούν για επιστροφή στη δεκαετία του ’50 ή στις αρχές του ’60 - αν και οι διαφορές ανάμεσα στο τότε και στο σήμερα είναι πολύ πιο κραυγαλέες από τις ομοιότητες.
Τότε η πατρίδα της καταραμένης φτώχειας ήταν κυρίως το
χωριό, η ύπαιθρος, όμως σήμερα κοιτίδα της είναι η πόλη, η αστική πολυκατοικία,
το διαμέρισμα. Αγροτόπαιδα που δεν έβλεπαν προκοπή στον τόπο τους έπαιρναν
κάποτε τον δρόμο της ξενιτιάς, όμως σήμερα τον ίδιο δρόμο αναζητούν παιδιά
μοσχαναθρεμμένα, με πτυχία και προσόντα. Ωστόσο, εκείνα τα δύσκολα χρόνια
υπήρχαν οικογένειες που ζούσαν με έναν μόνο μισθό, συνήθως του πατέρα, καθώς τα
«οικιακά» ήταν η αναγκαστική επιλογή της μητέρας. Οικογένειες που ζούσαν
φτωχικά, αλλά με αξιοπρέπεια και συχνά κατάφερναν να σπουδάσουν τα παιδιά τους,
ακόμα και να χτίσουν ένα ταπεινό αυθαίρετο για κύρια κατοικία - με χίλια δυο
βάσανα, αλλά χωρίς δανεικά.
Δεν ήταν ειδυλλιακά εκείνα τα χρόνια και ούτε επιστρέφουμε σ’ εκείνο το παρελθόν, όμως οι περισσότεροι διαισθανόμαστε ότι κατευθυνόμαστε, με ολοένα αυξανόμενη ταχύτητα, σε ένα άγριο και αβέβαιο μέλλον. Οι μεταπολεμικές κατακτήσεις και βεβαιότητες σαρώνονται, το κράτος πρόνοιας χαρακτηρίζεται αναχρονισμός, ενώ η ελπίδα γίνεται είδος πολυτελείας. H μείωση του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με όλη τη βεντάλια των μέτρων, είναι μια από τις πιο βαθιές τομές στα μεταπολεμικά χρονικά, καθώς επισημοποιεί αυτό που ήδη γνωρίζουμε, δηλαδή ότι ένας (1) μισθός όχι απλώς δεν επαρκεί για να συντηρηθεί μια οικογένεια, αλλά συχνά δεν φτάνει για να επιβιώσει, έστω στα όρια της φτώχειας, ένας εργαζόμενος χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις. Πρόκειται για ιστορική οπισθοδρόμηση, με δραματικές επιπτώσεις για το δημογραφικό μέλλον της χώρας και την κοινωνική θέση της γυναίκας που διαπιστώνει ότι η μητρότητα είναι βαρίδι όχι για τη λαμπρή καριέρα, αλλά ακόμα και για μια κακοπληρωμένη εργασία.
Την αγριότητα του κοντινού μέλλοντος δεν θα την
καθορίσει η ένταση των κοινωνικών εκρήξεων, που πολλοί τις θεωρούν
αναπόφευκτες, αλλά και η καλυμμένη βία της καθημερινότητας, την οποία μπορεί να
εκφράζει η αποξένωση ή η εχθρότητα ανάμεσα στους μέχρι χθες οικείους. Η Ιστορία
έχει δείξει ότι οι οριακές καταστάσεις γεννούν θαυμαστές εκδηλώσεις κοινωνικής
αλληλεγγύης, αλλά και ανατριχιαστικά δείγματα κοινωνικού κανιβαλισμού.
Η νέα φτώχεια της πόλης δεν φοράει μπαλωμένα ρούχα ούτε παπούτσια με
τριμμένες σόλες και «πεταλάκια». Μπορεί να συνυπάρχει με δεκάδες γκατζετάκια,
με το κινητό και το ημι-ακινητοποιημένο ΙΧ, αλλά και με το παγωμένο καλοριφέρ
και τον τρόμο του απλήρωτου λογαριασμού. «Ο αέρας της πόλης σε κάνει ελεύθερο»
έλεγαν οι άνθρωποι μια φορά κι έναν καιρό, όμως τώρα ο αέρας της πόλης γίνεται
όλο και πιο βαρύς. Και ωστόσο, μόνο σ’ αυτή την πόλη τη μητριά μπορεί να
φυσήξει ένας άνεμος απελευθέρωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου