Θεσμοί και οργανωτικές δομές της τουρκο-μουσουλαμανικής μειονότητας
Του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη
Την προηγούμενη Τρίτη 15 Φεβρουαρίου, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ οργάνωσε σεμινάριο για τους βουλευτές και τους επιστημονικούς συνεργάτες τους, με αντικείμενο τα ζητήματα που ταλανίζουν την κοινωνία της Θράκης, τα οποία εν πολλοίς χρονίζουν και περιμένουν υπομονετικά λύσεις. Παρουσιάστηκαν (από τον υπογράφοντα και τον Γιώργο Μαυρομμάτη, διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο Θράκης) και συζητήθηκαν προβλήματα που εκτείνονται σε ευρύ φάσμα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, εντός και εκτός της μειονότητας. Τα θέματα αυτά συνέχονται βέβαια με τα ζητήματα που αφορούν την ευρύτερη ελληνική κοινωνία, αλλά βαθαίνουν με τον ιδιαίτερο τρόπο που επιβάλλουν τα «εθνικά ζητήματα», όπως μάθαμε να τα αποκαλούμε, και οι «ευαισθησίες» που οφείλει κανείς να εκδηλώνει σε αυτά.
***
Οι εθνικοί ανταγωνισμοί, η εθνοποίηση εδάφους και πληθυσμών στη Νότια Βαλκανική και την Τουρκία επέβαλε με σκληρούς όρους πολιτικές εθνικής ομογενοποίησης. Στην Ελλάδα, αυτή συντελέστηκε με την εκδίωξη σημαντικού τμήματος των μουσουλμάνων από τις Νέες Χώρες το 1913-14, και κυρίως την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Η εξαίρεση των μουσουλμάνων της Θράκης δημιούργησε μια νέα μειονότητα, το καθεστώς της οποίας θεσπίστηκε σε συνέχεια και με συνέπεια με τη λογική του μιλλέτ: την απόδοση νομικού καθεστώτος σε μια πληθυσμιακή ομάδα με κριτήριο τη θρησκευτική της υπαγωγή (όπως ήδη ίσχυε στο ελληνικό δίκαιο για τους μουσουλμάνους, από το 1881/1913). Η κατάσταση αυτή παγιώθηκε και παρέμεινε, σε πείσμα όλων των εκσυγχρονιστικών μεταβολών που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το σχετικό κεφάλαιο της Συνθήκης της Λοζάνης (1923) προβλέπει συγκεκριμένα δικαιώματα, καθρεπτιστά ως προς την υποχρέωση που ανέλαβε η Τουρκία για την προστασία των «μη μουσουλμανικών μειονοτήτων» της. Μέχρι σήμερα, η συζήτηση αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο αντιφατικών παραδοχών: την παραβίαση των διατάξεων της Συνθήκης (σε Ελλάδα και Τουρκία) και το ότι η Συνθήκη αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της μειονότητας, άρα η ύπαρξή της είναι συνυφασμένη με τη διατήρηση της Συνθήκης.
Ιδιαίτερη πτυχή του προβλήματος είναι ότι σήμερα έχει ιδεολογικά φυσικοποιηθεί η κρατική παρεμβατικότητα, τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας, ασκώντας έλεγχο στα εσωτερικά της μειονότητας και μην επιτρέποντας να αναπτυχθούν δομές αντιπροσωπευτικότητας ή αυτό που σχηματικά θα ονομάζαμε «κοινωνία των πολιτών», «κοινωνικά κινήματα». Έτσι, κάθε μορφή αυτοδιαχείρισης των μειονοτικών θεσμών από την ίδια τη μειονότητα θεωρείται «εθνική παραχώρηση», ενώ η αυτονόμηση του μειονοτικού-κοινοτικού χώρου φαντάζει ως κατάσταση που διασπά την ομοιογένεια μιας έννομης τάξης που διασφαλίζει ορισμένα οικουμενικά δικαιώματα του ανθρώπου. Το κράτος, αντί να αναλάβει τον ρόλο του εγγυητή της άσκησης και εφαρμογής των γενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και των ειδικών δικαιωμάτων της μειονότητας, σταδιακά παρενέβη με αποφασιστικό τρόπο στα εσωτερικά της μειονότητας. Έτσι, οι διαχωριστικές γραμμές που όρισαν ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός δημιούργησαν ασφυκτικές πελατειακές σχέσεις, που καρπώνονται την υπεραξία του μειονοτικού δυναμικού και επιτείνουν ταξικές αντιθέσεις με επιφανειακούς θρησκευτικούς ή εθνικούς διαχωρισμούς.
Η συντήρηση μιας υποψίας, ρητής ή λανθάνουσας, εναντίον του «εθνικά άλλου», με αφετηρία τις διαφορές του, δημιουργεί ολισθηρό έδαφος, υπονομεύοντας τη συζήτηση. Παράδειγμα, η ερώτηση: Μπορεί να συμβαδίζει η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη με την τουρκική ή άλλη εθνική συνείδηση; Ο υποχρεωτικός διαχωρισμός βάσει της θρησκείας γκετοποιεί την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα, θεωρώντας δεδομένη την υποχρεωτική θρησκειοποίηση των μελών της: οι μειονοτικοί αποτελούν μια εξαιρετική κατηγορία πολιτών, οι οποίοι είναι –και πρέπει– να παραμείνουν μουσουλμάνοι, χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενο της ταυτότητάς τους, δηλαδή να αναγνωριστούν ως άθρησκοι, άθεοι ή ό,τι άλλο επιλέξουν, δικαίωμα κεκτημένο, έστω θεωρητικά, για όλους τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεπεραστούν οι συνεχείς κρίσεις είναι η αναγνώριση των φαινομένων στην πραγματική τους διάσταση (συνολικά για τη μειονότητα, αλλά και αναφορικά με τις επιμέρους εθνοτικές ή γλωσσικές ταυτότητες εντός αυτής) και η εγκατάλειψη δογματικών θέσεων, καθώς είναι αδύνατη η επιστροφή σε ένα προεθνικό ή μη εθνικό παρελθόν, όπως και η αποτροπή (ή η άρση) της εθνοποίησης της μειονότητας.
Στη συνέχεια, με πολύ συνοπτικό τρόπο, επισημαίνονται τα κύρια ζητήματα που αποτελούν τροχοπέδη στην ομαλή οικονομική, κοινωνική και θεσμική εξέλιξη της μειονότητας της Θράκης, η οποία έχει εγκλωβιστεί σε στείρες πολιτικές και ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις.
1. Η μειονοτική εκπαίδευση πάσχει από πλήθος νομικών και εκπαιδευτικών αγκυλώσεων, με αποτέλεσμα τη χαμηλή ποιότητά της. Πρόταση: α) το ζήτημα του διδασκαλικού προσωπικού των μειονοτικών σχολείων να ρυθμιστεί με πάγιο τρόπο, με γνώμονα την ποιότητα της εκπαίδευσης, ύστερα από την ορθή κατάργηση της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, β) αναμόρφωση του ειδικού εποπτικού μηχανισμού (Συντονιστής Μειονοτικών Σχολείων), γ) κατάργηση αντισυνταγματικών εξαιρέσεων από την κανονικότητα (προσλήψεις βάσει θρησκείας κλπ.), δ) υιοθέτηση νέου νόμου για τα μειονοτικά σχολεία.
2. Τα βακούφια (κοινοτικά ιδρύματα-κοινοτική περιουσία) διέπονται από θεσμική αταξία, η οποία ακροβατεί σε πολιτικές ισορροπίες. Κύριο ζήτημα, η μη ανάδειξη διαχειριστικών επιτροπών με εκλογές από το 1967. Πρόταση: Επαναδιατύπωση του σχετικού νόμου του 2008, διαβούλευση με τη μειονότητα, καταγραφή των βακουφίων και διενέργεια εκλογών.
3. Ο Μουφτής, ως θρησκευτικός αρχηγός, συνεχίζει να διορίζεται με δεκαετή θητεία από την κυβέρνηση. Υπάρχει θέμα θρησκευτικής ελευθερίας και πολιτική εμπλοκή με τη δράση των δύο εκλεγμένων Μουφτήδων, φορέων έντονου εθνικιστικού τουρκικού λόγου. Πρόταση: Θεσμοθέτηση της ανάδειξης του Μουφτή ως θρησκευτικού αξιωματούχου με εκλογές και διάκριση (καταρχάς) του προσώπου του από τον ιεροδίκη.
4. Ο Μουφτής ως ιεροδίκης δικάζει υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, σύμφωνα με διατάξεις του ισλαμικού δικαίου, συχνά σε βάρος των δικαιωμάτων της γυναίκας και του παιδιού. Πρόταση: Αναμόρφωση της διαδικασίας και του περιεχομένου του εφαρμοστέου δικαίου μέσα από διάλογο με την μειονότητα, με στόχο την ωρίμανση των κοινωνικών αιτημάτων για ουσιαστική ισότητα. Δεν προτείνεται η άμεση κατάργηση του ιεροδικείου, καθώς θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Ο ιεροδίκης (άλλο πρόσωπο από τον Μουφτή) να διορίζεται από την κυβέρνηση. Στόχος, η εξάλειψη των διακρισιακών διατάξεων.
5. Τίτλοι ιδιοκτησίας. Μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων, κυρίως στον ορεινό όγκο, δεν διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας, γεγονός που δημιουργεί μείζον ζήτημα οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας. Πρόταση: Τακτοποίηση των τίτλων με ειδικές διαδικασίες κατά την κατοχύρωση ιδιοκτησιών με το Κτηματολόγιο ή με μαζικές «τακτοποιήσεις», πέραν του σχετικού νόμου του 2011.
6. Σωματεία. Τα δικαστήρια της Θράκης δεν επιτρέπουν την εγγραφή του καταστατικού τριών μειονοτικών σωματείων, παρόλο που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) διαπίστωσε παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου από τα ελληνικά δικαστήρια. Η παραβίαση εκθέτει την Ελλάδα διεθνώς και τρέφει την τουρκική επιρροή. Πρόταση: Άμεση εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.
***
Προϋπόθεση για την επίτευξη των παραπάνω είναι, βέβαια, η υιοθέτηση πολιτικών που θα οδηγήσουν στην παραγωγή κανόνων δικαίου, με κύριο στόχο την απαγκίστρωση της μειονότητας από τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εξωτερικών και την εδραίωση στη Θράκη του κράτους δικαίου για όλους, μειονοτικούς και πλειονοτικούς. Η αποστεγανοποίηση των θεσμικών συστημάτων που «μιλλετοποιούν» τους μειονοτικούς και τους αντιμετωπίζουν ως θεσμική εξαίρεση της ιδιότητας του πολίτη πρέπει να γίνει σταδιακά και ομαλά, ώστε να μην αναμοχλευθεί μια προσχηματική «διεκδίκηση δικαιωμάτων» ή «προάσπιση της εθνικής ασφάλειας». Η απομυθοποίηση της σχέσης έθνους-κράτους, όπως και η προσπάθεια άρσης των κοινωνικοοικονομικών, και εν τέλει ταξικών, διαφορών, μεταξύ «χριστιανών» και «μουσουλμάνων», αποτελούν προϋπόθεση για την κανονικοποίηση (δηλαδή την αντιμετώπιση ως μη εξαίρεση) της θέσης της μειονότητας. Τέλος, θεμελιώδης προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των μειονοτικών ως πολιτών, και όχι ως πεδίου άσκησης ανταποδοτικών μέτρων ή «αναγκαίου κακού», είναι ο απεγκλωβισμός από τη λογική της αμοιβαιότητας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η αναθεωρητική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης της Λοζάνης, και κυρίως η κύρωση από την Ελλάδα της Σύμβασης-πλαίσιο για τις εθνικές μειονότητες, θα μπορούσε να δώσει πρόσφορες λύσεις, καθώς η προστασία της μειονότητας θα μπορούσε να ξεφύγει από τον διμερή εναγκαλισμό και να τεθεί υπό πολυμερή ευρωπαϊκό έλεγχο. Εν τέλει, αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «μειονοτικό ζήτημα της Θράκης» μπορεί και πρέπει να λυθεί γρήγορα, με γνώμονα την εφαρμογή της κανονικότητας και την ελάττωση, κατά το δυνατόν, των πρακτικών και πολιτικών της εξαίρεσης που ασκούνται κατά παράβαση βασικών αρχών του δικαίου. Και, κυρίως, με την υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών που δεν διχάζουν την κοινωνία στη βάση της εθνοτικής διαφοράς.
H μεταπολίτευση δεν έφτασε στη Θράκη
Του Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη
Την προηγούμενη Τρίτη 15 Φεβρουαρίου, η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ οργάνωσε σεμινάριο για τους βουλευτές και τους επιστημονικούς συνεργάτες τους, με αντικείμενο τα ζητήματα που ταλανίζουν την κοινωνία της Θράκης, τα οποία εν πολλοίς χρονίζουν και περιμένουν υπομονετικά λύσεις. Παρουσιάστηκαν (από τον υπογράφοντα και τον Γιώργο Μαυρομμάτη, διδάσκοντα στο Πανεπιστήμιο Θράκης) και συζητήθηκαν προβλήματα που εκτείνονται σε ευρύ φάσμα της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής, εντός και εκτός της μειονότητας. Τα θέματα αυτά συνέχονται βέβαια με τα ζητήματα που αφορούν την ευρύτερη ελληνική κοινωνία, αλλά βαθαίνουν με τον ιδιαίτερο τρόπο που επιβάλλουν τα «εθνικά ζητήματα», όπως μάθαμε να τα αποκαλούμε, και οι «ευαισθησίες» που οφείλει κανείς να εκδηλώνει σε αυτά.
***
Οι εθνικοί ανταγωνισμοί, η εθνοποίηση εδάφους και πληθυσμών στη Νότια Βαλκανική και την Τουρκία επέβαλε με σκληρούς όρους πολιτικές εθνικής ομογενοποίησης. Στην Ελλάδα, αυτή συντελέστηκε με την εκδίωξη σημαντικού τμήματος των μουσουλμάνων από τις Νέες Χώρες το 1913-14, και κυρίως την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών του 1923. Η εξαίρεση των μουσουλμάνων της Θράκης δημιούργησε μια νέα μειονότητα, το καθεστώς της οποίας θεσπίστηκε σε συνέχεια και με συνέπεια με τη λογική του μιλλέτ: την απόδοση νομικού καθεστώτος σε μια πληθυσμιακή ομάδα με κριτήριο τη θρησκευτική της υπαγωγή (όπως ήδη ίσχυε στο ελληνικό δίκαιο για τους μουσουλμάνους, από το 1881/1913). Η κατάσταση αυτή παγιώθηκε και παρέμεινε, σε πείσμα όλων των εκσυγχρονιστικών μεταβολών που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Το σχετικό κεφάλαιο της Συνθήκης της Λοζάνης (1923) προβλέπει συγκεκριμένα δικαιώματα, καθρεπτιστά ως προς την υποχρέωση που ανέλαβε η Τουρκία για την προστασία των «μη μουσουλμανικών μειονοτήτων» της. Μέχρι σήμερα, η συζήτηση αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο αντιφατικών παραδοχών: την παραβίαση των διατάξεων της Συνθήκης (σε Ελλάδα και Τουρκία) και το ότι η Συνθήκη αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της μειονότητας, άρα η ύπαρξή της είναι συνυφασμένη με τη διατήρηση της Συνθήκης.
Ιδιαίτερη πτυχή του προβλήματος είναι ότι σήμερα έχει ιδεολογικά φυσικοποιηθεί η κρατική παρεμβατικότητα, τόσο της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας, ασκώντας έλεγχο στα εσωτερικά της μειονότητας και μην επιτρέποντας να αναπτυχθούν δομές αντιπροσωπευτικότητας ή αυτό που σχηματικά θα ονομάζαμε «κοινωνία των πολιτών», «κοινωνικά κινήματα». Έτσι, κάθε μορφή αυτοδιαχείρισης των μειονοτικών θεσμών από την ίδια τη μειονότητα θεωρείται «εθνική παραχώρηση», ενώ η αυτονόμηση του μειονοτικού-κοινοτικού χώρου φαντάζει ως κατάσταση που διασπά την ομοιογένεια μιας έννομης τάξης που διασφαλίζει ορισμένα οικουμενικά δικαιώματα του ανθρώπου. Το κράτος, αντί να αναλάβει τον ρόλο του εγγυητή της άσκησης και εφαρμογής των γενικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και των ειδικών δικαιωμάτων της μειονότητας, σταδιακά παρενέβη με αποφασιστικό τρόπο στα εσωτερικά της μειονότητας. Έτσι, οι διαχωριστικές γραμμές που όρισαν ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός δημιούργησαν ασφυκτικές πελατειακές σχέσεις, που καρπώνονται την υπεραξία του μειονοτικού δυναμικού και επιτείνουν ταξικές αντιθέσεις με επιφανειακούς θρησκευτικούς ή εθνικούς διαχωρισμούς.
Η συντήρηση μιας υποψίας, ρητής ή λανθάνουσας, εναντίον του «εθνικά άλλου», με αφετηρία τις διαφορές του, δημιουργεί ολισθηρό έδαφος, υπονομεύοντας τη συζήτηση. Παράδειγμα, η ερώτηση: Μπορεί να συμβαδίζει η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη με την τουρκική ή άλλη εθνική συνείδηση; Ο υποχρεωτικός διαχωρισμός βάσει της θρησκείας γκετοποιεί την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα, θεωρώντας δεδομένη την υποχρεωτική θρησκειοποίηση των μελών της: οι μειονοτικοί αποτελούν μια εξαιρετική κατηγορία πολιτών, οι οποίοι είναι –και πρέπει– να παραμείνουν μουσουλμάνοι, χωρίς να μπορούν να μεταβάλουν το περιεχόμενο της ταυτότητάς τους, δηλαδή να αναγνωριστούν ως άθρησκοι, άθεοι ή ό,τι άλλο επιλέξουν, δικαίωμα κεκτημένο, έστω θεωρητικά, για όλους τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να ξεπεραστούν οι συνεχείς κρίσεις είναι η αναγνώριση των φαινομένων στην πραγματική τους διάσταση (συνολικά για τη μειονότητα, αλλά και αναφορικά με τις επιμέρους εθνοτικές ή γλωσσικές ταυτότητες εντός αυτής) και η εγκατάλειψη δογματικών θέσεων, καθώς είναι αδύνατη η επιστροφή σε ένα προεθνικό ή μη εθνικό παρελθόν, όπως και η αποτροπή (ή η άρση) της εθνοποίησης της μειονότητας.
Στη συνέχεια, με πολύ συνοπτικό τρόπο, επισημαίνονται τα κύρια ζητήματα που αποτελούν τροχοπέδη στην ομαλή οικονομική, κοινωνική και θεσμική εξέλιξη της μειονότητας της Θράκης, η οποία έχει εγκλωβιστεί σε στείρες πολιτικές και ιδεοληπτικές αντιπαραθέσεις.
1. Η μειονοτική εκπαίδευση πάσχει από πλήθος νομικών και εκπαιδευτικών αγκυλώσεων, με αποτέλεσμα τη χαμηλή ποιότητά της. Πρόταση: α) το ζήτημα του διδασκαλικού προσωπικού των μειονοτικών σχολείων να ρυθμιστεί με πάγιο τρόπο, με γνώμονα την ποιότητα της εκπαίδευσης, ύστερα από την ορθή κατάργηση της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, β) αναμόρφωση του ειδικού εποπτικού μηχανισμού (Συντονιστής Μειονοτικών Σχολείων), γ) κατάργηση αντισυνταγματικών εξαιρέσεων από την κανονικότητα (προσλήψεις βάσει θρησκείας κλπ.), δ) υιοθέτηση νέου νόμου για τα μειονοτικά σχολεία.
2. Τα βακούφια (κοινοτικά ιδρύματα-κοινοτική περιουσία) διέπονται από θεσμική αταξία, η οποία ακροβατεί σε πολιτικές ισορροπίες. Κύριο ζήτημα, η μη ανάδειξη διαχειριστικών επιτροπών με εκλογές από το 1967. Πρόταση: Επαναδιατύπωση του σχετικού νόμου του 2008, διαβούλευση με τη μειονότητα, καταγραφή των βακουφίων και διενέργεια εκλογών.
3. Ο Μουφτής, ως θρησκευτικός αρχηγός, συνεχίζει να διορίζεται με δεκαετή θητεία από την κυβέρνηση. Υπάρχει θέμα θρησκευτικής ελευθερίας και πολιτική εμπλοκή με τη δράση των δύο εκλεγμένων Μουφτήδων, φορέων έντονου εθνικιστικού τουρκικού λόγου. Πρόταση: Θεσμοθέτηση της ανάδειξης του Μουφτή ως θρησκευτικού αξιωματούχου με εκλογές και διάκριση (καταρχάς) του προσώπου του από τον ιεροδίκη.
4. Ο Μουφτής ως ιεροδίκης δικάζει υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, σύμφωνα με διατάξεις του ισλαμικού δικαίου, συχνά σε βάρος των δικαιωμάτων της γυναίκας και του παιδιού. Πρόταση: Αναμόρφωση της διαδικασίας και του περιεχομένου του εφαρμοστέου δικαίου μέσα από διάλογο με την μειονότητα, με στόχο την ωρίμανση των κοινωνικών αιτημάτων για ουσιαστική ισότητα. Δεν προτείνεται η άμεση κατάργηση του ιεροδικείου, καθώς θα οδηγήσει στο αντίθετο αποτέλεσμα. Ο ιεροδίκης (άλλο πρόσωπο από τον Μουφτή) να διορίζεται από την κυβέρνηση. Στόχος, η εξάλειψη των διακρισιακών διατάξεων.
5. Τίτλοι ιδιοκτησίας. Μεγάλος αριθμός μουσουλμάνων, κυρίως στον ορεινό όγκο, δεν διαθέτει τίτλους ιδιοκτησίας, γεγονός που δημιουργεί μείζον ζήτημα οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας. Πρόταση: Τακτοποίηση των τίτλων με ειδικές διαδικασίες κατά την κατοχύρωση ιδιοκτησιών με το Κτηματολόγιο ή με μαζικές «τακτοποιήσεις», πέραν του σχετικού νόμου του 2011.
6. Σωματεία. Τα δικαστήρια της Θράκης δεν επιτρέπουν την εγγραφή του καταστατικού τριών μειονοτικών σωματείων, παρόλο που το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) διαπίστωσε παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου από τα ελληνικά δικαστήρια. Η παραβίαση εκθέτει την Ελλάδα διεθνώς και τρέφει την τουρκική επιρροή. Πρόταση: Άμεση εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.
***
Προϋπόθεση για την επίτευξη των παραπάνω είναι, βέβαια, η υιοθέτηση πολιτικών που θα οδηγήσουν στην παραγωγή κανόνων δικαίου, με κύριο στόχο την απαγκίστρωση της μειονότητας από τις αρμοδιότητες του Υπουργείου Εξωτερικών και την εδραίωση στη Θράκη του κράτους δικαίου για όλους, μειονοτικούς και πλειονοτικούς. Η αποστεγανοποίηση των θεσμικών συστημάτων που «μιλλετοποιούν» τους μειονοτικούς και τους αντιμετωπίζουν ως θεσμική εξαίρεση της ιδιότητας του πολίτη πρέπει να γίνει σταδιακά και ομαλά, ώστε να μην αναμοχλευθεί μια προσχηματική «διεκδίκηση δικαιωμάτων» ή «προάσπιση της εθνικής ασφάλειας». Η απομυθοποίηση της σχέσης έθνους-κράτους, όπως και η προσπάθεια άρσης των κοινωνικοοικονομικών, και εν τέλει ταξικών, διαφορών, μεταξύ «χριστιανών» και «μουσουλμάνων», αποτελούν προϋπόθεση για την κανονικοποίηση (δηλαδή την αντιμετώπιση ως μη εξαίρεση) της θέσης της μειονότητας. Τέλος, θεμελιώδης προϋπόθεση για την αντιμετώπιση των μειονοτικών ως πολιτών, και όχι ως πεδίου άσκησης ανταποδοτικών μέτρων ή «αναγκαίου κακού», είναι ο απεγκλωβισμός από τη λογική της αμοιβαιότητας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η αναθεωρητική ερμηνεία των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης της Λοζάνης, και κυρίως η κύρωση από την Ελλάδα της Σύμβασης-πλαίσιο για τις εθνικές μειονότητες, θα μπορούσε να δώσει πρόσφορες λύσεις, καθώς η προστασία της μειονότητας θα μπορούσε να ξεφύγει από τον διμερή εναγκαλισμό και να τεθεί υπό πολυμερή ευρωπαϊκό έλεγχο. Εν τέλει, αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «μειονοτικό ζήτημα της Θράκης» μπορεί και πρέπει να λυθεί γρήγορα, με γνώμονα την εφαρμογή της κανονικότητας και την ελάττωση, κατά το δυνατόν, των πρακτικών και πολιτικών της εξαίρεσης που ασκούνται κατά παράβαση βασικών αρχών του δικαίου. Και, κυρίως, με την υιοθέτηση πολιτικών και πρακτικών που δεν διχάζουν την κοινωνία στη βάση της εθνοτικής διαφοράς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου