ΑΚΡΟΔΕΞΙΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΡΩΕΣ ΡΗΤΟΡΙΚΕΣ
Θεωρίες των «δύο άκρων» με στόχο το μεσαίο χώρο
ΤηςΑγγέλικας Σαπουνά
Τη θεωρία των δύο άκρων έβγαλε και πάλι στο προσκήνιο ο Α. Σαμαράς, με
την ομιλία του στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ. Η επανενεργοποίηση αυτής της
κεντρικής ιδεολογικής πλατφόρμας του συστήματος της μνημονιακής
διακυβέρνησης, πέραν του έγινε σε συγκυρία προκλητική –μια μέρα πριν ο
γραμματέας της Νέας Δημοκρατίας καταψηφίσει την άρση ασυλίας του
Κασιδιάρη– δεν είναι τυχαία. Στο πλαίσιο της υποτιθέμενης σκληρής
διαπραγμάτευσης με την τρόικα, ενόψει νέων μέτρων εξόντωσης όχι πια των
πληβείων, που έχουν ήδη εξαθλιωθεί, αλλά του εναπομείναντος
μεσοστρώματος (μικροϊδιοκτήτες, μικροκεφαλαιούχοι, «λευκά κολάρα»), ο
πρωθυπουργός απευθύνεται σ’ αυτό ακριβώς το κοινό, τον πάλαι ποτέ
«μεσαίο χώρο», για να τον εγκαλέσει στη «μεσότητά» του.
Επειδή ακριβώς διαισθάνεται τον κίνδυνο της αυτομόλησης προς επικίνδυνα –για την επιβίωση της μνημονιακής κυβέρνησης– στρατόπεδα. Ο κίνδυνος βέβαια προέρχεται κατ’ εξοχήν απ’ την αριστερή μπάντα, που διαθέτει αυτή τη στιγμή ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση, κοινωνική δυναμική και δεν είναι αφομοιώσιμη από το παρόν σύστημα διακυβέρνησης, ενώ την ίδια στιγμή και κατ’ επιλογήν του ίδιου του πρωθυπουργού και του επιτελείου του, ο ιδεολογικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ συστημικής Δεξιάς και φασιστοειδούς «αντισυστημικής» ακροδεξιάς παραμένει ορθάνοιχτος.
Διεκδίκηση του «μεσαίου χώρου»
Το μεσαίο χώρο διεκδικούν επίσης και οι άλλοι δυο εταίροι της μνημονιακής διακυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, επιλέγοντας τη στρατηγική της προδιαγεγραμμένα ατελέσφορης «αντίστασης». Οι δύο συγκυβερνήτες και συνεφαρμοστές των τροϊκανών επιταγών μας έχουν συνηθίσει σε υψηλούς τόνους διαμαρτυρίας ή και αγανάκτησης στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, που κάθε φορά καταλήγουν στην πλήρη ευθυγράμμιση γιατί δε γίνεται αλλιώς. Είναι, όμως, εντυπωσιακό το πώς, τώρα που τα πράγματα έχουν εξόφθαλμα σκουρύνει και το ακροατήριό τους δύσκολα θα αποδεχτεί τη σφαγή που προετοιμάζεται, φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, με επιλεγμένους αρθρογράφους, πιέζουν κομψά ή άκομψα τον θεωρούμενο ως αδύναμο κρίκο ΔΗΜΑΡ να περιμαζέψει και την ελάχιστη κριτική και να υποταχτεί με συνοπτικές διαδικασίες στη μνημονιακή πολιτική – που ούτως ή άλλως στηρίζει. Έτσι, ο «ευπρεπής» Κουβέλης πιέζεται ν’ αποδεχθεί τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, γιατί αυτό είναι το ηθικό, αφού ούτως ή άλλως «την τρόικα στηρίζει»1, ενώ η αποτυχία της κυβέρνησης και των μνημονίων μετατρέπεται σε αποτυχία της «κοινωνικής και πολιτικής συνεννόησης μέσα στη χώρα, ώστε το αναπότρεπτο κόστος της προσαρμογής να διανεμηθεί με τρόπο που να διασφαλίζει την προστασία των πραγματικά ασθενέστερων και τα βασικά δημόσια αγαθά, ταυτόχρονα να στηρίζει και να διευρύνει την εγχώρια παραγωγή. Ένα πλατιά αποδεκτό εθνικό σχέδιο σε τέτοια κατεύθυνση παραμένει το ζητούμενο»2.
Ζητούμενο από ποιον; Μήπως από τα περίφημα μεσαία στρώματα, το –θεωρητικώς– κοινωνικό υπόβαθρο του «μεσαίου χώρου», που κατά τον μεν Σαμαρά ζητούν ησυχία, τάξη και ασφάλεια για να ορθοποδήσουν, κατά δε τους άλλους δυο, κοινωνική συνεννόηση και ανάπτυξη; Τι έχει, όμως, απομείνει σήμερα από τα μεσαία στρώματα, που, όταν δεν προλεταριοποιούνται βιαίως, απλώς κονιορτοποιούνται, βλέποντας τις βασικές πηγές των εισοδημάτων τους (μικρή επιχείρηση, μικρή ιδιοκτησία, υψηλοί μισθοί) να αποστραγγίζονται, χάριν της «προσαρμογής», ενώ οι άνθρωποι μετακομίζουν εν μια νυκτί στα κατώτερα σκαλοπάτια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, με όλα τα παρεπόμενα. Πιθανώς η ιδεολογία, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συγκάλυψη των ενοχλητικών όψεων της πραγματικότητας, η «ψευδής συνείδηση» που λέμε κι εμείς οι μαρξιστές.
Στην ιδεολογία του μεσοστρώματος απευθυνόμενοι οι μνημονιακοί απολογητές, μ’ ένα λόγο που συγκροτείται πάνω στα κλασικά ιδεολογήματα του μεσαίου χώρου, της κοινωνικής και εθνικής συνεννόησης και της απόρριψης των «άκρων», επιχειρούν να συγκαλύψουν, τι; Τη φενάκη της ήπιας προσαρμογής – αν ήταν εφικτή, θα είχε ήδη γίνει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους εγχώριους διαχειριστές, που διακυβεύουν κάθε μέρα το πολιτικό τους (και όχι μόνον) μέλλον, όπως τα λαμπρά παραδείγματα των αποδιοπομπαίων τράγων, τύπου Παπακωνσταντίνου και Παπαγεωργόπουλου, αποδεικνύουν. Την εκτεταμένη επιχείρηση καταστολής της αντίστασης των πληβείων και της λαϊκής οργής, οργής που θα μπορούσε υπό συνθήκες να γίνει ανεξέλεγκτη, καθώς μάλιστα δεν έχει ακόμη διοχετευτεί πλειοψηφικά σε συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα –και, από την πλευρά του συστήματος, το μόρφωμα αυτό δεν πρέπει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που κέρδισε το 27%, ούτε η πολιτική δυναμική του. Την ευθύνη, τέλος, των προηγούμενων διαχειριστών που, κάνοντας ή όχι «λάθος υπολογισμούς», από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 κάνουν πατινάζ πάνω στο ολισθηρό οδόστρωμα του νεοφιλελευθερισμού, το ρεσιτάλ του οποίου τώρα, και οι «μεσαίοι» μετά τους «πληβείους», οδυνηρά υφίστανται.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ; Ο ΣΥΡΙΖΑ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιδιώκει επίσης ν’ απευθυνθεί στα μεσαία στρώματα και ψάχνει τους τρόπους. Εύλογο, απ’ τη στιγμή που επιδιώκει την εκλογική ηγεμονία, αλλά μόνον μέχρι εκεί. Συζητήσιμο ως προς τους τρόπους και το πολιτικό περιεχόμενο, κρίνοντας τουλάχιστον από δημόσιες κεντρικές εκφωνήσεις. Εξηγούμαι:
Από πού πάνε στα μεσαία στρώματα;
Τα μεσαία στρώματα και ο μεσαίος χώρος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Στη σημερινή συνθήκη της κρίσης, οι προγενέστερες πολιτικές διαμεσολαβήσεις των τάξεων έχουν σε σημαντικό βαθμό αποδιαρθρωθεί. Το διαλυμένο μεσόστρωμα δεν εκπροσωπείται πολιτικά από τα παραδοσιακά, επίσης διαλυμένα, κόμματα του «μεσαίου χώρου» (ΠΑΣΟΚ, μέρος της ΝΔ και πλέον ΔΗΜΑΡ), γιατί αναγνωρίζει πως αυτά τα κόμματα ευθύνονται για την κατάντια του. Επιπλέον, ο ιδεολογικός «μεσαίος χώρος» που επιχειρείται να συγκροτηθεί τεχνητά από τους συστημικούς φορείς (μνημονιακή κυβέρνηση και καθεστωτικά ΜΜΕ) δεν είναι καθόλου ενδιάμεσος. Αντιθέτως, παίρνει σαφή και αποκλειστική θέση υπέρ του πόλου της μνημονιακής εξουσίας, διαστρεβλώνοντας την υφή της κοινωνικής σύγκρουσης και μετατρέποντας κάθε αντίσταση σε «άκρο». Πολλώ δε μάλλον που το φασιστικό «άκρο» χαίρει, πρακτικά, ασυλίας, ενώ «ακραίες» θεωρούνται από τους συστημικούς εκφραστές ακόμη και οι αστικοδημοκρατικά αποδεκτές μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας, όπως οι διαδηλώσεις και οι απεργίες.
Στο βαθμό που τα παραπάνω ισχύουν, η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να προσεταιρισθεί εκλογικά τα μεσαία στρώματα, αποπειρώμενη συμμαχίες με «συλλογικότητες που στην προηγούμενη περίοδο πίστεψαν ότι υπάρχει κίνδυνος για τη χώρα και ότι η άνευ όρων παράδοση της χώρας στη στρατηγική της κυρίας Μέρκελ έγινε εξαιτίας του γεγονότος ότι τα τρία κόμματα φοβήθηκαν την έξοδο από το ευρώ και όχι γιατί θέλανε σώνει και καλά να παραμείνουν στην εξουσία»3 είναι λάθος.
Στο δικό μας σχέδιο
Πρώτον, γιατί δεν προσεταιρίζεται τους ανθρώπους που πλήττονται, αλλά υποτιθέμενους εκφραστές των συμφερόντων τους που έχουν πολιτικά απαξιωθεί εδώ και καιρό, ενώ και τα κοινωνικά συμφέροντα των πρώην «προνομιούχων» και νυν νεόφτωχων, χρεοκοπημένων και ανέργων δεν είναι πια τα ίδια.
Δεύτερον, γιατί αποδυναμώνει το βασικό κορμό της κοινωνικής συμμαχίας που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και που πρωτευόντως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να εκπροσωπήσει, δηλαδή τα λαϊκά στρώματα που έχουν ήδη πληγεί βάναυσα από τη φτώχεια και τις μνημονιακές πολιτικές εις βάρος της εργασίας.
Και τρίτον γιατί δείχνει πως βάζει «νερό στο κρασί» του, αποδυναμώνοντας το θεμελιώδες στοιχείο της πειστικότητάς του, που είναι η ριζοσπαστική του φερεγγυότητα, η δέσμευσή του να φτάσει μέχρι τέλους σε ό,τι αφορά την απαλλαγή απ’ τα μνημόνια και τα παρεπόμενά τους και η μη συναλλαγή του με το χρεωκοπημένο πολιτικό δυναμικό και πάντως, όχι με τους δικούς τους όρους.
Στο κάτω κάτω της γραφής, όλοι οι όψιμοι αντιμνημονιακοί, πολλώ δε μάλλον όσοι φλέρταραν κατά καιρούς με το νεοφιλελευθερισμό, χρωστάνε τουλάχιστον μια αυτοκριτική, αν όντως θέλουν να συμπορευτούμε. Στο δικό μας σχέδιο.
Σημειώσεις
1. Γ. Λακόπουλος, «Προεκτάσεις», εφ. «Τα Νέα», 14/3/2013
2. Ε. Παπαδάκη, «Τρίτη άποψη», εφ. «Τα Νέα», 14/3/2013
3. Από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη διημερίδα του Ινστιτούτου Ερευνών και Πολιτικής Στρατηγικής (ΙΝΤΕΡΠΟΣΤ) και του Levy Institute.
Επειδή ακριβώς διαισθάνεται τον κίνδυνο της αυτομόλησης προς επικίνδυνα –για την επιβίωση της μνημονιακής κυβέρνησης– στρατόπεδα. Ο κίνδυνος βέβαια προέρχεται κατ’ εξοχήν απ’ την αριστερή μπάντα, που διαθέτει αυτή τη στιγμή ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση, κοινωνική δυναμική και δεν είναι αφομοιώσιμη από το παρόν σύστημα διακυβέρνησης, ενώ την ίδια στιγμή και κατ’ επιλογήν του ίδιου του πρωθυπουργού και του επιτελείου του, ο ιδεολογικός δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ συστημικής Δεξιάς και φασιστοειδούς «αντισυστημικής» ακροδεξιάς παραμένει ορθάνοιχτος.
Διεκδίκηση του «μεσαίου χώρου»
Το μεσαίο χώρο διεκδικούν επίσης και οι άλλοι δυο εταίροι της μνημονιακής διακυβέρνησης, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ, επιλέγοντας τη στρατηγική της προδιαγεγραμμένα ατελέσφορης «αντίστασης». Οι δύο συγκυβερνήτες και συνεφαρμοστές των τροϊκανών επιταγών μας έχουν συνηθίσει σε υψηλούς τόνους διαμαρτυρίας ή και αγανάκτησης στη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, που κάθε φορά καταλήγουν στην πλήρη ευθυγράμμιση γιατί δε γίνεται αλλιώς. Είναι, όμως, εντυπωσιακό το πώς, τώρα που τα πράγματα έχουν εξόφθαλμα σκουρύνει και το ακροατήριό τους δύσκολα θα αποδεχτεί τη σφαγή που προετοιμάζεται, φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, με επιλεγμένους αρθρογράφους, πιέζουν κομψά ή άκομψα τον θεωρούμενο ως αδύναμο κρίκο ΔΗΜΑΡ να περιμαζέψει και την ελάχιστη κριτική και να υποταχτεί με συνοπτικές διαδικασίες στη μνημονιακή πολιτική – που ούτως ή άλλως στηρίζει. Έτσι, ο «ευπρεπής» Κουβέλης πιέζεται ν’ αποδεχθεί τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων, γιατί αυτό είναι το ηθικό, αφού ούτως ή άλλως «την τρόικα στηρίζει»1, ενώ η αποτυχία της κυβέρνησης και των μνημονίων μετατρέπεται σε αποτυχία της «κοινωνικής και πολιτικής συνεννόησης μέσα στη χώρα, ώστε το αναπότρεπτο κόστος της προσαρμογής να διανεμηθεί με τρόπο που να διασφαλίζει την προστασία των πραγματικά ασθενέστερων και τα βασικά δημόσια αγαθά, ταυτόχρονα να στηρίζει και να διευρύνει την εγχώρια παραγωγή. Ένα πλατιά αποδεκτό εθνικό σχέδιο σε τέτοια κατεύθυνση παραμένει το ζητούμενο»2.
Ζητούμενο από ποιον; Μήπως από τα περίφημα μεσαία στρώματα, το –θεωρητικώς– κοινωνικό υπόβαθρο του «μεσαίου χώρου», που κατά τον μεν Σαμαρά ζητούν ησυχία, τάξη και ασφάλεια για να ορθοποδήσουν, κατά δε τους άλλους δυο, κοινωνική συνεννόηση και ανάπτυξη; Τι έχει, όμως, απομείνει σήμερα από τα μεσαία στρώματα, που, όταν δεν προλεταριοποιούνται βιαίως, απλώς κονιορτοποιούνται, βλέποντας τις βασικές πηγές των εισοδημάτων τους (μικρή επιχείρηση, μικρή ιδιοκτησία, υψηλοί μισθοί) να αποστραγγίζονται, χάριν της «προσαρμογής», ενώ οι άνθρωποι μετακομίζουν εν μια νυκτί στα κατώτερα σκαλοπάτια της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, με όλα τα παρεπόμενα. Πιθανώς η ιδεολογία, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η συγκάλυψη των ενοχλητικών όψεων της πραγματικότητας, η «ψευδής συνείδηση» που λέμε κι εμείς οι μαρξιστές.
Στην ιδεολογία του μεσοστρώματος απευθυνόμενοι οι μνημονιακοί απολογητές, μ’ ένα λόγο που συγκροτείται πάνω στα κλασικά ιδεολογήματα του μεσαίου χώρου, της κοινωνικής και εθνικής συνεννόησης και της απόρριψης των «άκρων», επιχειρούν να συγκαλύψουν, τι; Τη φενάκη της ήπιας προσαρμογής – αν ήταν εφικτή, θα είχε ήδη γίνει, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους εγχώριους διαχειριστές, που διακυβεύουν κάθε μέρα το πολιτικό τους (και όχι μόνον) μέλλον, όπως τα λαμπρά παραδείγματα των αποδιοπομπαίων τράγων, τύπου Παπακωνσταντίνου και Παπαγεωργόπουλου, αποδεικνύουν. Την εκτεταμένη επιχείρηση καταστολής της αντίστασης των πληβείων και της λαϊκής οργής, οργής που θα μπορούσε υπό συνθήκες να γίνει ανεξέλεγκτη, καθώς μάλιστα δεν έχει ακόμη διοχετευτεί πλειοψηφικά σε συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα –και, από την πλευρά του συστήματος, το μόρφωμα αυτό δεν πρέπει να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ που κέρδισε το 27%, ούτε η πολιτική δυναμική του. Την ευθύνη, τέλος, των προηγούμενων διαχειριστών που, κάνοντας ή όχι «λάθος υπολογισμούς», από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 κάνουν πατινάζ πάνω στο ολισθηρό οδόστρωμα του νεοφιλελευθερισμού, το ρεσιτάλ του οποίου τώρα, και οι «μεσαίοι» μετά τους «πληβείους», οδυνηρά υφίστανται.
Και ο ΣΥΡΙΖΑ; Ο ΣΥΡΙΖΑ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, επιδιώκει επίσης ν’ απευθυνθεί στα μεσαία στρώματα και ψάχνει τους τρόπους. Εύλογο, απ’ τη στιγμή που επιδιώκει την εκλογική ηγεμονία, αλλά μόνον μέχρι εκεί. Συζητήσιμο ως προς τους τρόπους και το πολιτικό περιεχόμενο, κρίνοντας τουλάχιστον από δημόσιες κεντρικές εκφωνήσεις. Εξηγούμαι:
Από πού πάνε στα μεσαία στρώματα;
Τα μεσαία στρώματα και ο μεσαίος χώρος δεν είναι το ίδιο πράγμα. Στη σημερινή συνθήκη της κρίσης, οι προγενέστερες πολιτικές διαμεσολαβήσεις των τάξεων έχουν σε σημαντικό βαθμό αποδιαρθρωθεί. Το διαλυμένο μεσόστρωμα δεν εκπροσωπείται πολιτικά από τα παραδοσιακά, επίσης διαλυμένα, κόμματα του «μεσαίου χώρου» (ΠΑΣΟΚ, μέρος της ΝΔ και πλέον ΔΗΜΑΡ), γιατί αναγνωρίζει πως αυτά τα κόμματα ευθύνονται για την κατάντια του. Επιπλέον, ο ιδεολογικός «μεσαίος χώρος» που επιχειρείται να συγκροτηθεί τεχνητά από τους συστημικούς φορείς (μνημονιακή κυβέρνηση και καθεστωτικά ΜΜΕ) δεν είναι καθόλου ενδιάμεσος. Αντιθέτως, παίρνει σαφή και αποκλειστική θέση υπέρ του πόλου της μνημονιακής εξουσίας, διαστρεβλώνοντας την υφή της κοινωνικής σύγκρουσης και μετατρέποντας κάθε αντίσταση σε «άκρο». Πολλώ δε μάλλον που το φασιστικό «άκρο» χαίρει, πρακτικά, ασυλίας, ενώ «ακραίες» θεωρούνται από τους συστημικούς εκφραστές ακόμη και οι αστικοδημοκρατικά αποδεκτές μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας, όπως οι διαδηλώσεις και οι απεργίες.
Στο βαθμό που τα παραπάνω ισχύουν, η προσπάθεια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να προσεταιρισθεί εκλογικά τα μεσαία στρώματα, αποπειρώμενη συμμαχίες με «συλλογικότητες που στην προηγούμενη περίοδο πίστεψαν ότι υπάρχει κίνδυνος για τη χώρα και ότι η άνευ όρων παράδοση της χώρας στη στρατηγική της κυρίας Μέρκελ έγινε εξαιτίας του γεγονότος ότι τα τρία κόμματα φοβήθηκαν την έξοδο από το ευρώ και όχι γιατί θέλανε σώνει και καλά να παραμείνουν στην εξουσία»3 είναι λάθος.
Στο δικό μας σχέδιο
Πρώτον, γιατί δεν προσεταιρίζεται τους ανθρώπους που πλήττονται, αλλά υποτιθέμενους εκφραστές των συμφερόντων τους που έχουν πολιτικά απαξιωθεί εδώ και καιρό, ενώ και τα κοινωνικά συμφέροντα των πρώην «προνομιούχων» και νυν νεόφτωχων, χρεοκοπημένων και ανέργων δεν είναι πια τα ίδια.
Δεύτερον, γιατί αποδυναμώνει το βασικό κορμό της κοινωνικής συμμαχίας που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και που πρωτευόντως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να εκπροσωπήσει, δηλαδή τα λαϊκά στρώματα που έχουν ήδη πληγεί βάναυσα από τη φτώχεια και τις μνημονιακές πολιτικές εις βάρος της εργασίας.
Και τρίτον γιατί δείχνει πως βάζει «νερό στο κρασί» του, αποδυναμώνοντας το θεμελιώδες στοιχείο της πειστικότητάς του, που είναι η ριζοσπαστική του φερεγγυότητα, η δέσμευσή του να φτάσει μέχρι τέλους σε ό,τι αφορά την απαλλαγή απ’ τα μνημόνια και τα παρεπόμενά τους και η μη συναλλαγή του με το χρεωκοπημένο πολιτικό δυναμικό και πάντως, όχι με τους δικούς τους όρους.
Στο κάτω κάτω της γραφής, όλοι οι όψιμοι αντιμνημονιακοί, πολλώ δε μάλλον όσοι φλέρταραν κατά καιρούς με το νεοφιλελευθερισμό, χρωστάνε τουλάχιστον μια αυτοκριτική, αν όντως θέλουν να συμπορευτούμε. Στο δικό μας σχέδιο.
Σημειώσεις
1. Γ. Λακόπουλος, «Προεκτάσεις», εφ. «Τα Νέα», 14/3/2013
2. Ε. Παπαδάκη, «Τρίτη άποψη», εφ. «Τα Νέα», 14/3/2013
3. Από την ομιλία του Αλέξη Τσίπρα στη διημερίδα του Ινστιτούτου Ερευνών και Πολιτικής Στρατηγικής (ΙΝΤΕΡΠΟΣΤ) και του Levy Institute.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου