Ενώ οι φίλοι φεύγουν
Του Θωμά Τσαλαπάτη
Μικρού μήκους
Η πατρίδα μου είναι πτήση χαμηλού κόστους, ζει απομυζώντας ακτογραμμές
σαν τα κατσίκια που βοσκάν τ‘ αλάτι σε ανθολογίες καρτ-ποστάλ. Τη σέρνει
δάνειο οχηματαγωγό, λογής βαρούλκα σηκώνουν τα μέλη της, και σνάιπερ
στις γωνίες καλύπτουν την πομπή. Την τραβάω μονόπλανα, την αναγνωρίζω
από την όψη ομόλογου. Επένδυση με ορίζοντα, κι ανδρόγυνα τη διαπιστεύω,
σεναριακά. Φορώ γυαλιά εποχής να καθρεφτίζεται σαν μου μιλά και την
κερνώ λικέρ μαστίχα που της είχα κλεμμένο. Ανάβει Παπαστράτο και κοιτά,
πάλι μέσα από το γυαλί μου, η μικρού μήκους πατρίδα μου, η βραβευμένη σε
ξένα φεστιβάλ.
(Θοδωρής Ρακόπουλος,
από τη συλλογή «Ορυκτό Δάσος»,εκδ. Νεφέλη 2013)
Καθώς έρχονται οι γιορτές φέρνουν μαζί τους δώρα, τραπέζια οικογενειακά, ξέφτια από έθιμα και μια επιβεβλημένη ευωχία. Για όλους εμάς, όλα τα τελευταία χρόνια φέρνουν μαζί και τους φίλους που έφυγαν για έξω, σιγά σιγά όλο και περισσότεροι. Στην αρχή για σπουδές, αργότερα για δουλειές. Και συναντιόμαστε ξανά σε μια βιαστική ανασκόπηση των ημερών που μεσολάβησαν από τις προηγούμενες γιορτές, ανταλλάσσουμε νέα, όλη την εμπειρία της ζωής εν τη απουσία του άλλου. Και κάθε συνάντηση είναι ανάμνηση, ακόμα και αν τίποτα από τα παρελθόντα δεν ειπωθεί, ακόμα και αν δεν ξεφυλλιστεί ούτε μια από τις σελίδες των περασμένων. Ανάμνηση των χρόνων πριν από την κρίση, ανάμνηση μιας άλλης ηλικίας και μιας άλλης προοπτικής, σύντομες αποστάσεις που τώρα μοιάζουνε όλο και πιο μακρινές.
Είμαστε η γενιά η μεγαλωμένη στους γκισέδες των αεροδρομίων, στις ξενόγλωσσες ηλεκτρονικές αιτήσεις, στις πτήσεις χαμηλού κόστους και στον ομφάλιο λώρο του Skype που εκμηδενίζει κάθε απόσταση. Αθήνα - Λονδίνο, Λονδίνο - Βερολίνο, σήμερα - χθες. Σχέσεις από απόσταση, φιλίες από απόσταση, διαδικτυακές ανταλλαγές, αναμονή μπροστά στα ημερολόγια. Το πέρα των φίλων έγινε κομμάτι του δικού μας εδώ, ενώ μοιραζόμαστε πιξελιασμένες εικόνες και ένα συναίσθημα στοιβαγμένο στη βιασύνη των greeklish.
Το μόνο προϊόν που εξάγει η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι μέλλον. Το δικό της μέλλον που σκορπά απλόχερα στις αγορές της Ευρώπης. Στελεχώνοντας εταιρείες, πληρώνοντας δίδακτρα, περπατώντας σε ξένους δρόμους. Μεγαλώσαμε με ιστορίες των παλιών για δουλειές στην γερμανία, την αυστραλία, το βέλγιο, τις πολιτείες και την νότιο αφρική (ο προορισμός πάντα με μικρό για όσους επέστρεψαν). Πιάτα, κάρβουνο και τσιμέντα. Συντάσσουμε ήδη τις δικές μας ιστορίες από το Λονδίνο, το Βερολίνο την Ολλανδία και τη Δανία. Κι όμως οι νέοι μετανάστες δεν είναι χειρώνακτες. Πρεκάριοι, μορφωμένοι, αρκετά συχνά πλήρως καταρτισμένοι με δύο και τρία πτυχία, εξοικειωμένοι με τις τεχνολογίες, τις νέες τάσεις, το διαδίκτυο, τις γλώσσες, τα ταξίδια και ταυτόχρονα αποκλεισμένοι, φιμωμένοι και απελπισμένοι. Γιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, προγραμματιστές. Η χώρα δεν ακυρώνει απλά το παρόν της αδειάζει και από μέλλον, αφού όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το συνθέσουν, έχουν φύγει πια μακριά.
Η μετανάστευση γίνεται θέμα δημοσκοπήσεων, μετρήσεων και αριθμών (αλήθεια ποια κλίμακα μετρά τη νοσταλγία;), θέμα συζήτησης, ανάλυσης και λογοτεχνίας [Φευγάδα/ ας έβρισκες καλύτερα μια γνησιότερη κόπια,/ εσύ μετανάστευες- εσύ μεταναστεύεις, σε όλα τα έργα πάντοτε εσύ, (Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο)]. Και οι φίλοι θα επιστρέψουν για να μετρηθούν και να συζητήσουν, να τους πεις και να σου πουν. Σε δρόμους που άλλαξαν, στα σπίτια των γονιών (γέρασαν οι γονείς, μίκρυναν και τα σπίτια) στα στέκια που μετανάστευσαν μαζί τους (πώς να πάμε εκεί τώρα;). Και πάντα, ξανά και ξανά η ίδια ερώτηση: -Εσύ δεν σκέφτεσαι να φύγεις; -Δες τα πρωτοσέλιδα της βδομάδας, ποιος δεν το σκέφτεσαι. Και ύστερα πρόχειρα σχέδια, σπουδές και ένα δωμάτιο με φίλους, στο Εδιμβούργο, στο Άμστερνταμ ή στο Μόναχο, νέες εμπειρίες γνωριμίες, κουβέντες και μετά ίσως κάποια δουλειά (εκεί βρίσκεις πιο εύκολα), μια μονιμότερη διαμονή, να στήσεις ξανά τη ζωή σου… Και ύστερα: Δεν γαμιέται, εγώ θα μείνω εδώ. Έστω και έτσι.
Αλλά οι γιορτές πέρασαν και οι φίλοι φύγαν ξανά. Τώρα περιμένουμε το καλοκαίρι για τις επόμενες συναντήσεις, αυτές τις γλυκόπικρες επαναλήψεις, τις ενσαρκώσεις των αναμνήσεων. Κι όμως κάποια στιγμή, θα έρθουν καλοκαίρια μεγάλα σαν τη γροθιά μας αδερφέ μου…
(Θοδωρής Ρακόπουλος,
από τη συλλογή «Ορυκτό Δάσος»,εκδ. Νεφέλη 2013)
Καθώς έρχονται οι γιορτές φέρνουν μαζί τους δώρα, τραπέζια οικογενειακά, ξέφτια από έθιμα και μια επιβεβλημένη ευωχία. Για όλους εμάς, όλα τα τελευταία χρόνια φέρνουν μαζί και τους φίλους που έφυγαν για έξω, σιγά σιγά όλο και περισσότεροι. Στην αρχή για σπουδές, αργότερα για δουλειές. Και συναντιόμαστε ξανά σε μια βιαστική ανασκόπηση των ημερών που μεσολάβησαν από τις προηγούμενες γιορτές, ανταλλάσσουμε νέα, όλη την εμπειρία της ζωής εν τη απουσία του άλλου. Και κάθε συνάντηση είναι ανάμνηση, ακόμα και αν τίποτα από τα παρελθόντα δεν ειπωθεί, ακόμα και αν δεν ξεφυλλιστεί ούτε μια από τις σελίδες των περασμένων. Ανάμνηση των χρόνων πριν από την κρίση, ανάμνηση μιας άλλης ηλικίας και μιας άλλης προοπτικής, σύντομες αποστάσεις που τώρα μοιάζουνε όλο και πιο μακρινές.
Είμαστε η γενιά η μεγαλωμένη στους γκισέδες των αεροδρομίων, στις ξενόγλωσσες ηλεκτρονικές αιτήσεις, στις πτήσεις χαμηλού κόστους και στον ομφάλιο λώρο του Skype που εκμηδενίζει κάθε απόσταση. Αθήνα - Λονδίνο, Λονδίνο - Βερολίνο, σήμερα - χθες. Σχέσεις από απόσταση, φιλίες από απόσταση, διαδικτυακές ανταλλαγές, αναμονή μπροστά στα ημερολόγια. Το πέρα των φίλων έγινε κομμάτι του δικού μας εδώ, ενώ μοιραζόμαστε πιξελιασμένες εικόνες και ένα συναίσθημα στοιβαγμένο στη βιασύνη των greeklish.
Το μόνο προϊόν που εξάγει η Ελλάδα αυτή τη στιγμή είναι μέλλον. Το δικό της μέλλον που σκορπά απλόχερα στις αγορές της Ευρώπης. Στελεχώνοντας εταιρείες, πληρώνοντας δίδακτρα, περπατώντας σε ξένους δρόμους. Μεγαλώσαμε με ιστορίες των παλιών για δουλειές στην γερμανία, την αυστραλία, το βέλγιο, τις πολιτείες και την νότιο αφρική (ο προορισμός πάντα με μικρό για όσους επέστρεψαν). Πιάτα, κάρβουνο και τσιμέντα. Συντάσσουμε ήδη τις δικές μας ιστορίες από το Λονδίνο, το Βερολίνο την Ολλανδία και τη Δανία. Κι όμως οι νέοι μετανάστες δεν είναι χειρώνακτες. Πρεκάριοι, μορφωμένοι, αρκετά συχνά πλήρως καταρτισμένοι με δύο και τρία πτυχία, εξοικειωμένοι με τις τεχνολογίες, τις νέες τάσεις, το διαδίκτυο, τις γλώσσες, τα ταξίδια και ταυτόχρονα αποκλεισμένοι, φιμωμένοι και απελπισμένοι. Γιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, προγραμματιστές. Η χώρα δεν ακυρώνει απλά το παρόν της αδειάζει και από μέλλον, αφού όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να το συνθέσουν, έχουν φύγει πια μακριά.
Η μετανάστευση γίνεται θέμα δημοσκοπήσεων, μετρήσεων και αριθμών (αλήθεια ποια κλίμακα μετρά τη νοσταλγία;), θέμα συζήτησης, ανάλυσης και λογοτεχνίας [Φευγάδα/ ας έβρισκες καλύτερα μια γνησιότερη κόπια,/ εσύ μετανάστευες- εσύ μεταναστεύεις, σε όλα τα έργα πάντοτε εσύ, (Γιώργος Πρεβεδουράκης, Κλέφτικο)]. Και οι φίλοι θα επιστρέψουν για να μετρηθούν και να συζητήσουν, να τους πεις και να σου πουν. Σε δρόμους που άλλαξαν, στα σπίτια των γονιών (γέρασαν οι γονείς, μίκρυναν και τα σπίτια) στα στέκια που μετανάστευσαν μαζί τους (πώς να πάμε εκεί τώρα;). Και πάντα, ξανά και ξανά η ίδια ερώτηση: -Εσύ δεν σκέφτεσαι να φύγεις; -Δες τα πρωτοσέλιδα της βδομάδας, ποιος δεν το σκέφτεσαι. Και ύστερα πρόχειρα σχέδια, σπουδές και ένα δωμάτιο με φίλους, στο Εδιμβούργο, στο Άμστερνταμ ή στο Μόναχο, νέες εμπειρίες γνωριμίες, κουβέντες και μετά ίσως κάποια δουλειά (εκεί βρίσκεις πιο εύκολα), μια μονιμότερη διαμονή, να στήσεις ξανά τη ζωή σου… Και ύστερα: Δεν γαμιέται, εγώ θα μείνω εδώ. Έστω και έτσι.
Αλλά οι γιορτές πέρασαν και οι φίλοι φύγαν ξανά. Τώρα περιμένουμε το καλοκαίρι για τις επόμενες συναντήσεις, αυτές τις γλυκόπικρες επαναλήψεις, τις ενσαρκώσεις των αναμνήσεων. Κι όμως κάποια στιγμή, θα έρθουν καλοκαίρια μεγάλα σαν τη γροθιά μας αδερφέ μου…
εφημερίδα Εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου