Η φετινή ακαδημαϊκή χρονιά "ολοκληρώθηκε" με την άρση της επιστράτευσης των καθηγητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και την έκδοση της πλειοψηφίας των Προεδρικών Διαταγμάτων που αφορούν τις καταργήσεις τμημάτων των ΑΕΙ. Ζούμε πλέον συνθήκες ρήξης της κυβέρνησης με τους εκπαιδευτικούς θεσμούς και τους ανθρώπους που τους υπηρετούν.

Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας τους πρώτους μήνες της θητείας της επιχείρησε να εμφανιστεί ως σχετικά ευέλικτη συγκριτικά με τις ηγεσίες άλλων υπουργείων. Η ηγετική του ομάδα διαφοροποιήθηκε από τις πρακτικές Διαμαντοπούλου - Πανάρετου αποφεύγοντας τις μεγαλόστομες δηλώσεις και τις πολιτικές γκάφες ολκής (π.χ. καθυστερήσεις διανομής διδακτικών βιβλίων επί υπουργίας Διαμαντοπούλου). Ο υπουργός Παιδείας, πιστός στις τακτικές τού "δόγματος Βαρβιτσιώτη" και λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτικές του φιλοδοξίες, κάλεσε αρχικά σε συναίνεση και δρομολόγησε μικρότερης εμβέλειας αλλαγές.
Σύντομα όμως το υπουργείο Παιδείας ευθυγραμμίστηκε με τις ευρύτερες πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης. Οι δαπάνες για την εκπαίδευση προσομοιάζουν αυτές τριτοκοσμικών χωρών, οι μισθοί των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων έχουν συρρικνωθεί σε βαθμό πρωτόγνωρο, η απαξίωση του έργου τους αποτελεί πρόνοια των δημόσιων τοποθετήσεων του υπουργείου Παιδείας, οι εκπαιδευτικές υποδομές καταρρέουν, τα ΑΕΙ αντιμετωπίζουν αδυναμία λειτουργίας λόγω των περικοπών των δαπανών τους και της ανομίας που επιβλήθηκε λόγω των αλλεπάλληλων μεταβολών του θεσμικού τους πλαισίου, οι διορισμοί σε όλες της βαθμίδες της εκπαίδευσης έχουν πρακτικά σταματήσει, προχωρά η εφαρμογή του μέτρου της διαθεσιμότητας στους εκπαιδευτικούς.
Η αντιμετώπιση των προβλημάτων που προκύπτουν από τις παραπάνω επιλογές έγινε με ασκήσεις αυταρχισμού: επιστράτευση των εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας και εφαρμογή του Ν. 4093 που καταργεί το τεκμήριο της αθωότητας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης.
Τα αποτελέσματα αυτών των επιλογών θα γίνουν περισσότερο εμφανή με την έναρξη της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς. Αν αυτή η καταστροφική πορεία δεν διακοπεί άμεσα, θα βιώσουμε, σε λίγα χρόνια, μια κάθετη πτώση του επιπέδου παρεχόμενης εκπαίδευσης. Όσο απίθανο και υπερβολικό και αν ακούγεται, αυτή φαίνεται να είναι και η μόνη λογική εξήγηση της παρούσας εκπαιδευτικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, ας μην μας διαφεύγει και η διάσταση του βολέματος των ημετέρων ως κριτηρίου διαμόρφωσης της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Η εφαρμογή του σχεδίου "Αθηνά" συνιστά κλασσικό παράδειγμα εφαρμογής αυτών των δύο "κριτηρίων". Μόλις πριν από λίγους μήνες φορείς του υπουργείου διαβεβαίωναν ότι το σχέδιο "Αθηνά" θα αποτελέσει μια "βαθιά τομή στην ανώτατη εκπαίδευση". Στην πραγματικότητα πολλά από τα υπό συγχώνευση τμήματα βρίσκονταν εδώ και χρόνια σε ένα καθεστώς αδυναμίας λειτουργίας.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας προχώρησε στις επιλογές της με την ίδια προχειρότητα με την οποία είχαν προηγούμενες ηγεσίες προχωρήσει στην ίδρυση αυτών των τμημάτων, αλλά και άλλων τμημάτων "τιποτολογίας" σε περιφερειακά και κεντρικά ΑΕΙ. Οι όποιες ουσιαστικές διαβουλεύσεις οδήγησαν στην εξυπηρέτηση τοπικών πελατειακών σχέσεων, με κορυφαίο παράδειγμα αυτό του ΤΕΙ Σερρών.
Παράλληλα, οι συνεχείς μεταβολές του νομοθετικού πλαισίου για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και τα ΑΕΙ δημιούργησαν πληθώρα αντιφάσεων στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας τους. Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι συνεχώς εντεινόμενες αλλαγές οφείλονται σε αυτό που ο Α. Λιάκος ονόμασε "την συνταγή του Γατόπαρδου: να αλλάξουν όλα, και προπαντός ο συσχετισμός δυνάμεων, για να μπορούν να μείνουν τα ίδια και για τους πολλούς να γίνουν χειρότερα".
Τα αιτήματα που πλέον οφείλουμε να διατυπώσουμε δεν είναι μαξιμαλιστικά, αλλά σκιαγραφούν το ελάχιστο: την εγγύηση "της λειτουργίας του κράτους" στον χώρο της εκπαίδευσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει άμεση άρση όλων των πολιτικών υποβάθμισης της εκπαίδευσης, σχεδιασμός χωρίς πελατειακές δεσμεύσεις, αλλά με επαγγελματισμό και όραμα, βάσει των αναγκών της Ελλάδας όπως διαμορφώνονται μετά την κοινωνική καταστροφή που έχει επέλθει, σοβαρές επενδύσεις στην άνοδο του μορφωτικού και εκπαιδευτικού επιπέδου των κατοίκων αυτής της χώρας.
Ας θυμηθούμε το επίκαιρο αυτές τις μέρες παράδειγμα του BBC: το τηλεοπτικό πρόγραμμα που διακόπηκε στη 1.9.1940 λόγω της έναρξης του πολέμου συνεχίστηκε στις 7.6.1946 με τον παρουσιαστή να ζητά συγγνώμη "για τη διακοπή"...
* Ο Γιώργος Αγγελόπουλος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας