Η απόφαση της Βραζιλίας και άλλων χωρών να αποσύρουν την υποστήριξη τους από το πρόγραμμα του ΔΝΤ για την Ελλάδα θέτει ξανά το ζήτημα της βοήθειας του ΔΝΤ στις χώρες της Ευρωζώνης και του πόσο αναγκαία είναι αυτή.
Πρώτον, είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η επέμβαση του ΔΝΤ στην Ευρωζώνη δεν ήταν κάτι αναπόφευκτο. Κατά κανόνα, το ΔΝΤ στηρίζει χώρες που αντιμετωπίζουν μεγάλες ανισορροπίες πληρωμών, κάτι που συχνά καταλήγει στη διαφυγή ξένου κεφαλαίου, την εξάντληση των αποθεμάτων της κεντρικής τράπεζας και την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Παρέχοντας δάνεια μέσω ενός προγράμματος που προυποθέτει την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, το ΔΝΤ επιδιώκει να καθησυχάσει τους επενδυτές και να αποτρέψει τη διαφυγή κεφαλαίου.

Στην Ευρωζώνη, ωστόσο, η ισορροπία των πληρωμών είναι σταθερή και το ευρώ παραμένει ένα ισχυρό νόμισμα, κάτι επομένως που δεν δικαιολογεί την επέμβαση του ΔΝΤ. Το Ταμείο τελικά παρενέβη στην Ευρωζώνη (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κύπρος) για τρεις βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν ότι δεν υπήρχε σχεδιασμός για το ενδεχόμενο πτώχευσης μιας χώρας της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ αποτελούσε το μόνο διαθέσιμο εργαλείο για βοήθεια σε κράτη με επείγουσα ανάγκη χρηματοδότησης.
Ο δεύτερος λόγος ήταν πολιτικός: το ΔΝΤ θα έπαιζε τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, θα ήταν εκείνο που θα έθετε τους αντιδημοφιλείς όρους για τη βοήθεια - κάτι που τα κράτη της Ευρωζώνης δεν ήταν διατεθειμένα να κάνουν. Και τρίτον, η τεχνογνωσία του ΔΝΤ στο να συντάσει οικονομικά προγράμματα μέσα σε λίγες εβδομάδες ήταν αδιαμφισβήτητη και δικαιολογούσε την παροχή βοήθειας σε τόσο χαοτικές συνθήκες.
Ωστόσο, τα τελευταία τρία χρόνια, η Ευρωζώνη στάθηκε και πάλι στα πόδια της και δημιούργησε τους αναγκαίους εσωτερικούς χρηματοοικονομικούς μηχανισμούς που θα διαφαλίσουν την αλληλεγγύη. Οι αρχές της Ευρωζώνης συγκρότησαν τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Αλληλεγγύης (ESM) που ανέλαβε τον ρόλο ενός de facto Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ταμείου και που μπορεί να χορηγεί δάνεια στα ασθενέστερα κράτη - μέλη. Τέλος, τα σταθερότερα κράτη, και ιδίως η Γερμανία, αναλαμβάνουν τις πολιτικές συνέπειες των θέσεών τους απαιτώντας μεταρρυθμίσεις για την αλληλεγγύη που δείχνουν.
Με αυτά τα δεδομένα, ίσως έχει έρθει η ώρα για την Ευρωζώνη να διακηρύξει ότι μπορεί να τα καταφέρει χωρίς το ΔΝΤ. Δεν μπορεί το δεύτερο ισχυρότερο νόμισμα του πλανήτη να ανακτήσει την πλήρη κυριαρχία του και να δείξει ότι είναι ικανό να υποστηρίξει πλήρως και να προστατεύσει τα ίδια του τα μέλη;
Η μη προσφυγή στο ΔΝΤ θα είχε δύο επακόλουθα. Το πρώτο σχετίζεται με τη χρηματοδότηση: οι δόσεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Κύπρο είναι σχετικά μικρές και θα μπορούσαν να καλυφθούν από τα κονδύλια που σήμερα είναι διαθέσιμα στο ESM. Το δεύτερο θα ήταν πολιτικό: η Ευρωζώνη θα έμενε μόνη να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες της, κυρίως την ασθενική σύγκλιση των οικονομιών Βορρά και Νότου.
Και αυτό θα έστελνε ένα ισχυρό μήνυμα για τις κυβερνήσεις, που τα τελευταία χρόνια ήθελαν να δείξουν ότι η Ευρωζώνη δεν αποτελεί μόνο νομισματική ένωση αλλά και πολιτική πρωτοβουλία. Έπειτα από μια δύσκολη πορεία, η Ευρωζώνη θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ότι είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει τις δικές της προκλήσεις (για παράδειγμα με το να διαγράψει ή να μη διαγράψει μέρος του ελληνικού χρέους, κάτι που σήμερα αποτελεί αντικείμενο διαμάχης μεταξύ ΔΝΤ και Ευρωζώνης).
Ωστόσο, προτού εγκαταλειφθεί η συνεργασία με το ΔΝΤ, θα μπορούσε να υπάρξει και μια ενδιάμεση λύση. Όπως έχει γίνει σε πολλές χώρες, το ΔΝΤ θα μπορούσε σε συνεννόηση με τις ευρωπαϊκές αρχές να υπογράφει ειδικές συμφωνίες με χώρες της Ευρωζώνης. Οι συμφωνίες δεν θα προϋποθέτουν όρους για τη χορήγηση οικονομικής βοήθειας, αλλά θα έχουν τη μορφή αξιολόγησης της οικονομικής πολιτικής. Η Ευρωζώνη θα διατηρούσε έτσι την οικονομική αυτονομία της, αξιοποιώντας και την τεχνογνωσία του ΔΝΤ. Διότι σε τελική ανάλυση, η Ευρωζώνη οφείλει να επιβληθεί πολιτικά.